Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Στυγερό το έγκλημα που έγινε στο Άστρος χρονιάρες μέρες, μέρες της Παναγιάς. Πατέρας σκότωσε με κυνηγετική καραμπίνα τον γιό του, τον μοναχογιό του. Το ομολόγησε. Και το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Τον περίμενε, ο πατέρας, με το όπλο στο χέρι και αφού τον χτύπησε από το μπαλκόνι, κατέβηκε στην αυλή και του έδωσε την χαριστική βολή. Τι να πεις; Τι να νοιώσεις; Πώς να το διαχειριστεί το θέμα το μυαλό, η ψυχή;

Στα ψιλά των εφημερίδων αλλά και των καναλιών πέρασε το ότι εκτός από τον «μοναχογιό», ο τραγικός πατέρας είχε και τέσσερεις κόρες. Τέσσερες κοπέλες παντρεμένες με παιδιά. Και ο πατέρας να παλεύει με τους δαίμονες που ξεπρόβαλαν από του γιού τη συμπεριφορά. Ποιος είναι ο θύτης, ποιο το θύμα, θα τα αποφασίσει η Δικαιοσύνη με την συνεισφορά των Νόμων. Τα βαθειά όμως αίτια τα είχε αποφασίσει η ζωή ερήμην των τραγικών ηρώων.
Τι ειδεχθές έγκλημα του Άστρους και τα ηχηρά παρεπόμενα του με γύρισαν στο παρελθόν. Στη μνήμη μου ζωντάνεψε μια ιστορία, χωρίς αίμα ευτυχώς αλλά με πάρα πολλές κοινές συνιστώσες. Δεν θα σχολιάσω, δεν θα αρθρώσω κουβέντα. Θα την παραθέσω αυτούσια και τα συμπεράσματα δικά σας.

Τη δεκαετία του 80, συνάντησα στη Σπάρτη έναν καλοκάγαθο Μανιάτη ιερέα. Ήταν εφημέριος σε ένα χωριουδάκι στη Μέσα Μάνη, εκεί κάπου κοντά στην Αρεόπολη. Ηλιοκαμένος αεικίνητος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, ήταν ο άνθρωπος που συμπαθούσες με την πρώτη φορά. Δεν σου χρειαζότανε παραπάνω. Είχε όμως ένα σοβαρό, όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος, πρόβλημα και όπου στεκότανε και όπου καθότανε έλεγε τον αγιάτρευτο καημό του. Δεν του είχε δώσει ο θεός ένα παιδί που τόσο πολύ λαχταρούσε η ψυχή του.

Άκουσα το παράπονο του με συμπάθεια και φυσικά δεν συνέχισα την κουβέντα για να μην κάνω τα πράγματα χειρότερα. Κούνησα του κεφάλι με κατανόηση και άλλαξα θέμα. Τι να πεις σε έναν άνθρωπο με τόσο σοβαρό πρόβλημα;

Λίγους μήνες αργότερα, στην Αρεόπολη και όταν η κουβέντα ήρθε στον «άκλερο» ιερέα, βγήκα από τα ρούχα μου σαν έμαθα το τι συνέβαινε πραγματικά. Ο καλοκάγαθος λειτουργός του Υψίστου, περιέφερε τον καημό και την έλλειψη του μια και που παιδιά θεωρούσε μονάχα τα αρσενικά. Ο αφιλότιμος είχε αποκτήσει ήδη τρείς κόρες. Αλλά δεν μετρούσαν για παιδιά. Στο αρσενικό θα έστηνε όρθιο το κεραμίδι όπως έλεγε και όπως συμβαίνει στη Μάνη. Μπορεί να γέλασα όμως κατά βάθος νεύριασα με τούτη την άδικη νοοτροπία.

Λίγο καιρό αργότερα ο θεός τον ευλόγησε και η πρεσβυτέρα έφερε στον κόσμο το περιπόθητο «παιδί». Το νέο διαδόθηκε σαν την αστραπή. Το έμαθαν και οι πέτρες. Και είναι αμέτρητες αναθεμάτες στην Μάνη. Ο ιερέας μας, άλλαξε με μιας. Έγινε άλλος άνθρωπος. Ο καημός του έγινε χαρά, έγινε καμάρι, έγινε ο λόγος να το διαλαλεί όπου βρεθεί και όπου σταθεί, σε γνωστούς και ξένους.

Τα χρόνια πέρασαν σαν το νερό που κυλάει στο ρυάκι. Το «παιδί» μεγάλωνε έχοντας όλους χαλί να τους `πατήσει και αυτό έκανε με την πρέπουσα επιτυχία. Τον καλοκάγαθο ιερέα δεν τον είχα συναντήσει για χρόνια, αλλά τα νέα μαθαίνονταν. Μικρός ο κόσμος και τα βουνά της Μάνης με καλό αντίλαλο. Το «παιδί», πανάξιος μαθητής του κακομαθήματος από τον ιερέα και τους οικείους, είχε …διαμορφωθεί σε πραγματικό τύραννο. Οι απαιτήσεις του παράλογες αλλά πάντα …πραγματοποιήσιμες από τον πατέρα-ιερέα και τους λοιπούς …υπόχρεους. Και ευχαριστημένο να μην είναι ποτέ. Και όλο να ζητάει και άλλα και άλλα και άλλα. Πριν καλά-καλά πατήσει τα 18 είχε διαλύσει 2-3 αυτοκίνητα. Σχολειό και εργασία άγνωστες λέξεις και το χαμόγελο του ιερέα πλέον εξαφανισμένο.
Και ήρθε η στιγμή που ξανασυνάντησα τον περί ου ο λόγος Μανιάτη ιερέα. Ήταν πρόωρα γερασμένος και με το χαμόγελο, που κάποτε ήταν μόνιμο στο πρόσωπό του, εξαφανισμένο.

-Παππούλη τι κάνουν οι τσούπες σου; Τις πάντρεψες, τον ρώτησα, εσκεμμένα και μη θέλοντας να αρχίσω από τον πασίγνωστο καημό του.

-Όλες είναι στα σπίτια τους, κορώνι μου, μου είπε. Έχουν πάρει καλά παιδιά. Έχω και … εγγόνια. Νάναι καλά και με φροντίζουν και μένα και την παπαδιά.

-Και ο γιός σου, ρώτησα …συγκρατημένα. Τι κάνει, ο γιός σου;

Ο ιερέας συννέφιασε, με κοίταξε φευγαλέα στα μάτια και ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στη γη. Ο πόνος του ολοφάνερος να ξεχειλίζει την ύπαρξη του. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή που άνοιξα ετούτη την κουβέντα. Τον λυπήθηκα. Θα ήθελα να φύγω και να εξαφανιστώ.

Και τότε έγινε αυτό που χαράχτηκε βαθειά μέσα μου, το κουβαλάω και δεν πρόκειται να το ξεχάσω όσο ζω. Ο καλοκάγαθος Μανιάτης ιερέας σήκωσε το βλέμμα του το κάρφωσε πάνω στο αμήχανο δικό μου και είπε με φωνή σταθερή που κουβάλαγε όμως τον μεγαλύτερο πόνο.

-ΠΟΤΙΤΣΑ, ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟΔΙΝΕ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ Ο ΘΕΟΣ ΚΟΡΙΤΣΙ!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr