Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

«Σήμερον … ο Νεομάρτυς Ευθύμιος , υπέρ της αγάπης του Χριστού , τον δια ξίφους εδέξατο θάνατον…και τα επί γης καταλιπών , ανήλθεν εις ουρανούς δαφνηφόρος , ίνα χορεύει αιώνια».

Πολλές φορές , ατενίζοντας οι πιστοί με την ανθρώπινη μικρότητά τους το ύψος της αγιοσύνης , αισθάνονται απελπισμένοι και αδύναμοι στον αγώνα για την κατάκτηση μιας θέσης στη Βασιλεία των Ουρανών . Κι όμως ! Στις στιγμές εκείνες της ανθρώπινης αδυναμίας οφείλει ο πιστός να μελετά τους βίους των Αγίων , για να κατανοήσει πως κι εκείνοι υπήρξαν κάποτε άνθρωποι απλοί και καθημερινοί , που πάλεψαν με τον κόσμο και την αμαρτία , που πολλές φορές νίκησαν αλλά και νικήθηκαν , που βρήκαν όμως τη δύναμη να σηκώνονται όταν έπεφταν όσες φορές κι αν χρειάστηκε αυτό . Και μέσα απ’ αυτόν τον ανελέητο αγώνα , θωρακίστηκαν τελικά με τη δύναμη του Θεού και την ασπίδα της Πίστης έτσι ώστε (όταν χρειάστηκε) βάδισαν προς το Μαρτύριο άτρομοι και περήφανοι , ομολογώντας Θεόν και συντρίβοντας κάτω από την «πτέρνα» τους την κεφαλήν του «πονηρού όφεως» , ο οποίος από την πρώτη μέρα της δημιουργίας ακολουθεί κατά πόδας τον Άνθρωπον γυρεύοντας ευκαιρία να τον λαβώσει .

Ο ΄Αγιος Ευθύμιος ο Νέος υπήρξε ένα τέτοια πράδειγμα Αγιοσύνης :

Γεννήθηκε επί Τουρκοκρατίας στη Δημητσάνα της Γορτυνίας , στα 1794 και το κοσμικό του όνομα ήταν Ελευθέριος Ηλιόπουλος . Ευρισκόμενος για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη ήρθε στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας για να συναντήσει τον έμπορο πατέρα του Παναγιώτη . Ενώ η βαθύτερη επιθυμία του Ελευθερίου ήταν να μεταβεί και να μονάσει στο Άγιον Όρος , υπέκυψε στους πειρασμούς της αμαρτίας και «βλέπων ότι ο κόσμος , η σαρξ και ο διάβολος του ανοίγουν θύραν ατάκτων και ασέμνων ηδονών , γίνεται έκδοτος εις αυτάς» . Και δεν ήρκεσεν μόνο αυτό :

Συγχρωτιζόμενος με Οθωμανούς «ηρνήθη ,φευ , τον Χριστόν , εδέχθη την πλάνην του Μωάμεθ και περιετμήθη» . Εξώμοσεν ο Ελευθέριος αλλά η χάρις του Θεού δεν ανεχώρησε παντελώς απ’ αυτόν . Ο χορτασμός της αμαρτίας , όπως βεβαιώνει ο Θείος Ιωάννης της Κλίμακος , του προξένησε αηδία , ξύπνησε στην καρδιά του τη Μετάνοια και γέμισε τα μάτια του με δάκρυα συγγνώμης και συγχώρησης για τον Θεόν και την Πατρίδα που είχε προδώσει και αρνηθεί . Ήταν δε τόσα τα δάκρυα της Μετανοίας ώστε ο φιλόψυχος Ιησούς Χριστός τα εδέχθη και αντεσήκωσε την προλαβούσα άρνηση του Ελευθερίου .

Ο μετανοημένος νέος μετά από πολλές περιπέτειες καταφέρνει να ξεφύγει από τον κλοιό των Οθωμανών κι έρχεται στο Άγιον Όρος , στη Σκήτη της Μονής Ιβήρων . Εκεί , ύστερα από σκληρό πνευματικό αγώνα , αξιώνεται να χρισθεί και πάλι με το Άγιο Μύρο και να ξαναγίνει δούλος του Θεού . Η ψυχή όμως του Ελευθερίου δεν ησυχάζει . Την καίει ο πόθος να επιστρέψει στον τόπο που αρνήθηκε τον Χριστό για να τον ομολογήσει μπροστά στους απίστους και να ξεπλύνει με το ίδιο του το αίμα την αμαρτία . Ήταν τόσο δυνατή η απόφαση του Ελευθερίου για το εκούσιο μαρτύριο της λύτρωσης που κάποια μέρα ο πνευματικός του πατέρας , τον είδε να γονατίζει σε μια γωνιά του κελιού του , να βάζει πίσω τα χέρια του ως να ήσαν δεμένα και να προτείνει τον λαιμό του όπως οι καταδικασμένοι σε αποκεφαλισμό . Όταν απορημένος τον ρώτησε τι σημαίνουν αυτά τα κινήματα , ο Ευθύμιος απάντησε : «Γυμνάζομαι , πάτερ , εις την σφαγήν» .

