Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Διαβάζω στο <σατυρικό> ΚΟΥΛΟΥΡΙ.
«Στην απόφαση να εντάξει με κάθε επισημότητα το «ξεμάτιασμα» στις ειδικότητες που θα προσφέρονται από τα δημόσια νοσοκομεία προχώρησε το Υπουργείο Υγείας, όπως ανακοίνωσε σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο Υπουργός, Μάκης Βορίδης.»

Και αναρωτιόμουν τι μας έλειπε για να είναι σωστή και αποτελεσματική η φροντίδα που μας προσφέρουν τα Νοσοκομεία και κυρίως τα Δημόσια. Αυτό ήταν. Δεν είχαν συμπεριλάβει το ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ.
Σύμφωνα με την παραπάνω ανάρτηση, ο εμπνευσμένος Υπουργός μας που να του κόβει ο θεός μέρες και να μας δίνει χρόνια (ή κάπως έτσι), το φρόντισε και …υποκλινόμαστε!

Κάποιοι ίσως δυσανασχετήσουν και νομίσουν πως ειρωνεύομαι και υποτιμώ τον πατροπαράδοτο τρόπο ανακούφισης των ανθρώπων. Ίσα ίσα που κάποτε ….

Αλλά αφήστε να σας διηγηθώ την ιστορία μου με τον τρόπο που την έζησα.

Δεκαετία του εξήντα. Καλοκαίρι. Το επόμενο Φθινόπωρο με περίμενε η πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου.
Ο πατέρας μου, για επαγγελματικούς λόγους βρισκότανε συχνά στην Αθήνα. Και πάντα πήγαινε στο περίφημο Πολυκατάστημα της εποχής (ίσως και το μοναδικό) στο ΜΙΝΙΟΝ εκεί στην αρχή της Πατησίων. Εκεί εργαζότανε η αγαπημένη του βαφτισιμιά η Γιώτα. Μαζί με την Γιώτα λοιπόν διάλεγαν κάθε φορά και κάποιο δώρο για μένα.
Εκείνο το καλοκαίρι, διάλεξαν ένα μπλε σκούρο, λινό, αμάνικο φουστάνι, με μια μεγάλη κατακόκκινη κουφόπιετα στην μέση μπροστά, δύο λουρίδες που έδεναν πίσω σε ένα μεγάλο φιόγκο και δαντελένιο γιακά γύρω από τη λαιμόκοψη. Μοντελάκι της εποχής. Ποτέ δεν το ξέχασα αυτό το φουστάνι και είχα τους λόγους μου.

Την Κυριακή το απόγευμα, βάσει προγράμματος, πήγαμε με τους γονείς μου στην πλατεία. Και φυσικά εγώ φορούσα το καινούργιο μου φουστάνι που είχα φορέσει και το πρωί στην εκκλησία. Παραδοσιακά καθίσαμε στου Διαμαντάκου το περίφημο Ζαχαροπλαστείο, για το γαλακτομπούρεκο των γονιών μου και τη δική μου πάστα-σεράνο. Μετά πήγαμε στον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος ήταν η μεγάλη κοινή αγάπη μας και δεν χάναμε, πακέτο και οι τρείς, κανένα έργο.

Στον δρόμο του γυρισμού άρχισα να μην νοιώθω καλά. Είχαν κοπεί τα πόδια μου και σερνόμουνα. Σαν φτάσαμε στο σπίτι και μου έβαλε η μάνα μου θερμόμετρο, είχα 39 πυρετό.
Μου έδωσε αντιπυρετικό αλλά ο πυρετός ήταν επίμονος. Δεν ήθελε να υποχωρήσει. Επιστρατεύτηκαν χαμομήλια, τσάγια και άλλα συναφή χωρίς κανένα σημαντικό αποτέλεσμα. Η νύχτα ήταν δύσκολη και για μένα αλλά και για τη μάνα και τη γιαγιά που έμενε μαζί μας. Και ο πυρετός, απτόητος.
Το πρωί, μια και δεν υπήρξε βελτίωση καλέσανε τον οικογενειακό γιατρό. Ο παιδίατρος εκείνα τα χρόνια ήταν …άγνωστο φρούτο.

