Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Προχτές, δυο γείτονες, έπλυναν τα ξύλινα κρασοβάρελά τους, προετοιμαζόμενοι για το νέο μούστο και μοσχοβόλησε ο τόπος από το λιγοστό σώσμα και τα πηλά που χύθηκαν στο δρόμο. Μια γλυκιά ευωδιά που θύμιζε μεταλαβιά κι έφερνε το νου πίσω στα παλιά. Τότε που η πλειονότητα των Ελλήνων ανήκε στην τάξη των φτωχών βιοπαλαιστών, οι οποίοι έδιναν μάχη, κυριολεκτικά, για «τον άρτον τον επιούσιον» της φαμίλιας τους.

Στην περιοχή Νέου Κόσμου-Ψυχικού, που ήταν η γειτονιά μας, βρίσκονταν, τον καιρό εκείνο, τα πιο φημισμένα και γραφικά κουτούκια τουτέστιν λαϊκά ταβερνάκια, όπου έβρισκαν καταφύγιο και παρηγοριά, σ’ ένα μισόκιλο κρασί, οι απόκληροι τούτης της άδικης ζωής. Φτωχικά κι αυτά όπως οι πελάτες τους. Ένας πάγκος, ένα επαγγελματικό ψυγείο πάγου στην αρχή και μετά ηλεκτρικού ρεύματος, μερικά ξύλινα τραπέζια, κάποιες ψάθινες καρέκλες και στο βάθος ένα, δύο ή τρία βαρέλια με κρασί. Πίσω απ’ τον πάγκο λίγα ράφια φορτωμένα με είδη μπακαλικής και στους τοίχους ένας καθρέφτης, διαφημιστικές αφίσες, φωτογραφίες.

Έμπαινες μέσα και σ’ έπιανε μια λιγούρα από το ανακάτεμα της μυρουδιάς του κρασιού με τα τρόφιμα και τον καπνό των τσιγάρων, που κάπνισαν αποβραδίς οι θεριακλήδες. Τις πιο πολλές φορές οι θαμώνες έπιναν ξεροσφύρι δηλαδή χωρίς μεζέ. Λιγοστές φορές, όταν η τσέπη άντεχε, συνόδευαν το κρασί τους με καμιά σαρδελίτσα, με λίγο τυρί, ελιές και σπάνια με κανένα μαγειρευτό κοψίδι, που γαργαλούσε σαδιστικά τις μύτες τους.

Τα κρασοπουλειά του Τσαγγούρη, του Αμπατζή, του Τσούση, του Κακαλέτρη, του Λουμάκη, του Ζη, του Μητρούση και η κοσμική υπόγεια ταβέρνα του Κεφαλόπουλου για τους μικροαστούς και πάνω της μικρής μας πόλης. Πού τα ξέραμε όλ’ αυτά; Μα γιατί οι μανάδες μας καθημερινά μας έστελναν να ψωνίσουμε, πότε τα χρειαζούμενα μπακαλικά, πότε να γεμίσουμε καμιά μποτίλια κρασί. Προσωπικά είχα ειδικότητα στο να σπάζω τα μπουκάλια για το κρασί. Πώς μου ‘πεφταν απ’ το χέρι και γίνονταν κομμάτια και θρύψαλλα, ακόμα δεν το ’χω καταλάβει!

Όμορφες εποχές! Με το έμπα του φθινοπώρου, όταν άνοιγαν τα σχολεία, άρχιζαν τα τρακτέρ και τα παλιά φορτηγά να μεταφέρουν τους νέους μούστους από τα φημισμένα αμπέλια της Γράμμουσας, του Δαφνίου και του Σκλαβοχωρίου. Κι αν κάποιος παρασπονδούσε κι αγόραζε εμπορικό μούστο, για να βγάλει πιότερο κέρδος, φρόντιζε να συμβουλέψει τον οδηγό να τον φέρει από το δρόμο του Γυθείου και μάλιστα προκλητικά φανερά, ώστε όλοι να πιστέψουν πως ο μούστος προερχόταν απ’ τις επίμαχες περιοχές.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μας κρατούσαν και τα παλιά ελληνικά αλφαβητάρια και αναγνωστικά, που ήταν γραμμένα από καταξιωμένους συγγραφείς και ποιητές ή από διδασκάλους της τάξης και στολισμένα από εκλεκτούς ζωγράφους και χαράκτες. Βιβλία που δεν είχαν καμιά σχέση με τα σημερινά νερόβραστα κακέκτυπα ξένων σχολικών εγχειριδίων.

Στο αναγνωστικό του Βασιλείου Οικονομίδου για τη Β΄Δημοτικού υπήρχε το εξαίρετο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Το τσιριτρό», που μιλάει για τον καυγά μιας ομάδας σπουργιτών γύρω από ένα τσαμπί σταφύλι και το κείμενο «Στο αμπέλι», όπου περιγράφεται ο τρύγος με τη συμμετοχή παιδιών.

Το αναγνωστικό των Β. Πετρούνια, Φ. Κολοβού, Σ. Σπεράντσα και Α. Μεταλλινού για την Γ’ Δημοτικού επαναλάμβανε το ποίημα του Παπαντωνίου και με τα κείμενα «Ο τρύγος» και «Το πάτημα των σταφυλιών» μυούσε τα παιδιά στην πανάρχαια τελετουργία της παραγωγής κρασιού. Εκεί υπήρχε και το δημοτικό τραγούδι που έλεγαν οι τρυγητές:
Ένα πουλί θαλασσινό
κι ένα πουλί βουνίσιο.
Τα δυο πουλιά μαλώνανε
στου σταυραϊτού τον τόπο...

Στα νεότερα χρόνια τα Τριτάκια διδάσκονταν το Αναγνωστικό της μεγάλης συγγραφέως μας Αγγελικής Βαρελλά, στο οποίο υπήρχε εκτενές κείμενο με τίτλο «Αμπέλι μου πλατύφυλλο», που άρχιζε με το στίχο:
Πάρτε, κυράδες, ροζακί, σταφύλι από τ’ αμπέλι,
η ρώγα του είναι ζάχαρη και στάζει όλη μέλι...

Στο αναγνωστικό των Γ. Μέγα, Κ. Ρωμαίου, Σ.Δουφεξή, Θ. Μακρόπουλου για την Δ΄ Δημοτικού διαβάζαμε το υπέροχο δημοτικό τραγούδι:
Αμπέλι μου πλατύφυλλο
και κοντοκλαδεμένο
για δεν ανθείς, για δεν καρπείς,
σταφύλια για δεν βγάνεις;

Και στο νεότερο του Θ. Γιαννόπουλου για την Ε΄ Τάξη συμπεριλαμβανόταν το κείμενο του Σπύρου Μελά «Τρύγος στο Μοριά» που άρχιζε με το επιγραμματικό: «Θέρος-Τρύγος-Πόλεμος»!

Από κοντά το Αναγνωστικό της ΣΤ΄ Τάξης των: Ε. Φωτιάδου-Η. Μηνιάτη-Γ.Μέγα-Δ.Οικονομίδου-Θ.Παρασκευόπουλου που είχε το κείμενο του Ηλία Βουτιερίδη με τίτλο «Ο τρύγος» και το ομώνυμο ποίημα του Αθανασίου Χριστόπουλου, που ξεκινούσε με αυτούς τους στίχους:

Καλώς μάς ήλθες, Αύγουστε,
με τα γλυκά σου δώρα.
Του τρυγητού η ώρα,
μας κράζει η χαρά:
Λυγίζονται τα κλήματα
χλωρά και φουντωμένα
σταφύλια φορτωμένα
και φύλλα δροσερά.

Πόσες αναμνήσεις! Πόσες χαρούμενες εικόνες και στιγμές, που τις στερήσαμε από τα παιδιά μας! Τώρα έρχεται το φθινόπωρο, χωρίς τα σχολιαρόπαιδα να αντιληφθούν τι γίνεται στ’ αμπέλια, στα πατητήρια και στα γεμάτα βαρέλια, που τριζοβολούν απ’ το θυμό του μούστου! Καταδικάσαμε τη νέα γενιά σε μια ζωή δίχως εμπειρίες, δίχως χρώματα κι αρώματα, δίχως συναισθήματα και ψυχικές ανατάσεις! Γι’ αυτό και τα πιο ευάλωτα ή ευαίσθητα παιδιά «ψάχνονται» αλλού!

Ο τρύγος προχωρά, ο μούστος ρέει, τα βαρέλια γιομίζουν! Κι εμείς, που η ζωή μάς χάρισε απλόχερα κάποιες απ’ τις ομορφιές της, ας ευχηθούμε γι’ άλλη μια χρονιά: «Καλά κρασιά»!