Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας, δικηγόρος


1. Εδώ και μήνες γίνομαι δέκτης έντονων παραπόνων συμπολιτών μου που στενοχωρούνται και ταλαιπωρούνται ψυχικά με την καταρράκωση της προσωπικότητάς τους, «συρόμενοι» στην Ασφάλεια Σπάρτης και εν συνεχεία στην Εισαγγελία και το Ποινικό Δικαστήριο , ως κατηγορούμενοι , για το Ποινικό Αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ( Ν. 1882/1990) .

2. Οι εν λόγω Συμπολίτες, επαγγελματίες καταξιωμένοι, σύζυγοι και γονείς ή και άνευ οικογενειακών υποχρεώσεων καθόλα άξιοι, συλλαμβάνονται ενώ αμέριμνοι βρίσκονται στον χώρο της εργασίας τους ή κυκλοφορούν σε Δημόσιους χώρους ή ειδοποιούνται να εμφανιστούν για υπόθεσή τους στην αρμόδια Αστυνομική Αρχή και από εκεί συλληφθέντες προσάγονται στην Εισαγγελική Αρχή και οδηγούνται έκπληκτοι σε Ποινική Δίκη με την αυτόφωρη διαδικασία.

3. Η αγανάκτησή τους έγκειται όχι σε αυτή καθαυτή την ουσία της κατηγορίας , αφού γνωρίζουν ότι λόγω της Οικονομικής Κρίσης έχουν χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο που αδυνατούν να ρυθμίσουν εξαιτίας των ασφυκτικών νόμων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί , αλλά στον αυτόφωρο τρόπο σύλληψης, δίωξης, προσαγωγής και εκδίκασης της Πράξεως τους. Το πρόβλημά τους δηλαδή είναι το αυτόφωρο. Λες και χτύπησαν ή σκότωσαν άνθρωπο !!!

4. Θέλω λοιπόν σήμερα, ως Νομικός και Μαχόμενος Δικηγόρος, να εκφράσω την άποψη μου, για το κατά πόσο θα πρέπει να εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία στο Ποινικό Αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που υφίσταται από το 1990 πλην όμως το ζούμε ως αυτόφωρο από το 2011.

5.Το πράττω διότι φρονώ ότι η Επιστημονική Κοινότητα στην οποία ανήκω, έχει χρέος και αναφαίρετο δικαίωμα είτε μεμονωμένα δια των Μελών της είτε συλλογικά δια των Εκπροσώπων της, να λαμβάνει θέση σε μείζονος Κοινωνικής Σημασίας θέματα και να συντελεί εποικοδομητικά στην διαμόρφωση τους παραλλήλως με την Νομική Θεωρία, που αναπτύσσεται από τους Καθηγητές της Νομικής, και την Νομολογία των Δικαστηρίων.

6. Κατά πρώτον, όταν μιλάμε για Αυτόφωρο Έγκλημα θεωρούμε το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή αυτό που έγινε πρόσφατα. Η εγκληματική Πράξη έγινε πρόσφατα ιδίως όταν αμέσως ύστερα από το έγκλημα, ο Δράστης καταδιώκεται από την Δημόσια Δύναμη ( Αστυνομία) ή από το ίδιο το θύμα του ( Παθόντα) ή με Δημόσια κραυγή του παθόντα ή όσων βρίσκονται γύρω του, όπως όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει επάνω του αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Ποτέ δεν συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της Πράξης.

7. Εκ δευτέρου, πολύ σημαντικό είναι για να απαντήσουμε στο ερώτημα που μας απασχολεί να δούμε αν το έγκλημα της μη καταβολής Χρεών προς το Δημόσιο είναι ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ ή ΔΙΑΡΚΕΣ.
Στιγμιαία
είναι τα εγκλήματα που τελούνται με ακαριαία ενέργεια του Δράστη και το αποτέλεσμά τους επέρχεται μόλις περατωθεί η ενέργεια του Δράστη. Αν λοιπόν γι αυτά τα εγκλήματα δεν συλληφθεί ο Δράστης μέχρι και ολόκληρη την επόμενη ημέρα από την ολοκλήρωση της εγκληματικής του Πράξης, τότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί εναντίον του η Αυτόφωρη διαδικασία.
Διαρκή είναι τα εγκλήματα που τελούνται εξακολουθητικά και αδιάκοπα για κάποιο μακρότερο χρονικό διάστημα μέχρι να ακολουθήσει η μεταγενέστερη Πράξη ή Παράληψη του Δράστη ή του Παθόντος ή του Τρίτου που θα τα σταματήσει. Σε αυτά τα Εγκλήματα το αυτόφωρο διαρκή όσο εξακολουθούν.

8. Με άλλα λόγια αυτός που χρωστά στο Ελληνικό Δημόσιο και δεν εξοφλεί ή δεν ρυθμίζει τα χρέη του συνεχίζει να διαπράττει ένα συνεχές έγκλημα ή το έγκλημά του είναι στιγμιαίο και τελειώνει από το χρονικό σημείο που ορίζει ο Νόμος ότι βεβαιώνεται το χρέος ;

9. Τα Αυτόφωρα Ποινικά Αδικήματα δικάζονται με συνοπτική διαδικασία, με αποτέλεσμα να προστατεύονται δευτερογενώς μόνο βασικά υπερασπίστηκα δικαιώματα του Κατηγορούμενου Πολίτη.

10. Αυτό που προέχει σε κάθε μορφή Ποινικής Δίωξης ανθρώπου που κατηγορείται ότι διέπραξε έγκλημα, είναι να του εξασφαλίζει το Κράτος το Δικαίωμά του προς παροχή Δικαστικής Προστασίας. Ιδιαίτερα δε ο Κατηγορούμενος σε Ποινική Δίκη ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, καθώς εναντίον του στρέφεται ολόκληρος ο κατασταλτικός μηχανισμός της Πολιτείας, έχει μεταξύ των υπολοίπων δικαιωμάτων του, το δικαίωμα της παροχής προς αυτόν επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Η Πολιτεία πρέπει να του διασφαλίζει και να του παρέχει τις αναγκαίες προς τούτο διευκολύνσεις στο πλαίσιο της Αρχής της Δίκαιης Δίκης. Τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται και δευτερογενώς μόνο προστατεύονται όταν ο Κατηγορούμενος Πολίτης οδηγείται σε Ποινική Δίκη με την Αυτόφωρη διαδικασία .

11. Ο Κανόνας που αποτελεί κατάκτηση του Νομικού μας Πολιτισμού, είναι αυτός που προκύπτει από την εφαρμογή των άρθρων 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματός μας και 6 παρ.1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εξασφαλίζουν στον κάθε Κατηγορούμενο την Δίκαιη Δίκη, την Προστασία όλων των Δικαιωμάτων του και φυσικά το δικαίωμά του να έχει επαρκή Χρόνο προς Υπεράσπισή του.

12. Συνεπώς όλοι οι περιορισμοί που επιβάλλει κατ΄εξαίρεση η Αυτόφωρη Διαδικασία στην παροχή διευκολύνσεων και επαρκούς χρόνου προετοιμασίας της υπεράσπισης του Κατηγορουμένου θα πρέπει να είναι ανεκτή με βάση την Αρχή της Αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματός μας. Δηλαδή οι περιορισμοί είναι ανεκτοί μόνο κατά το μέτρο που υφίσταται άμεση αποδεικτική ευχέρεια για την Ενοχή του Κατηγορουμένου ως προς την αξιόποινη Πράξη που του αποδίδεται και μόνο εφ όσον με την Αυτόφωρη Διαδικασία επιτυγχάνεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα η προστασία του Πληττόμενου Έννομου Αγαθού.

13. Η υπερβολική εκ μέρους του Νομοθέτη διεύρυνση του Αυτόφωρου εγκλήματος σε περιπτώσεις εγκλημάτων για τα οποία υπάρχει διάσταση απόψεων περί του κατά πόσον είναι στιγμιαία ή διαρκή αλλά και για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για την ενοχή του Κατηγορουμένου, ουσιαστικά φαλκιδεύει τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιον περιορισμό και συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματός μας (Δικαίωμα προς παροχή εννόμου Προστασίας , Αρχή Αναλογικότητας ) αλλά και του άρθρου 6 παρ. 1,3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( Αρχή Δίκαιης Δίκης).

14. Έρχομαι τώρα στο καίριο ερώτημα : Είναι Αυτόφωρο το έγκλημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 όπως η διάταξη αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 3 παρ. 1α του Ν. 3943/2011 ;;;

15. Το έγκλημα αυτό τυποποιείται ως εξής : «Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: (α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, (β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, (γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, (δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.
Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων.
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό». Με την ανωτέρω διάταξη τυποποιείται ως έγκλημα η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 1882/1990 για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ύπαρξη χρέους του φυσικού αυτουργού προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (β) βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ή τελωνείο και (γ) παρέλευση άπρακτου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος.
Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη αυτή είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη μορφή της αποφυγής της αύξησης του παθητικού της.

Ειδικότερα, η προσβολή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού επέρχεται με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, χωρίς να λάβει χώρα η καταβολή αυτού, οπότε και επέρχεται η αύξηση του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου κατά το ποσό της σχετικής οφειλής.

16.Επομένως, το έγκλημα που τυποποιείται από την παραπάνω διάταξη διαμορφώνεται ως στιγμιαίο, δεδομένου ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περάτωσής του σύμφωνα με την αντικειμενική του υπόσταση, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη βούληση του δράστη, καθώς το αξιόποινο αποτέλεσμα της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου επέρχεται κατά τη στιγμή της παρέλευσης άπρακτης της νόμιμης τετράμηνης προθεσμίας προς καταβολή, το γεγονός δε ότι η σχετική οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το μεταγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου διάστημα είναι ποινικά αδιάφορη, καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η προσβολή του ως άνω προστατευόμενου έννομου αγαθού.


17. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β` του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής».
Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω τυποποιούμενο έγκλημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ από τη νομοτυπική μορφή του, όπως τα στοιχεία αυτής αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα.

18. Μάλιστα, η διάταξη αυτή περικλείει σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, προς το οποίο συνδέεται η έναρξη του χρόνου της παραγραφής του, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανακόλουθο προς τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών.

19. Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η εν λόγω διάταξη αντίκειται στους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος (κανένα Έγκλημα καμία Ποινή χωρίς Νόμο), αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του υπό κρίση εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του.

20. Περαιτέρω, από την ιστορικοβουλητική και τη συστηματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης (θέσπιση αυτής μετά την υπογραφή την 03.05.2010 του «Μνημονίου Συνεννόησης» από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Κυβέρνησης και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενεργούσας για λογαριασμό των κρατών-μελών που μετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και ενόψει των αυξημένων εισπρακτικών αναγκών που αντιμετωπίζει έκτοτε η ελληνική κυβέρνηση και η ένταξη αυτής στο νόμο 3943/2011, με τον οποίο ρυθμίζονται αποκλειστικά φορολογικής φύσης ζητήματα, όπως επίσης και θέματα που άπτονται των ασφαλιστικών ταμείων) προκύπτει ότι η θέσπιση αυτής δεν είχε ως αντικείμενό της τη συμπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αλλά κατά κύριο λόγο αποσκοπούσε στην επέκταση της δυνατότητας σύλληψης των κατηγορούμενων για την παραπάνω πράξη προσώπων χωρίς σχετικό ένταλμα των αρμόδιων δικαστικών αρχών, όπως και στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατά την ειδική διαδικασία για τα αυτόφωρα πλημμελήματα.

21. Με την πρωτοβουλία του δηλαδή αυτή ο νομοθέτης επέκτεινε την έννοια του αυτοφώρου για το συγκεκριμένο αδίκημα, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, καθώς από τη μία καταλύεται πλέον το στοιχείο της εγγύτητας μεταξύ του χρονικού σημείου της τέλεσης της πράξης και του χρόνου εκδίκασης αυτής και από την άλλη δεν υφίσταται το στοιχείο της ευχερούς και ταχείας συλλογής του σχετικού αποδεικτικού υλικού.

22. Ενόψει των ανωτέρω δύναται με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης επιχειρεί να κάμψει την προστασία που παρέχεται στους πολίτες από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να ενισχύσει την εισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου, επισείοντας σε βάρος των οφειλετών του την απειλή της άμεσης σύλληψής τους και της υπαγωγής τους σε έκτακτου χαρακτήρα ποινική διαδικασία, στην οποία όπως προαναφέρθηκε πλήττονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος τον επιχειρούμενο περιορισμό στην προσωπική ασφάλεια και στην παροχή δικαστικής προστασίας, δύναται δε να εξυπηρετηθεί χωρίς την περιστολή των παραπάνω δικαιωμάτων με την λήψη των κατάλληλων διοικητικού χαρακτήρα μέτρων. Κατά συνέπεια ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω (υπό τα στοιχεία I και III).

23. Όλα όσα ανωτέρω αναφέρω στους αριθμούς από 15 έως και 22 αναπτύσσονται για πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά της Χώρας μας στο σκεπτικό της υπ΄ αριθμ. 196/2014 αποφάσεως του ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ.

24. Ευελπιστώ ότι το σκεπτικό και αποφασιστικό μέρος της Αποφάσεως αυτής θα υιοθετηθεί άμεσα από όλα τα Ποινικά Δικαστήρια Ουσίας της Χώρας, ώστε να πάψει να υφίσταται με την Αυτόφωρη Διαδικασία η σημερινή απόλυτη προσβολή των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας πλήθους Κατηγορουμένων Πολιτών που κυρίως λόγω της Οικονομικής Κρίσης και σπανίως από κραιπάλη και αλόγιστη σπατάλη έφτασαν να χρωστούν στο Ελληνικό Δημόσιο , ποσά που δεν έχουν καμία σχέση με τα όσα κατέκλεψαν πολιτικοί από τα Ταμεία του Κράτους ή διοχετεύθηκαν παρανόμως στο εξωτερικό από τους επώνυμους « Προστατευόμενους» της Λίστας Λαγκαρντ .

25. Επειδή δε έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά ότι : « δι΄εκάστην Ποινικήν Υπόθεσιν υπάρχει μόνον μία δικαία Απόφασις , πάσης ετέρας ούσης αδίκου ( κατά το μέτρον της απ΄ εκείνης αποκλίσεως ) και μόνον μία ορθή αγόρευσις του Εισαγγελέως, η την δικαίαν ταύτην απόφασιν προπαρασκευάζουσα και εις ταύτην αποσκοπούσα » , ΕΥΧΟΜΑΙ από τούδε και εις το εξής τα Δικαστήρια της Σπάρτης να ακολουθήσουν το Σκεπτικό της Ανωτέρω Ποινικής Αποφάσεως του Ποινικού Δικαστηρίου της Κατερίνης και να συντελέσουν στην διαμόρφωση μιας Νέας Νομολογίας των κατωτέρων Δικαστηρίων της ουσίας , επί του υπό κρίσιν θέματος, που πιστεύω ότι σύντομα θα γίνει κρατούσα Νομολογία από το Ανώτατο Ακυρωτικό της Χώρας (Άρειος Πάγος).

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr