Γράφει η Πηνελόπη Χριστάκου*

«Nεκρός, με εμφανείς μώλωπες στον λαιμό και το πρόσωπο, βρέθηκε στη 01:00 τα ξημερώματα του Σαββάτου, στο διαμέρισμά του επί της οδού Ζακύνθου 3 στην Κυψέλη, ο γνωστός συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας. Τον συγγραφέα εντόπισε νεκρό ο ανιψιός του, ο οποίος ειδοποίησε τις αρχές. Η αστυνομία εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.»
(από τις χθεσινές εφημερίδες)

Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Τα μηχανάκια». (δεν ήταν τα δίκυκλα, αλλά τα φλίπερ, που έπαιζε κι ο ίδιος μανιωδώς τότε).
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση «18 κείμενα» και οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το έργο του «Το αρμένισμα».
Είχε τιμηθεί με κρατικά βραβεία το 1967 (για «Το Αρμένισμα»), το 1976 (για τη «Βιοτεχνία υαλικών») και το 2002 (για το «Δυο φορές Ελληνας»).
Ο Κουμανταρέας ισορροπούσε βαδίζοντας ανάμεσα σε δύο κόσμους: Από τη μια μεριά, η αστική του κοινωνία, η αστική καταγωγή, που δεν την απαρνήθηκε ποτέ αλλά και ποτέ δεν ταυτίστηκε μαζί της. Κι απ’ την άλλη, ένας κόσμος λαϊκής καταγωγής.
Η αντιπαραβολή των αντιλήψεων, της νοοτροπίας , της ψυχολογίας των δύο αυτών κόσμων, απετέλεσαν έναν ισχυρό πόλο έλξης για τους αναγνώστες του. Κατέγραψε τον αστικό κόσμο, αλλά και παρεισέφρησε και στις λαϊκές γειτονιές. Έφερε σε επικοινωνία τη λαϊκή τάξη με την αστική κοινωνία. Και μέσα από τη σύγκριση των δύο κόσμων, ο κάθε αναγνώστης έβγαζε τα δικά του συμπεράσματα.
Το τελευταίο του βιβλίο « Ο θησαυρός του χρόνου» (εκδ. Πατάκη) μόλις πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου η φιγούρα της αγαπημένης (χαμένης πριν δυο χρόνια) συζύγου του, Λιλής. Ο Κουμανταρέας δεν το έκρυβε: για εκείνην έγραφε το μυθιστόρημα, που ετοίμαζε εδώ και πέντε χρόνια, ό,τι είχε να της πει εκεί θα το άπλωνε...
Ένα έργο αυτοβιογραφικό , συγκινητικό , βαθύτατα αληθινό.
Αναζητήστε το!

Ας ξαναθυμηθούμε μερικά αποσπάσματα από τα πιο γνωστά του έργα:
«Τώρα είμαι άδειος, χωρίς προσχήματα. Στερήθηκα την τελευταία σπιθαμή απ' όπου μπορούσα ν' αγωνίζομαι. Τι μάταιος αγώνας να περισώσω τα λεηλατημένα! Το κακό είναι πως δεν είμαι πάστα ανθρώπου μαθημένου ν' αδιαφορεί. Το παραμικρό γύρισμα, η πιο μικρή αναποδιά με ρίχνουν κάτω. Ζω με χάπια, ενέσεις, εφήμερους έρωτες. Ο χρόνος, τέλεια καταστροφή, η χρυσή επιφάνεια με τους λαμπερούς ωροδείχτες, και μέσα τα γρανάζια σκουριασμένα». («Το αρμένισμα»)
«Μην είσαι μικροαστός, κατάλαβέ με, ελευθέρωσε τον εαυτό σου, Σπόρο, γλέντησε τη ζωή, άσε την τέχνη να τη γεμίσει».(«Το αρμένισμα»)
«Αγάπησα μια φορά. Η ιστορία που θα σου πω κράτησε μόλις έξι μήνες. Μας χώριζε ένας φωταγωγός. Μας ένωνε ένας πυρετός». («Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ»)
«”Βαρέθηκα πια”, είπε, “τι θα κάνω μ' όλους εσάς; Άλλος ονειρεύεται ομάδες κι άλλος υπουργεία, δημόσιους οργανισμούς, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, το Αστυνομικό Σώμα, το Σώμα Πυροσβεστών, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου”. Κρατούσε ένα τραπουλόχαρτο και το ανέμιζε. “Κι εγώ να είμαι υποχρεωμένος να σας εξυπηρετώ όλους. Γιατί; Γιατί η κοινωνία δεν φρόντισε. Ζούμε σε ένα σάπιο κόσμο που θέλει σάπιους ανθρώπους. Εύκολο κέρδος κι ανέξοδη δόξα. Λίγοι επιβιώνουν καθαρά, όλοι οι άλλοι φυτοζωούν με μέσα και λοβιτούρες.”». («Η φανέλα με το εννιά»)
«Λυπόταν τους πολύ νέους και άπραγους, που έρχονταν άξαφνα αντιμέτωποι με τη ζωή, τα ρόδινά τους όνειρα όταν διαλύονταν, τον ορίζοντα όταν έχαινε τεφρός.
(«Η κυρία Κούλα»)
«Το ημερολόγιο του τοίχου, κακοτυπωμένο, φτηνό, μ' έναν στρατιώτη με ξιφολόγχη που αντί να λογχίζει τον εχθρό μοιάζει να βυθίζει ο ίδιος τη λόγχη στο πλευρό του- η Ελλάδα που αυτοκτονεί...». («Δυο φορές Έλληνας»)
«Μπορεί ο Άγγελος να νιώθει αποτροπιασμό για όλα αυτήν τη σαπίλα, τον λυσσαλέο πόλεμο των εκδοτών και των κομματαρχών, όμως μέσα του ανάβει μια σπίθα συμπάθειας γι΄αυτόν τον έκπτωτο. Για όλους τους έκπτωτους αυτού του πλανήτη. Στ' αυτιά του διατηρεί ακόμη το λυγμό της λινοτυπικής, στα μάτια του έχει τα γκρίζα πρόσωπα των τυπογράφων. Μια εποχή έφυγε. Μια άλλη ανατέλλει». («Δυο φορές Έλληνας»)


Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μας συγγραφέα, και σ’ ευχαριστούμε!

* Δασκάλα στο 4ο Δημ Σχ. Σπάρτης, για τη Λέσχη Ανάγνωσης