Κρυωμένο είναι το παιδί, ήταν η διάγνωση. Αντιπυρετικό και κομπρέσες η αγωγή. Μια αγωγή που δεν έφερνε γρήγορα αποτελέσματα και βύθιζε στην στενοχώρια την οικογένεια.
Όσο προχωρούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται και οι γειτόνισσες για να συμπαρασταθούν. Και μετά το τρατάρισμα και τον καφέ, προχωρούσαν και στην προσωπική τους διάγνωση πάνω στην αρρώστια. Και φυσικά η κάθε διάγνωση συνοδευόταν και από την σχετική αγωγή.

Κοντά στο μεσημέρι, εμφανίστηκε και η γειτόνισσα η κυρά-Γιώργαινα. Με το που με είδε και ενημερώθηκε σχετικά , έβγαλε την …προσωπική της διάγνωση.
-Καλά δεν το βλέπετε. Ματιασμένο είναι το τσουπάκι. Φτύστε το όλοι.
Μια ομοβροντία από ..<φτού σου να μη βασκαθείς> και στόχο εμένα γέμισε το δωμάτιο. Έφτυναν όλοι και σταματημό εν είχαν.
Η γιαγιά μου μέσα στην αναμπουμπούλα, απεφάνθη πως με ματιάσανε γιατί φορούσα το ομορφότερο φουστάνι. Είχε όμως και μια αμφιβολία. Δεν μπορούσε να εντοπίσει αν με μάτιασαν το πρωί στην εκκλησία ή το απόγευμα στην πλατεία. Και ποτέ δεν πήρε απάντηση.

Όταν το φτύσιμο πήρε τέλος, η κυρά-Γιώργαινα γύρισε στη μάνα μου και κανόνισε την …αγωγή.
-Σύρε να φωνάξουν την Νικητοπουλίνα να το ξεματιάσει το τσουπί! Άντε βιάσου. Θα σκάσει από τον πυρετό.
Έναν πυρετό που δεν έλεγε να υποχωρήσει. Τα είχε στυλώσει σαν μουλάρι Κυπραίικο.
Η Νικητοπουλίνα, η υφάντρα της γειτονιάς ήρθε αμέσως. Άφησε τον αργαλειό και έτρεξε στο καθήκον.
Η μάνα μου μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας περήφανα ένα δίσκο με τα εργαλεία του ξεματιάσματος. Το καντήλι, ένα ποτήρι με νερό, και ένα εικόνισμα.

Βγήκαν όλες έξω από το δωμάτιο και άρχισε το διάβασμα. Οι σταγόνες του λαδιού από το καντήλι εξαφανίστηκαν μέσα στο νερό του ποτηριού. Βγήκε έξω από το δωμάτιο. Οι γειτόνισσες , με ένα σύντομο ιατρικό ανακοινωθέν, ενημερώθηκαν πως ήμουν πολύ-πολύ ματιασμένη.

Ξαναμπήκε στο δωμάτιο, ξαναβγήκε και στο τρίτο διάβασμα το λάδι στάθηκε στο νερό του ποτηριού. Αυτό ήταν. Το κακό το μάτι είχε πάει στα όρη στα άγρια βουνά. Και ως δια μαγείας είχε πάρει μαζί του και τον καταραμένο τον πυρετό. Άνοιξα τα μάτια μου, σηκώθηκα στο κρεβάτι και ζήτησα φαγητό. Και όλα αυτά σε χρόνο μηδέν.

Το τρίτο και τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν έκανε τις γειτόνισσες που είχαν γεμίσει το σπίτι από άκρη σε άκρη, να ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα.

Το σκούρο μπλε λινό φουστάνι, δεν το ξαναείδα στη ζωή μου. Και φυσικά δεν το ξαναφόρεσα ποτέ. Εξαφανίστηκε. Το τιμώρησε η μάνα μου. Είχε το φουκαριάρικο χρεωθεί το …μάτιασμα μου.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr