Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Πέρασαν 20 χρόνια από εκείνη την αποφράδα ημέρα που αναχώρησες για την γειτονιά των αγγέλων, χωρίς να σε ρωτήσουν, χωρίς να το αποφασίσεις, χωρίς να το θέλεις. Άλλοι το αποφάσισαν, Ποτούλα μου. Και εσύ δεν μπορούσες να κάνεις διαφορετικά.


Η πόλη μας είχε στολιστεί με χρώματα γιορτινά για να γιορτάσει τον Πολιούχο της τον Όσιο Νίκωνα και εμείς μαυροφορεμένοι, θρηνούσαμε το φευγιό σου από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Αποχαιρέτισες τα παιδάκια σου στην τρυφερή τους ηλικία, τον σύντροφο σου, την οικογένεια σου και όλους εμάς που σε αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να σε θυμόμαστε και να σε αγαπάμε και άλλαξες διεύθυνση. Νέα σου κατοικία, το ομορφότερο σύννεφο του Παραδείσου. Πληροφορία από …πρώτο χέρι. Το είχε πει ο Αναστάσης σου στην Ελισάβετ μου.

Τα χρόνια εδώ στη γη κυλάνε σαν το νερό στο ρυάκι, κορίτσι μου. Και φτάσανε να γίνουν είκοσι και ακόμα να ξεθωριάσεις στη μνήμη των ανθρώπων που σε γνώρισαν, σε άκουσαν, σε έκαναν παρέα, σε αγάπησαν.
Μου λείπεις φιλενάδα, μου λείπεις, κατάλαβε το. Ξέρεις μετακόμισα από την Σπάρτη και μένω στα Πικουλιάνικα εδώ και κάμποσα χρόνια. Και κάνω σχεδόν σε καθημερινή βάση τη διαδρομή μας.

Θυμάσαι; Θυμάσαι εκείνα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια, τότε που ο ήλιος έψηνε το αυγό στην πέτρα; Θυμάσαι που αγνοούσανε την λαύρα και με την παρόρμηση της νιότης που όλα τα βλέπει ιδανικά, καβαλούσαμε τα ποδήλατα μας και ξεκινούσαμε για την Μαρμάρα; Το θυμάσαι. Δεν πιστεύω να το ξέχασες εκεί ψηλά που βρίσκεσαι;

Ο δρόμος στενός και κακοφτιαγμένος (τότε) και τα ποδήλατα να χοροπηδάνε, μαζί με τα γέλια που βγαίνανε από της καρδιάς τα έγκατα. Εκεί κάπου στο άγαλμα του Κ. Παλαιολόγου, στο Μυστρά, οι αντοχές μας σώνονταν. Τα ποδήλατα μας, παλιάς κοπής, δεν είχαν ταχύτητες και τα ποδάρια μας μέχρι εκεί αντέχανε να κάνουν πεντάλ στον ανήφορο. Σπρώχναμε λοιπόν από εκεί και πέρα τα ποδήλατα με τα χέρια μας. Θυμάσαι;

Στη Μαρμάρα, σαν φτάναμε λαχανιασμένες και κατακόκκινες από τον Καλοκαιριάτικο ήλιο, απλώναμε τα άγουρα κορμιά μας σε δύο καθίσματα η κάθε μια και απολαμβάναμε τον …φραπέ μας.
Μετά από λίγο (είχαμε και δρόμο) ξεκινούσαμε το ταξίδι της επιστροφής. Εύκολο τούτη τη φορά. Κατήφορος γαρ. Και από άλλο δρόμο. Από Παρόρι και Αγιάννη. Και εκεί κάπου κοντά στο Συκκαράκι έπεφτε στο …τραπέζι η ιδέα.
-Τι λές, πάμε στη Λέσχη για Εκλέρ;
Το απόγευμα μας εύρισκε, θυμάσαι, στην πλατεία κάτω από το Δημαρχείο να αναπληρώνουμε τις θερμίδες που με τόσο κόπο είχαμε χάσει πριν από λίγο. Ποια όμως θα μπορούσε εκείνη την εποχή να αντισταθεί στο Εκλέρ της Λέσχης.

Ξέρεις, κορίτσι μου, εγώ φραπέ έπινα μονάχα στη Μαρμάρα, μαζί σου. Τον είχα συνδέσει με τα μικρά όμορφα ταξίδια μας. Σαν τα τέλειωσαν οι ρότες της ζήσης, εγώ δεν παράγγειλα ξανά φραπέ. Και πάντα ήλπιζα πως θα ξαναπιούμε μαζί εκεί, αγναντεύοντας από τη μια μεριά την κοιλάδα του Ευρώτα με τη βασίλισσα της την όμορφη πόλη μας τη Σπάρτη και από την άλλη την Καστροπολιτεία.

Μόνο που το όνειρο έμεινε όνειρο. Και όχι μονάχα δικό μου. Ποτέ δεν λησμόνησα την φωνή σου όταν ερχόμουνα στο ιατρείο σου.
-Βάλτε κανένα σίδερο, ήρθε το Ποτουλιό. Και ύστερα με ρωτούσες μα περισσότερο ρωτούσες τον ίδιο σου τον εαυτό.
-Πότε θα πάμε βρε Ποτούλα με τα ποδήλατα στη Μαρμάρα; Νάξερες πόσο μου λείπει.
Και η μόνιμη επωδός.
-Κάποια στιγμή να το κανονίσουμε.

Το ταξίδι που ποθούσαμε και οι δύο δεν το κάναμε ποτέ. Έτσι δεν είναι κορίτσι μου; Είχαμε να φροντίσουμε τις οικογένειες μας, είχαμε διαλέξει και τον ιδιωτικό τομέα να εργαστούμε και δεν γνωρίζαμε τι θα πει ωράριο, άδειες, διακοπές μεγάλες.

Ύστερα, εσύ, έφυγες νωρίς. Άλλαξες τόπο. Πήγες μακριά, πολύ μακριά. Έκανες ταξίδι χωρίς γυρισμό. Δεν ξέρω εκεί που είσαι αν έχεις ποδήλατο. Όμως να ξέρεις έχω μια απαίτηση από σένα την αγαπημένη μου φιλενάδα, την συνοδοιπόρο της άγουρης νιότης μου, το χαμογελαστό κορίτσι με την κελαριστή φωνή και τον καλό τον λόγο πάντα.
Ποτούλα μου, όταν συναντηθούμε, δεν μπορώ να γνωρίζω αν αυτό θα γίνει αργά η γρήγορα αλλά το ξέρω, είμαι σίγουρη πως θα γίνει κάποια στιγμή, φρόντισε να υπάρχουν κάπου εκεί κοντά σου δύο ποδήλατα αλλά χωρίς ταχύτητες όπως ήταν τα παλιά μας. Να τα καβαλήσουμε και να ανηφορίσουμε για να πιούμε φραπέ στην Μαρμάρα του Παράδεισου. Και που ξέρεις, στο γυρισμό, μπορεί και να συναντήσουμε τον Μαύρακα της Λέσχης και να μας φιλέψει το Εκλέρ του.
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr