Γράφει η Ειρήνη Κοκκορού


«...Σαν έπεσε η νύχτα κι ήρθε το θεριό κι άνοιξε την πόρτα μ’ ένα χτύπημα του ώμου και πήγε να ορμήσει στη γυναίκα του, εκείνη του είπε:

-Καλώς όρισες Δασοπετρωμένε!
Κι αυτός πέτρωσε, έχοντας πίσω του ακόμα ορθάνοιχτη την πόρτα, μετέωρος ανάμεσα στο σκοτεινό το δάσος και το σπιτικό του. Και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και μέρεψε το βλέμμα του κι ένα ένα έπεσαν τ΄ αγκάθια απ΄ τα μαλλιά του και τα γένια του και την καρδιά του – και δεν ήτανε πια θεριό, ήτανε άντρας! Και χαμογέλασε για πρώτη του φορά. Και το χαμόγελο του έλαμψε σαν ήλιος και ζέστανε την καλύβα και φώτισε την κάθε σκοτεινή γωνιά – και σωθήκανε όλοι».


Κι έτσι τελειώνει την αφήγηση της η Λίλη Λαμπρέλη, η παραμυθού !
Η αφήγηση αφορά σε ένα Αϊτινό παραμύθι που ακούει στο όνομα : «Το όνομα»!
Συμπεριλαμβάνεται στη νέα συλλογή παραμυθιών της Λίλη Λαμπρέλη με τον τίτλο «Η γυναίκα με τα χέρια από φως» ( Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση) , από τη σειρά «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια...» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το παραμύθι αυτό μιλά για έναν άνδρα που γυρνά στο σπίτι του κάθε βράδυ , μανιασμένος. Απευθύνεται στη γυναίκα του με μια και μόνη ερώτηση: « - Πες μου, ποιο είναι τ΄ όνομα μου;». Αυτή σωπαίνει. Αγριεύει ο άντρας .Στοιχειώνει το σπίτι του. Οι γιοι του αποφασίζουν να μάθουν το όνομα. Φεύγουν ξωπίσω του, να τον παραφυλάξουν, να τον ανακαλύψουν, να μάθουν, και να τον ονοματίσουν στη γυναίκα του και μάνα τους. Μα πάντα στο δίστρατο της επιστροφής δοκιμάζονται τα όπλα του καθενός. Η γλώσσα, το μυαλό, η καρδιά! Ο πατέρας κρύβεται στη σκιά τους , γίνεται πέτρα, πουλί, ζητιάνα. Ζυγιάζει το όνομα με το φόβο, με τον πλούτο, με την αγάπη. Το όνομα κυλά και χάνεται. Όχι όμως και από τον τρίτο και μικρότερο γιο.
«Τότε ο τρίτος γιος άρπαξε τ΄ όνομα στον αέρα και το ΄κρυψε στην καρδιά του... δεν είχε χώρο στην καρδιά του παρά μονάχα για το όνομα. Όρμησε στο μονοπάτι , έφτασε στο σπίτι, άνοιξε την πόρτα, φώναξε στη μάνα του τ΄ όνομα κι αυτή τ΄ άρπαξε στον αέρα και το ΄χωσε μες στην καρδιά της...» 1.

«.. και σωθήκανε όλοι».

Η κατακλείδα του παραμυθιού θέτει το ζήτημα ζωής και θανάτου που γέννησε τα μαγικά παραμύθια, τον παλιό εκείνο τον καιρό.
Τότε που δεν τα είχε αποκαλύψει όλα η επιστήμη , μα οι άνθρωποι άγγιζαν τη γνώση μέσα από τη διαίσθηση και την παρατήρηση. Την ανέσυραν από τα κατάβαθα του είναι τους ,ως πολύτιμο θησαυρό , χωρίς να την απογυμνώνουν. Την έθεταν με ένα παραμύθι στο κέντρο του κύκλου τους ,εκεί που έκαιγε η μεγάλη φωτιά που ζέσταινε και ζωοποιούσε όλα τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης. Εκεί έβρισκαν λόγια να αφηγηθούν το ανείπωτο. Και όσοι ήταν «παρόντες» γύρω από τη φωτιά το ακούγαν και το βλέπαν. Το «Άκου να δεις !» του παραμυθά , τους έδινε το μίτο να μπουν με ασφάλεια στο λαβύρινθο της ύπαρξης, να αντικρίσουν το θεριό που κατοικούσε μέσα τους , να το εξανθρωπίσουν.
Τα μαγικά παραμύθια όπου γης, μας βοηθούν να κατανοήσουμε το ποιοι είμαστε, ποια είναι η θέση μας στον κόσμο. «Μια φορά κι έναν καιρό...» συρθήκαμε γύρω από μια φωτιά ως ζώα - ανήμερα θεριά ,χωρίς ακόμη να αναγνωρίζουμε το γένος μας – το όνομα μας. Και εκεί η φωνή του οικουμενικού παραμυθά που κατοικεί μέσα μας, μας ονομάτισε. Μέσα από πλήθος ιστοριών φώτισε τα μονοπάτια του εξανθρωπισμού μας. «Το να ρωτά κανείς ποια είναι η αρχή των παραμυθιών (κι αυτό ισχύει και για τον πιο ειδικό) είναι σα να ρωτά ποια είναι η απαρχή της γλώσσας και του νου»2. Ο παραμυθιακός λόγος θα μπορούσε μια μακρινή εποχή ,να βοήθησε στον απογαλακτισμό μας από το ζωικό βασίλειο. Ως αφήγηση , ως προφορικός λόγος που ονοματίζει και δίνει νόημα . Μας σήκωσε στα πόδια μας , ξεχωρίζοντας μας από την αγέλη. Μέσα από το δρόμο του συμβολικού , αναγνωρίσαμε κάθε ένας το όνομα του. Ξέχωρο και μοναδικό. Αφηγηθήκαμε την βιωματική ιστορία μας, το έπος μας. Ανήκουμε σε μια σειρά , έχουμε μια ταυτότητα, ένα γένος.. Έτσι μπορέσαμε να βγούμε από τις σκιές στο φως μας, και να βρούμε μια θέση γύρω από τη φωτιά. Όχι μια οποιαδήποτε τυχαία θέση. Τη δική μας θέση στο όλον. Να ξεχωρίσουμε ως μοναδικοί και διαφορετικοί . Να πάρουμε την ευθύνη των επιλογών μας , να μην αρνηθούμε την ελευθερία της αυτενέργειας μας. Δεν είναι εύκολο. Ποτέ δεν ήταν. Ούτε τότε στις απαρχές της ανθρώπινης υπόστασης μας, ούτε τώρα. Τα παραμύθια πάντα μας λένε την αλήθεια. Χρειάζεται να λιώσει κανείς εφτά ζευγάρια σιδερένια παπούτσια , να περάσει «όλα τα μυστικά μονοπάτια που υπάρχουνε στις ερημιές και στα βουνά και στις θάλασσες και στις κοιλάδες...» 3 .

Η ονοματοδοσία υπήρξε πάντα η αποστολή του παραμυθιού. Ο εξανθρωπισμός που αυτή φέρει. Ο συμβολισμός που
«...σαν μια μάννα γέννησε τα πάντα»4.

«Τα δένδρα όμως, δεν είναι ακόμη «δένδρα», αν κάποιος δεν τα δει και δεν τα ονοματίσει και όνομα δεν είχανε ποτέ, ώσπου να ΄ρθουν εκείνοι που την περίπλοκη αναπέτασαν του λόγου αναπνοή, απόηχον αμυδρό του κόσμου και θολή του εικόνα που όμως δεν είναι καταγραφή ούτε φωτογραφία, μα είναι μαντεία, κρίση κι ακόμα γέλιο, απάντηση σ΄ όσα ένιωθαν μέσα τους να σκιρτούν, κινήσεις σαν βαθύ άγγελμα, που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή και με τον θάνατο δέντρων και ζώων κι άστρων: ελεύθεροι κρατούμενοι που πριόνιζαν τα κάγκελα της σκιάς, που έσκαβαν κι έβγαζαν στο φως ό, τι ήταν ήδη γνώριμο απ΄ την πείρα και ξεχώριζαν του πνεύματος τη φλέβα από τη λογική.{..} Δεν υπάρχει θόλος τ΄ ουρανού, μόνο κενό, αν δεν φτιάξουμε εμείς σκεπή πετραδοπλούμιστη, μυθοπλασμένη , σχεδιασμένη απ΄ τα ξωτικά μα ούτε και γη υπάρχει αν δεν τη δούμε σαν μια μάννα που γέννησε τα πάντα»5.

Η αναγνώριση μας !Η ίδια ιστορία ειπωμένη ξανά και ξανά σε χίλιες δυο διαφορετικές αφηγήσεις ,σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης . Η συμφιλίωση με το φως και τη σκιά μας. Δεν είναι ίσως τυχαία η εστία της φωτιάς στο μέσο της ομήγυρης που ακούει στο τριζοβόλημα και βλέπει στις φωτοσκιάσεις, ολοζώντανα μπροστά στα μάτια της καρδιάς να ξεπετιούνται τα αφηγούμενα. Σπαράγματα της ύπαρξης που ενώνονται με την αφήγηση σε μια ενιαία εικόνα. Η εικόνα μας που βλέπουμε στον καθρέφτη και την αναγνωρίζουμε ως εγώ. Η κάθε αφήγηση, ένας μοναδικός καθρέφτης για τον κάθε μοναδικό άνθρωπο. Τον κάθε αφηγητή! Τον κάθε ακροατή! Πόσο εύστοχα περιγράφεται αυτός ο αγώνας της ολοκλήρωσης της εικόνας κάθε ανθρώπου , της ταυτότητας του μέσα από την φαντασίωση του για το ποιος στα αλήθεια είναι και τι γυρεύουν οι άλλοι από αυτόν, μέσα από την αφήγηση του παραμυθιού «Η γυναίκα του Σοολυνλάν»:

«Είδα και ξέρω. Θα σου πω...Η γυναίκα σου ήτανε δώρο τ΄ ουρανού, Σοολυνλάν. Ξαναγύρισε στον ουρανό, διάσπαρτη σε χίλια κομμάτια αστέρια. Τώρα άμα τη θέλεις, δεν αρκεί να τη φωνάζεις. Άμα τη θέλεις, πρέπει να πας εκεί που βρίσκεται και να την κατακτήσεις{..}.Ο Σοολυνλάν{...}με το τσεκούρι του έκοψε σημύδες. Είπε μια προσευχή. Ύστερα σκάλισε τα ξύλα , τ΄ αρμολόγησε και μαστόρεψε μια βάρκα που πετούσε. Και μπήκε μες στη βάρκα του μ ΄ένα τρανό καμάκι και πέταξε ψηλά στ΄ αστέρια...Σαν έφτασε στη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο, έριξε το καμάκι του – τρεις και τρεις φορές. Κι έφερε μες στη βάρκα που πετούσε, τα χέρια, τα πόδια, το στήθος της γυναίκας του, τα σπλάχνα της, τους πνεύμονες . Έφερε την καρδιά της. Κι ύστερα πέταξε ως τον Αποσπερίτη. Και μ΄ ένα καίριο χτύπημα, έφερε την κεφαλή της – τα χείλια της, τα μάτια , τα μαλλιά της...Και να΄ την , η γυναίκα του Σοολυνλάν! Ολοζώντανη, όμορφη σαν το σέλας, μέσα στη βάρκα που πετούσε. Και λένε, πως εκείνη τη νύχτα είχε μεγάλο άνεμο στ΄ αστέρια. Κι η γυναίκα του Σοολυνλάν, του φώναξε μες στον άνεμο:
-Αν δε μ΄ αγαπάς, άσε με εδώ πάνω που είμαι!
Κι ο Σοολυνλάν της αποκρίθηκε, μες στον άνεμο:
- Σ΄αγαπάω! Αν μπορείς να με δεχτείς, σε παίρνω εκεί που ανήκεις, γυναίκα: στο σπίτι σου, στο σπίτι μου, στο σπιτικό μας».

Στο δρόμο των μαγικών παραμυθιών ο ήρωας δεν κρίνεται, δεν συγκρίνεται. Είναι αξία αυταπόδεικτη. Το φως που διαλύει το σκοτάδι στο δρόμο του ,γεννιέται στη σχέση του με τον εαυτό του κι επομένως στην δύναμη του να σχετίζεται με τους άλλους ,αναγνωρίζοντας τους ως ισότιμους, άξιους της αγάπης. Στο παραμύθι «Η γυναίκα με τα χέρια από φως» διαφαίνεται αυτή η πανανθρώπινη αλήθεια. Ελληνόφωνο παραμύθι από τον Καύκασο ,όπου η γυναίκα που ακούει στο όνομα Ανταγιά - Φωτεινή στη γλώσσα μας - βγαίνει στο πιο ψηλό παράθυρο του σπιτιού και απλώνει τα χέρια της μπροστά .Στο δρόμο του φωτός των χεριών της περπατά ο σύντροφος της .Ένα φωτισμένο πέρασμα που τον οδηγεί από τον εαυτό του σε αυτήν, την μεγάλη αγαπημένη, ξεφεύγοντας από τους εχθρούς του που τους ρουφά όλους πίσω του το σκοτάδι. Μα μια μέρα σαν τον ρωτάνε «...πως τα καταφέρνει να περνά νύχτα το στενό πέρασμα με πλήθος εχθρούς ξωπίσω του και να φτάνει στο σπίτι του σώος κι αλώβητος κάθε φορά;» 6 αυτός ξιπάζεται και αρνιέται το φωτεινό πέρασμα της σχέσης. Περηφανεύεται για τα αετίσια μάτια του, τη τέχνη του στην τοξοβολία, τη γνώση των περασμάτων, την αντρειοσύνη του. «Την άλλη φορά που θα πας να πολεμήσεις, γύρνα πίσω , αν είσαι άξιος ,με όποιο τρόπο μπορείς» 7 ανταπαντά η γυναίκα.

«Σηκώθηκε κι αυτός με τόση βία που έριξε κάτω το τραπέζι , σπάζοντας και σκορπώντας, χύνοντας ό, τι ήταν πάνω του στρωμένο.
- - Τώρα θα δεις ποιος είμαι, είπε.
Κι ευθύς ανέβηκε στ΄άλογο του και κάπλασε σαν άνεμος. Φύγαν οι καλεσμένοι σιωπηλοί. Έφυγε σιγά σιγά κι η μέρα κι άρχισε να πέφτει το σκοτάδι».
Στο γυρισμό του ,η γυναίκα δέσμια του θυμού της, κράτησε τα χέρια της από φως κλειστά . Τον καβαλάρη δέσμιο της αλαζονείας του, τον ρούφηξε το σκοτάδι. Η γυναίκα σπάραξε και λούστηκε στο πένθος.. «...γύρισε σπίτι της και νίφτηκε , κι ήπιε νερό κι έφαγε ψωμί και σκεφτόταν τη ζωή της σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Στο πλήρωμα της τελευταίας νύχτας, βγήκε στο πιο ψηλό παράθυρο κι άπλωσε ίσια μπροστά τα φωτεινά της χέρια. Κι είδε στην άλλη άκρη της χαράδρας έναν άντρα που αγρυπνούσε ν΄ ανεβαίνει στο άλογό του και, λουσμένος στο δικό της φως, κρατώντας τα γκέμια του αλόγου με χέρι σταθερό, να έρχεται πιο κοντά, όλο και πιο κοντά, πάνω από τον γκρεμό, πάνω απ΄ τον χείμαρρο, πάνω απ΄ τον θάνατο. Απ΄ τη μεριά που ήταν το φως» 8.

Μέσα σε αυτό το φως της αναγνώρισης μας από τον άλλο, τον αγαπημένο, δεν ανθίζουμε όλοι; Και τι αξία έχει μια πορεία αυτογνωσίας , μια πορεία ενηλικίωσης, αν όχι για να μπορέσουμε να είμαστε ικανοί να συνδεθούμε με τους ανθρώπους γύρω μας; Και μέσα στο φως των αγαπητικών σχέσεων μας να ζήσουμε εν ειρήνη με τον εαυτό μας και τον κόσμο!

Το παραμύθι αιώνες τώρα ως «Το χρυσοκόκκινο φίδι» 9 επιμένει να τραγουδά αυτή την πορεία του ανθρώπου προς την ημέρωμα του, τον εξανθρωπισμό του, την ολοκλήρωση του μέσω της συμφιλίωσης με την ταυτότητα του και την συνύπαρξης με τον άλλο. Ο ξυλοκόπος του παραμυθιού σήκωσε του τσεκούρι του και γκαπ, χώρισε το φίδι στα δυο ,αλλού το σώμα αλλού το κεφάλι του.

«Κι από το κεφάλι του φιδιού πρόβαλε ένα κορίτσι που το ΄πανε Φιδοκέφαλη, κι από το σώμα του πρόβαλε ένα αγόρι που το ΄πανε Φιδόκορμο. Από τη μια τράβηξε το κορίτσι κι από την άλλη το αγόρι. Το κορίτσι έτρεξε να προλάβει τον ξυλοκόπο . Τον άρπαξε απ΄ το μανίκι, εκείνος γύρισε και την κοίταξε, είδε πως ήταν όμορφη και την πήρε μαζί του να την κάνει γυναίκα του. Το αγόρι πορεύτηκε μονάχο. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό ζητιανεύοντας το ψωμί και την αγάπη, κι απ΄ όπου κι αν περνούσε ρωτούσε:
- Ψάχνω ένα κορίτσι , όμορφο σαν τον ήλιο. Έχει σώμα φιδίσιο και μάτια ζαρκαδιού. Μην την είδατε;» 10

Θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τη Φιδόκορμη και τον Φιδοκέφαλο ως τον λόγο τον Προφορικό που χωρίστηκε στα δυο από το λόγο της επιστήμης - τον ξυλοκόπο του παραμυθιού .Η Φιδόκορμη, παντρεύεται με το Λόγο του Κυρίου- το Λόγο της επιστήμης . Κάνει παιδιά μαζί του κι εγγόνια . Γίνεται καταγραφή και τεκμηρίωση του προφορικού λόγου - ανάγνωσμα. Ο Φιδόκορμος ως άκουσμα, ως αφήγηση που αντιστέκεται στο γραπτό λόγο, γυρνά πολιτείες και χωριά και ρωτά μην είδε κανείς την πιο όμορφη του κόσμου. Ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο για να πορευτούν. Η βιωμένη αλήθεια μας αποκομμένη από την αφήγηση της, μένει ένα σώμα χωρίς φωνή, παρά τις θεωρητικές προσεγγίσεις που επιχειρούνται από τις ανθρωπιστικές επιστήμες με στόχο την ανάλυση και την εξήγηση της. Και είναι ανάγκη- ιδιαίτερα στην εποχή του ορθολογισμού που ζούμε - να ακουμπήσουμε στη σοφία της προφορικότητας εκείνων των παμπάλαιων λαϊκών παραμυθιών .Να επαναφέρουμε εκείνο το « Άκου να δεις !» στις σχέσεις μας στον αντίποδα του «Άκου να σου πω!» με την οποία γαλουχηθήκαμε.
Είναι ανάγκη να ακουμπήσουμε στην προσωπική βιωματική μας ιστορία ο καθένας για να ευτυχήσουμε και όχι μόνο στο βιογραφικό μας που καταγράφεται κι αποτιμάται. Να εμπιστευτούμε τη βιωματική σχέση με τη γνώση. Είναι ανάγκη να έχουμε το θάρρος να αφηγούμαστε την αλήθεια μας και να αντέχουμε να ακούμε την αλήθεια των άλλων για να ανακτήσουμε την πολυπόθητη σύνδεση και μέσα από αυτήν την ολοκλήρωση μας.

« Ο Φιδόκορμος τραγούδησε ολόκληρη τη νύχτα. Λίγο προτού να ξημερώσει, έξαφνα σταμάτησε κόβοντας έναν στίχο στα δυο. Όλοι στο χωριό αφουγκραστήκανε τη σιωπή. Τότε, η Φιδοκέφαλη , με μιαν απόκοσμη φωνή, έπιασε απ΄ τον κομμένο στίχο το χαμένο τραγούδι και σαν υπνωτισμένη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και βγήκε έξω. Τα παιδιά και τα εγγόνια της της φώναξαν:
- Μάνα, γιαγιά, που πας; Τι είναι τούτο το τραγούδι; Μάνα!
Εκείνη , τραγουδώντας περπάτησε αργά ως το μεγάλο πλάτανο. Σαν έφτασε εκεί , ο Φιδόκορμος σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι. Εκείνη το πήρε και βάδισαν μαζί{..} μπήκανε στο δάσος ξάπλωσαν στο χώμα κι αγκαλιάστηκαν, κι ευθύς έγιναν πάλι ένα φίδι χρυσοκόκκινο που τραγουδούσε. Και λένε ακόμα σε κείνο το χωριό, πως, {..} [κανένας δεν μπορεί να χωρίσει για πάντα δυο πλάσματα που γεννήθηκαν] {...} [για να] πορεύονται μαζί στο δάσος του κόσμου, να τραγουδάνε μ΄ ένα στόμα, το τραγούδι της γης, και ν΄ αφουγκράζονται με το δέρμα τα τα μυστικά των χορταριών» 11.

---------
1Λ. Λαμπρέλη , Η γυναίκα με χέρια από φως, Πατάκη, σελ.45 , 46.
2 Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Το Φύλλο και το Δέντρο, Αίολος, σελ.34
3Λ. Λαμπρέλη , Η γυναίκα με χέρια από φως, Πατάκη, σελ.41
4Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Το Φύλλο και το Δέντρο, Αίολος, σελ.107.
5Το ίδιο, σελ.106, 107.
6Λ.Λαμπρέλη, Η γυναίκα με τα χέρια από φως, Πατάκη, σελ. 56.
7 Το ίδιο, σελ.59.
8 Το ίδιο, σελ.64.
9 Το ίδιο, σελ.35 – 38.
10 Το ίδιο, σελ.36.
11 Το ίδιο, σελ.37,38.