Γράφει ο Νίκος Μπακής

Τρομερή εντύπωση προκαλεί στους σύγχρονους ιστορικούς, η βίαιη συμπεριφορά των βυζαντινών ηγεμόνων κατά του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, οι οποίοι φρόντισαν να γκρεμίσουν ή να κάψουν οτιδήποτε ήταν Ελληνικό. Μια μελανή σελίδα που σημάδεψε για πάντα την Ιστορία μας. Δυστυχώς ούτε και η ένδοξη Σπάρτη γλίτωσε από τον όλεθρο, εξαφανίζοντάς την, κυριολεκτικά, από τους Χάρτες. Ωστόσο όσα γνωρίζουμε σήμερα για τους προγόνους μας, το οφείλουμε κατά ένα μεγάλο βαθμό στους Ρωμαίους, οι οποίοι διέσωσαν στις βιβλιοθήκες, τους παπύρους και τα συγγράμματα όλων των ιστορικών, συγγραφέων, ποιητών και περιηγητών της αρχαιότητας.

Η σύγχρονη Σπάρτη δεν έχει να προσφέρει τίποτα αξιόλογο που να θυμίζει εκείνη τη λαμπρή περίοδο. Εκτός βέβαια από ένα καταστραμμένο αμφιθέατρο, σπάνια ψηφιδωτά που μουχλιάζουν στις αποθήκες και τα αρχαιολογικά ευρήματα του παλιού μουσείου, τα οποία θα μεταφερθούν σε αποθήκες του στρατοπέδου του Κ.Ε.Ε.Μ (!!!). Επίσης ας μην ξεχνάμε και το επιβλητικό ρωμαϊκό υδραγωγείο, όπου κομμάτια του βρίσκονται διασκορπισμένα, αριστερά και δεξιά, μέσα στα χωράφια. Μπορούμε όμως να πάρουμε μια γεύση του μνημειώδες αυτού έργου (το ρωμαϊκό υδραγωγείο είχε μήκος 10 χιλιομέτρων και ξεκινούσε από το Βιβάρι και έφθανε έως την Σπάρτη), αποτυπωμένο πάνω στα χαρτονομίσματα του πεντάευρου.

Εκεί που νομίσαμε πως χάθηκε ο «δίαυλος επικοινωνίας» με το παρελθόν μας, εμφανίζεται, σαν από μηχανής Θεός, ένα αναπτυξιακό έργο για να τα ανατρέψει όλα.

Ο νέος αυτοκινητόδρομος Σπάρτης – Λεύκτρων μαζί με την αρχαιολογική σκαπάνη, έφεραν στο φως πρωτοφανή ευρήματα της κλασικής και ρωμαϊκής περιόδου. Στις ανασκαφές οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο της Σπάρτης. Σπάνια ιστορικά μνημεία ξεπροβάλουν αγέρωχα μέσα από το έδαφος, τα οποία είναι πράγματι εντυπωσιακά, όπως ιερά, ρωμαϊκά λουτρά, ψηφιδωτά, σαρκοφάγοι και το σπουδαιότερο απ’ όλα ο αρχαιότερος «αμαξήλατος» δρόμος. Σε επόμενο κεφάλαιο θα αναλύσουμε κατά πόσο οι αρχαίοι Σπαρτιάτες υπήρξαν οι εφευρέτες ή όχι του πρώτου σιδηρόδρομου που κατασκευάστηκε στο κόσμο.

Ο υπό κατασκευή αυτοκινητόδρομος χαράχθηκε σχεδόν πάνω στον αρχαίο δρόμου. Ξεκινούσε από την Σπάρτη και έφθανε μέχρι τη Μεγαλόπολη, με ενδιάμεση στάση την Πελλάνα, εκεί όπου τελειώνει και το ταξίδι μας. Χρησιμοποιώντας ως οδηγό τις πληροφορίες που διαθέτουμε από τον περιηγητή Παυσανία. Ο Παυσανίας ήταν ο πιο αξιόπιστος απ’ όλους τους αρχαίους ιστορικούς, αφού ο ίδιος είχε περπατήσει πιθαμή προς πιθαμή ολόκληρη τη Λακωνική γη, καταγράφοντας, λεπτομερώς, ότι του ανέφεραν οι κάτοικοι κάθε περιοχής. Στο ταξίδι μας θα είμαι όσο πιο συνοπτικός γίνεται, περιγράφοντας όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την ευρύτερη περιοχή, από τα ομηρικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας.

Η διαχρονική μας περιήγηση ξεκινάει από το κόμβο του νέου δρόμου και ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας είναι το χωριό Κοκκινόραχη, όπου σύμφωνα με ανασκαφές βρισκόταν η Ομηρική Σπάρτη. Η πόλη αυτή βρίσκεται πάνω σε ένα σύμπλεγμα λόφων (κοκκινόραχη) στην ανατολική όχθη του Ευρώτα και νοτιοανατολικά της σημερινής Σπάρτης. Τα μοναδικά ευρήματα, τα οποία να θυμίζουν πόλη της μυκηναϊκής περιόδου ήταν υπολείμματα ενός μικρού οικισμού. Το μόνο αξιόλογο που βρέθηκε στη περιοχή αυτή ήταν το ιερό του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης του 7ου ή 6ου αιώνα π. Χ, το περίφημο «Μενελάϊον».

Σύμφωνα με κάποια αποσπάσματα των ποιημάτων του Αλκμάνα, ξέραμε ότι υπήρχε και η «Καλύπυργος Θεράπνη», στην οποία υπήρχε ιερό του Μενελάου και φημολογείτο μάλιστα ότι εκεί είχαν ταφεί ο Μενέλαος και η Ελένη. Άρα όπως ισχυρίζεται ο κ. Σπυρόπουλος ο ιερός αυτός χώρος βρισκόταν στην Πελλάνα, αφού μόνο εκεί βρέθηκαν σπουδαίοι τάφοι αντάξιοι ενός μυθικού βασιλικού ζεύγους που να είχε ζήσει στην Λακωνία. Η οποία πόλη (το 1000 π. Χ. περίπου) μετονομάζεται από Λακεδαίμων σε Θεράπνη και όχι το Μενελάϊον, όπως μας πληροφορεί λανθασμένα ο Παυσανίας, αφού τον 2ο αιώνα μ. Χ. δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα οι Βασιλικοί Τάφοι της Πελλάνας.

Πριν συνεχίσουμε το θαυμαστό ταξίδι μας προς την Λακεδαίμονα, θα πρέπει να διευκρινίσουμε στο κόσμο πως ο Παυσανίας, ο οποίος καταγόταν από τη Λυδία της Μικράς Ασίας ήταν ένας απλός περιηγητής. Κατά την διάρκεια όμως της επίσκεψής του στην Λακωνία το 147 μ. Χ, οι πληροφορίες του ήταν ελλιπείς σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Προφανώς κάποιες περιοχές που επισκέφθηκε ο περιηγητής να ήταν ακόμα ακατοίκητες.

Ο Παυσανίας αφού περιέγραψε με λεπτομέρειες τα αξιοθέατα που είδε στην Σπάρτη, στρέφεται βόρεια και ακολουθεί τη «Λεωφόρο» Σπάρτης – Μεγαλόπολης που βρίσκεται κατά μήκος και στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευρώτα. Το πρώτο πράγμα που θα συναντήσει ήταν το άγαλμα της Θεάς Αθηνάς η επονομαζόμενη «Παρεία» και μετά το ιερό του Αχιλλέα, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση παρέμενε πάντα κλειστό. Όσοι έφηβοι πρόκειται να αγωνιστούν στα «Πλατανιστά» συνήθιζαν να προσφέρουν θυσίες στον Αχιλλέα πριν από κάθε μάχη. Οι Σπαρτιάτες λένε ότι αυτό το ιερό το ίδρυσε ο Πράκας ο τρίτος υιός του Περγάμου, υιού του Νεοπτολέμου.

Ακολουθώντας βορειότερα, ανάμεσα στους πράσινους λόφους του Ευρώτα, συναντάμε μια διαδοχή από μικρές τούρλες (βουνοπλαγιές) στην άκρη του ποταμού και πράσινα χωράφια, καλαμιές, μουριές, σπάνιες αργυρόφυλλες λεύκες και ίριδες από την άλλη. Κάπου εδώ τριγύρω υπήρξε το λεγόμενο μνήμα του «Ίππου», όπου ο Τυνδάρεως θυσίασε ένα άλογο και έβαλε τους μνηστήρες της Ελένης να πατήσουν πάνω στα «τόμια» του αλόγου (κομμένα γενετικά όργανα) και να ορκιστούν. Ο όρκος ήταν να υπερασπιστούν την Ελένη και τον μέλλοντα σύζυγό της αν ποτέ αδικηθούν. Όταν ο όρκος τελείωσε ο Τυνδάρεως έθαψε το άλογο σε αυτό το σημείο. Κοντά στο μνήμα αυτό υπήρχαν εφτά κίονες, στους οποίους είχαν τοποθετηθεί επάνω τους αγάλματα των πλανητών αστέρων. Στο δρόμο υπήρχε ο τέμενος του Κρανίου με την επωνυμία «Στεμματίας» και το ιερό της «Μυσίας» Άρτεμης.

Πάνω τώρα στη νέα εθνική οδό, στο τρίτο περίπου χιλιόμετρο από το κόμβο της Κοκκινόραχης, βρέθηκε ένα σημαντικό ταφικό μνημείο στην τοποθεσία «εκκλησιές». Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους αποκαλύφθηκε τμήμα οικιστικής εγκατάστασης των ύστερων κλασικών – πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, ταφικό μνημείο και τμήμα εγκατάστασης ρωμαϊκών χρόνων και μεγάλες εγκαταστάσεις των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Μέσα στον τάφο βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο, καθώς και δυο σαρκοφάγοι. Λίγα μέτρα πιο πάνω βρέθηκαν ρωμαϊκά λουτρά (ολυμπιακών διαστάσεων). Ο Παυσανίας μας αναφέρει ότι πρόκειται για το ναό του «Θόρνακα» Απόλλωνα, ο οποίος ήταν ένας από τα δυο μεγαλύτερα λατρευτικά ιερά της Λακεδαίμονος. Ωστόσο στους ρωμαϊκούς χρόνους λειτουργούσε και ως Μαυσωλείο.

Ο Ταΰγετος χαμηλώνει όσο τον ακολουθώ με κατεύθυνση δυτική. Τα φρύδια από τις μακρόστενες τούρλες του είναι σταχτιά. Τα ενδιάμεσα είναι σκούρα πράσινα και σκεπασμένα με ελάτια, υπογραμμίζοντας έτσι τις σκιές, τις κοιλότητες, καθώς οι προεξοχές φωτίζονται. Η κορυφή είναι σκεπασμένη με χιόνια. Τα χιόνια σκεπάζονται από τα σύννεφα, από την ανατολική πλευρά του βουνού. Και εκείνα με τη σειρά τους αφήνουν σιγά σιγά το υπόλοιπο ουρανό καθαρό.

Ήδη φθάσαμε στη θέση «φούρνοι», σύμφωνα με τον Παυσανία, όπου οι προεκτάσεις των οροσειρών Ταϋγέτου και Πάρνωνα ενώνονται και αφήνουν μικρό άνοιγμα στην κοιλάδα από το οποίο περνάει το ρεύμα του ποταμού Ευρώτα προς την Σπάρτη. Ο μύθος λέει ότι υιός του Λέλεγος ο Ευρώτας απέκοψε στο σημείο αυτό το βράχο που εμπόδιζε τη ροή του ποταμού και έτσι έδωσε διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά της βόρειας κοιλάδας και γι’ αυτό πήρε το όνομά του ο ποταμός. «Ούτως το ύδωρ το λιμνάζον εν τω πεδίω διώρυγι κατήγαγεν επί θάλασσαν» (Παυσανίας Λακωνικά).

Εδώ τώρα θα σταθούμε και σε μίαν άλλη όψη του μύθου, που θέλει στο στενό πέρασμα όπου έσμιγαν οι δυο τεράστιοι ορεινοί γίγαντες της Λακωνίας να υπήρχε πλωτή διώρυγα. Ο υδάτινος δρόμος που ένωνε τη νότια με τη βόρεια κοιλάδα του Ευρώτα, ενώ ο Καραβάς λειτουργούσε ως λιμάνι, όπου άραζαν τα πλοία. Οι διώρυγες αυτές μπορούσαν να κάνουν χρήση πάσης φύσεως πλωτά, διανοίγονταν για εμπορικούς σκοπούς ενώνοντας χωριστές υφιστάμενες υδάτινες επιφάνειες. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσαν προεκτάσεις θαλασσών, λιμνών ή ποταμών στο εσωτερικό ηπειρωτικών χωρών για ανάπτυξη πλωτής συγκοινωνίας μεταξύ εμπορικών εσωτερικών κέντρων.