Ύστερα από θεϊκό σημάδι ο Ελευθέριος κρίνει ότι η μεγάλη ώρα έφτασε . Αφού εκάρη μοναχός μεγαλόσχημος με το όνομα Ευθύμιος , στις 19 Φεβρουαρίου 1814 αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη .

Έφτανε το Πάσχα . Το Σάββατο του Λαζάρου ο Ευθύμιος λειτουργήθηκε στο Ναό του Α. Ιωάννου του Προδρόμου στον Γαλατά και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.Την άλλη μέρα , Κυριακή των Βαΐων , έγραψε 5 επιστολές προς Άγιον Όρος γεμάτες ευαγγελικά νοήματα και γενναιότητα μαρτυρική . Στη μία απ’αυτές έγραφε :

«Προς Ακάκιον
Εις Άγιον Όρος , τη 22 Μαρτίου 1814
…Ιδού , πάτερ μου , με την αγίαν σου ευχήν εκίνησα ταύτην την ώραν δια να παρασταθώ εις το βουλευτήριον της ασεβείας , όπως ανακτήσω εκείνο το οποίον έχασα ….Αγιώτατέ μου , Πάτερ…Δόξα εις το κράτος του Κυρίου μου , όστις και απολωλότα με ερρύσατο από τον φάρυγγα του διαβόλου , και με έφερεν εις τον ευλογημένον οίκον σας… Σήμερον την Κυριακή των Βαΐων , ως ο Κύριος υπήγαινε θεληματικώς εις το εκούσιον πάθος , ούτως κι εγώ ο αμαρτωλός πηγαίνω εις χείρας των επαράτων Οθωμανών δια να εξιλεώσω την δικαιοσύνην του Κυρίου δια το πλήθος των ανομιών μου.
Ο ευτελέστατος δούλος σας Ευθύμιος μοναχός προσκυνώ»

Αφού έγραψε τις επιστολές , ο Ευθύμιος , φόρεσε τούρκικα ρούχα , χρίσθηκε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας , πήρε στα χέρια του έναν Σταυρό και Βάια της εορτής από το ναό και «οπλισθείς με τοιαύτα όπλα αήττητα» πέρασε στην Κων/πολη και ήρθε στο σεράι του βεζύρη Ρουσούτ Πασά . Παρουσιάσθηκε μπροστά του , διηγήθηκε όλην την ιστορία του και στο τέλος έβγαλε το σαρίκι απ’ το κεφάλι του , το πέταξε κάτω και το καταπάτησε φωνάζοντας : «Αναθεματίζω , τον αντίχριστο Μωάμεθ , τον προφήτη σας»!

Ο βεζύρης , παίρνοντάς τον για τρελό ή μεθυσμένο τον φυλάκισε και σε λίγες ώρες τον εξέτασε και πάλι . Για δεύτερη φορά ο Ευθύμιος ομολόγησε με παρρησία : « Είμαι Χριστιανός και γιος Χριστιανών γονέων και πιστεύω τον Ιησού Χριστό ως Θεόν αληθινόν». Τον βασάνισαν , του έταξαν πλούτη και αξιώματα για να αρνηθεί τον Χριστό και να επιστρέψει στον μουσουλμανισμό . Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού συνέχιζε τον ωραίο αγώνα του . Τότε ο βεζύρης τον παρέδωσε στον δήμιο για να αποκεφαλιστεί δημοσίως . Όταν πήγαν να του δέσουν τα χέρια πίσω ο Ευθύμιος είπε : «Γιατί θέλετε να μου δέσετε τα χέρια , αφού μόνος μου ήρθα εδώ ; Για τούτο δέθηκε ο Χριστός μου απ’ τους παράνομους Εβραίους , για να με λύσει από τις αμαρτίες και να τρέχω εγώ , χωρίς δεσμά , στον θάνατο για την αγάπη Του !» . Κατόπιν , κρατώντας στο ένα χέρι τον Σταυρό και στο άλλο τα Βάια βάδισε προς τον τόπο της εκτελέσεως γεμάτος χαρά και αγαλλίαση , σαν να πήγαινε στον γάμο του κι όχι στον θάνατό του .

Μπροστά στο πλήθος των χριστιανών που είχαν συγκεντρωθεί , ο Ευθύμιος , γονάτισε , προσευχήθηκε , έκανε το σημείο του Σταυρού και , μόνος του , χωρίς καμιά προσταγή , έσκυψε το κεφάλι του και φώναξε : «Κύριε , Ιησού Χριστέ , εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου»! Ο δήμιος σήκωσε τη σπάθα , την κατέβασε με ορμή , αλλά (αλλοίμονο) η λεπίδα (είτε γιατί δεν ήταν καλά ακονισμένη , είτε γιατί ο δήμιος δεν έβαλε την απαραίτητη δύναμη , είτε γιατί το χτύπημα ήταν άτεχνο) δεν απέκοψε την κεφαλή του Ευθυμίου !!! Τότε , μπροστά στο συγκλονισμένο πλήθος ο Ευθύμιος βρήκε τη δύναμη να φωνάξει μ’ όλη του τη δύναμη προς τον δήμιό του : «Χτύπα καλά …χτύπα καλά»!!! Θυμωμένος ο Τούρκος ανέβασε τη σπάθα και χτύπησε για δεύτερη φορά με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη . Και πάλι όμως η σπάθα έκοψε μόνον ένα μέρος του τραχήλου του Ευθυμίου !!! Τότε ο δήμιος , εκτός εαυτού , άρπαξε τον αιμορραγούντα Ευθύμιο από τα μαλλιά και τον έσφαξε με το μαχαίρι του (είκοσι χρονών παλικαράκι) από τον λαιμό , σαν πρόβατο .΄Ετσι ο γενναίος και αήττητος και πανεύφημος Ευθύμιος , έτυχε του ποθούμενου μαρτυρίου και μακαρίου τέλους , κατά την 22α του μηνός Μαρτίου του 1814, Κυριακή των Bαΐων , στις 6 η ώρα το απόγευμα .

Προς απέραντη έκπληξη των παρισταμένων το σώμα του μάρτυρος , αποκεφαλισμένο, στεκόταν ακόμα στα γόνατα , χωρίς να πέφτει κάτω !!! Τότε οι άπιστοι , για να μην καταισχύνονται περισσότερο , το σώριασαν με μια κλοτσιά .

Μετά από τρεις μέρες οι χριστιανοί σήκωσαν το σώμα και την κάρα του Ευθυμίου και τα μετέφεραν στο νησάκι της Πρώτης . Και άλλο θαύμα ήταν , το ζεστό αίμα , το οποίο έτρεχε ακόμα από το σώμα του Μάρτυρος !!! Τότε , ο συνοδίτης του Ευθυμίου , μοναχός Γρηγόριος , πήρε τη σεβάσμια κάρα του Αθλητού Ευθυμίου στα χέρια του και μετά δακρύων ασπαζόμενος αυτήν , έλεγε : «Δος μου λόγον , αδελφέ Άγιε Ευθύμιε και μη με αφήσεις να πάω μόνος προς τους αδελφούς με τόσην λύπην»! Και τότε , ω του θαύματος , ενώπιον των παρισταμένων χριστιανών , ο Άγιος άνοιξε τα μάτια Του , σαν να ζούσε , και με βλέμμα ιλαρόν έβλεπε τον αδελφό Γρηγόριο μαζί και τους άλλους χριστιανούς !!! Κι αυτό έγινε όχι μόνο μια φορά αλλά δυο !!!

Τo ιερό λείψανο του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου ενταφιάσθηκε προσωρινά (όπως ήταν η επιθυμία του) στο ναό Μεταμορφώσεως Πρώτης και ύστερα τα λείψανά Του ανακομίσθηκαν και μεταφέρθηκαν με ευθύνη του συνοδίτη του , μοναχού Γρηγορίου , στο Άγιον Όρος , ενώ (ήδη από τις πρώτες στιγμές) ο Άγιος είχε αρχίσει να θαυματουργεί προς βοήθειαν και παρηγορίαν των Χριστιανών ! Σήμερα μέρος των λειψάνων του σώζεται στο κελί των πνευματικών του αγώνων στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου της Μονής Ιβήρων καθώς και στο Ναό Του στη Δημητσάνα ενώ η τιμία κάρα Του βρίσκεται στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος – Ρωσικού . Τον βίο και την ακολουθία Του έγραψε ο μοναχός Ονούφριος ο Ιβηρίτης .

Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου στις 22 Μαρτίου ημέρα του μαρτυρίου Του αλλά και την 1η Μαΐου μαζί με τους συναθλητές του Ιγνάτιο και Ακάκιο, επειδή ήταν τέκνα του ιδίου πνευματικού πατρός .

Οι συμπατριώτες του , για να τον τιμήσουν , έχτισαν στη Δημητσάνα περικαλλή ναό στο όνομά του (μαζί με αυτό του επίσης Δημητσανίτη και θείου του Ευθυμίου, Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄) δίπλα στα ερείπια του πατρικού του σπιτιού.

Στα 1920 , οι Γορτύνιοι της Σπάρτης ίδρυσαν τον ιστορικό Σύλλογό τους , στον οποίο έδωσαν το όνομα «Άγιος Ευθύμιος ο Νέος , ο εκ Δημητσάνης» κατασκευάζοντας και μεγαλόπρεπο χρυσοκέντητο Λάβαρο του Αγίου , το οποίο , έκτοτε , παραμένει σημείο αναφοράς , αναγνώρισης και ταυτότητας για το Γορτυνιακό Σύνδεσμο Σπάρτης .

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ιδρώσιν ασκήσεως προστομωθείς Αθλητά, τους πόνους υπήνεγκας του μαρτυρίου στερρώς, Ευθύμιε ένδοξε έδραμες γαρ ως γίγας, αποθέσθαι την πλάνην, φέρων εν ταις χερσί σου τον Σταυρόν και Βάϊα, , μεθ’ ων και στεφανηφόρος Χριστώ, χαίρων παρίστασαι.