Ο Καραβάς όμως αποτελούσε ιδιάζουσα περίπτωση, εξαιτίας της μορφολογικής δυσμορφίας που παρουσίαζε το έδαφός του και άνηκε στην κατηγορία εκείνη της κλιμακωτής διώρυγας. Λόγω της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των δυο κοιλάδων (Σπάρτη 210 μ. και Λακεδαίμων 338 μ. πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης αντίστοιχα) ήταν αδύνατον να γίνει η διέλευση των πλοίων υπό φυσιολογικές συνθήκες. Γι’ αυτό και αποτελείτο από σπονδυλωτή σειρά συνδεδεμένων ανισοϋψών φυσικών δεξαμενών πάνω σε λαξευμένους βράχους. Όταν το πλοίο προσέγγιζε τη πρώτη ειδικά διαμορφωμένη δεξαμενή (τεράστια βάθρα), το φράγμα της δεύτερης δεξαμενής άνοιγε και το νερό έρεε από πάνω της με την δύναμη της βαρύτητας. Μόλις το νερό έφθανε στο επίπεδο της δεύτερης δεξαμενής, η πύλη έφραζε την είσοδο στο πίσω μέρος και το πλοίο συνέχιζε με ασφάλεια την πορεία του μέσα στα στενά φυσικά κανάλια, έως ότου έφθανε στην έξοδο της διώρυγας. Την ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθούσαν και αντιστρόφως. «Από εδώ πέρασαν με πλοίο η ωραία Ελένη με τον Πάρη για το Γύθειο, όπου απόλαυσαν την πρώτη νύχτα του έρωτά τους στο μικρό νησάκι Κρανάη» συνήθιζαν να λένε οι παππούδες στους σημερινούς ηλικιωμένους του Καραβά κοκ, μεταβιβάζοντας το μύθο από γενεά σε γενεά.

Μελετώντας από κοντά τα γιγαντιαία αυτά λαξευμένα βράχια, βρέθηκα μπροστά σε μια απροσδόκητη έκπληξη. Διαπίστωσα ότι ήταν καλυμμένα με αρχαίο σκυρόδεμα (τσιμέντο). Χρησιμοποιούσαν πιθανότατα το πανάρχαιο αυτό δομικό υλικό, για να συγκρατούν τους τεράστιους ογκόλιθους στη θέση τους από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ήταν οι πλημμύρες, οι σεισμοί κοκ. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Leake το 1808 που πέρασε από το ίδιο μέρος, παρατήρησε υπολείμματα κατεργασμένων ογκόλιθων με πολυγωνικά σχήματα τοποθετημένα όπως λέει εκεί για την συγκράτηση του ρεύματος του ποταμού προστατεύοντας έτσι την λεωφόρο.

Δίπλα υπάρχει το ιστορικό γεφύρι του «Κόπανου» ή αλλιώς γνωστός και ως γεφύρι «Κοπανίτσα», το οποίο ένωνε τις δυο όχθες του Ευρώτα, στο ύψος που καταλήγει στο ρέμα του Μπραστού. Σήμερα δεν υπάρχει ολόκληρο, αλλά διασώζονται τα χαλάσματά του κυρίως από την ανατολική πλευρά του ποταμού. Κτίστηκε το 1749, ήταν πέτρινο με τρία τόξα από τα οποία το μεσαίο ήταν το μεγαλύτερο και τα δύο πλάγια μικρότερα και χαμηλότερα. Το γεφύρι ήταν ιδιαίτερο σημαντικό αφού συνέδεε το καρόδρομο που οδηγούσε από τον Μυστρά στην Τεγέα. Το 1902, ύστερα από μεγάλη πλημμύρα το γεφύρι γκρεμίστηκε. Σήμερα γίνονται κάποιες φιλότιμες προσπάθειες από πολίτες και διαφόρους τοπικούς συλλόγους, για την διάσωση και την ανάδειξη του ιστορικού γεφυριού, το οποίο στις δόξες του συνέδεε τους μυθικούς Γίγαντες, Ταΰγετο και Πάρνωνα, μεταξύ τους. Λίγο πιο πάνω συναντάμε ένα αρχαίο λατομείο και νοτιότερα μέσα οργιώδη βλάστηση υπάρχει ένα πέτρινο σκαλιστό κάθισμα, ο «Θρόνος του Γελαδάρη», όπου ένας Τούρκος αξιωματούχος φύλαγε τα κοπάδια αγελάδων του μέσα σε στάβλους.

Η τοποθεσία Φούρνοι πήραν πιθανόν το όνομά τους από δυο λαξευμένα στο βράχο σπήλαια που ίσως να είναι και ο τάφος του Λάδα. «Προελθόντι δε αυτόθεν σταδίους είκοσι του Ευρώτα το ρέμα εγγυτάτω τη οδού γίγνεται και Λαδά μνήμα… κάμνων εκομίζετο… και συμβάσης ενταύθα οι τελευτής ο τάφος εστίν υπέρ την Λεωφόρον». Είκοσι στάδια [185 μ. x 20 = 3.700 μ. (1 στάδιο = 185 μ.)] και παραπλεύρως του ποταμού Ευρώτα, πάνω στη Λεωφόρο βρίσκεται ο τάφος του Λάδα. Ο Ολυμπιονίκης Λάδας ο οποίος υπερείχε όλων των σύγχρονών του στο τρέξιμο (δόλιχον), προφανώς μετά τη νίκη του στην Ολυμπία ασθένησε και μεταφερόμενος στη Λακεδαίμονα ξεψύχησε στο σημείο αυτό του δρόμου και ετάφη.

Αφού ακολουθήσουμε τους πρόποδες του Ταϋγέτου ή μάλλον την μικρή λοφοσειρά, εγκαταλείπουμε σε λίγο τον Ευρώτα και βρισκόμαστε στην όχθη ενός άλλου ποταμού, με τα ίδια χαρακτηριστικά, ο ποταμός Ίρις (Ήρη) με τις ασπριδερές ακροποταμιές του.

Μετά τον τάφο του ολυμπιονίκη Λάδα ο Παυσανίας περιγράφει: «Το άγαλμα της Αιδούς τριάκοντα που στάδια απέχουν της πόλεως Ικαρίου ανάθημα είναι ποιηθήναι δε επί λόγω φησί τοιώδε. Ενταύθα γαρ τις οδού προήκουσαν την Πηνελόπην λέγουσιν εγκαταλύψασθαι το πρόσωπον». Μας λέει λοιπόν ότι σε απόσταση 30 σταδίων [185 μ. x 30 = 5.550 μ.] από την Σπάρτη, είδε το άγαλμα της «Αιδούς» αφιερωμένο από τον Ικάριο στην κόρη του την Πηνελόπη.

Σύμφωνα με τον Όμηρο ο Οδυσσέας ένας από τους βασικότερους ήρωες του Τρωικού πολέμου, συμβούλεψε τον Τυνδάρεω και τον έπεισε να ορκίσει τους μνηστήρες, ότι σε περίπτωση αρπαγής της Ελένης, όλοι θα βοηθούσαν τον άνδρα που θα παντρευόταν να εκδικηθούν τους απαγωγείς της. Έτσι όλοι οι μνηστήρες με τον όρκο που έδωσαν κράτησαν την υπόσχεσή τους και έλαβαν μέρος στην εκστρατεία. Ο Οδυσσέας φαίνεται από μικρός έζησε κοντά στον Τυνδάρεω, γι’ αυτό η μυθολογία δεν αναφέρει τον τόπο γέννησης δηλαδή την Ιθάκη όπου βασίλεψε αργότερα. Με την συγκατάθεση του Τυνδάρεω παντρεύτηκε την ανιψιά του την Πηνελόπη και πρώτη ξαδέρφη της Ωραίας Ελένης. Αργότερα φεύγοντας από την βόρεια Λακεδαίμονα και παίρνοντας το δρόμο για το Γύθειο για να πάει στην Ιθάκη και πριν φθάσει στην Σπάρτη, έγινε το γνωστό επεισόδιο που αναφέρει ο Παυσανίας. Ο πατέρας της Πηνελόπης ο Ικάριος επειδή δεν κατόρθωσε να πείσει τον Οδυσσέα να παραμείνει στην Λακεδαίμονα, παρακαλούσε τώρα την κόρη του να μην τον ακολουθήσει.

Ο Οδυσσέας τότε οργισμένος είπε στην Πηνελόπη να τον ακολουθήσει με την θέλησή της ή να παραμείνει με τον πατέρα της στην Λακεδαίμονα. Η Πηνελόπη όμως χωρίς να δώσει απάντηση στον Οδυσσέα κάλυψε από ντροπή το πρόσωπό της και τον ακολούθησε. Για την στάση της αυτή ο πατέρας της έστησε στο σημείο αυτό της Λεωφόρου το άγαλμα της «Αιδούς».

Και το ταξίδι μας συνεχίζεται…

Πηγές:

Θεόδωρος Σπυρόπουλος ( αρχαιολόγος – ανασκαφέας)

Ελπίδα Αποστολέλη (αρχαιολόγος)

Παυσανίας ( περιηγητής - βιβλίο: Λακωνικά)

Φωτογραφίες Νίκος Μπακής