Γράφει ο Ποτούλα Πασχαλίδη

Είχα καιρό να πάω να ψωνίσω στη Λαϊκή Αγορά. Προχτές, μια και ο καιρός ήταν λιακαδερός, και ήθελα να φτιάξω και μια σπανακόπιτα, ξεκίνησα για μια βόλτα στα ζαρζαβατικά και στα φρούτα.
Με το που φτάνω στο χώρο του Παζαριού (έτσι το έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου), πέφτω πάνω στη φίλη μου την Ματίνα.
-Τι κάνεις Ματίνα; Καιρό έχουμε να συναντηθούμε, της λέω.
-Άστα να πάνε, μου απαντάει και σφίγγει τα χείλια κουρασμένη.
-Τι συμβαίνει και είσαι έτσι σκασμένη;
-Ανοίξανε το σπίτι μου δεύτερη φορά. Οι αλήτες! Δεν έχουν το θεό τους! Κλέβουν, κλέβουν, κλέβουν! Τίποτα δεν αφήνουν όρθιο.
-Και ….;
-Μάλλον ψάχνανε για χρήματα και χρυσαφικά. Πρεζόνια πρέπει να ήτανε. Έτσι είπε και η Αστυνομία. Δεν κλέψανε παρά μόνο το ρολόι μου και κάτι δαχτυλίδια μικρής αξίας. Τα ακριβά χρυσαφικά τα έχω σε θυρίδα στην Τράπεζα. Αλλά μου κάνανε το σπίτι άνω κάτω. Πετάξανε τα πάντα έξω από ντουλάπες και έπιπλα. Τα τσαλαπάτησαν, τα μαγαρίσανε. Ακόμη δεν τα έχω μαζέψει όλα. Εύκολο το έχεις;
-Και ήσασταν στο σπίτι; Τα παιδιά;
-Όχι καλέ. Εγώ και ο Τάκης στη δουλειά και τα παιδιά στο σχολείο. Ευτυχώς! Για φαντάσου να ήμασταν εκεί και να μας βαράγανε! Αλλά το θράσος τους δεν περιγράφεται. Μέσα στην πόλη μένουμε. Στο κέντρο. Δεν είμαστε και σε καμιά ερημιά!
Άφησα την Ματίνα να μετράει τις πληγές της και προχώρησα ψάχνοντας έναν πάγκο με πράσα. Και εκεί που έψαχνα με την πρέπουσα προσοχή πέφτω πάνω στον Κυρ-Αποστόλη τον συγχωριανό μου τον Γορτύνιο.
-Τι κάνεις Κυρ-Αποστόλη μου; Η οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα; Όλοι καλά;
-Καλά είναι όλοι τους. Με τα προβλήματα αλλά και με τις χαρές τους. Τους κλέφτες να μην είχαμε, καλά θα πηγαίναμε;
-Ποιους κλέφτες, κυρ-Αποστόλη; Τι εννοείς; Σε κλέψανε και σένα;
-Ξέρεις πως από τότε που βγήκα στη σύνταξη, βάζω στο κτήμα ζωντανά για όλη τη φαμελιά. Είχα και έθρεφα καμιά τριανταριά κότες, καμιά δεκαπενταριά κουνέλια και αρνιά. Και άκου να δεις τι έγινε. Πάω το προηγούμενο Σάββατο για να τα ταΐσω και να σφάξω και μερικά για τα παιδιά και δε βρήκα ούτε ένα. Ούτε ένα σου λέω. Μου τα είχαν κλέψει όλα. Ούτε ένα δεν άφησαν οι αγύρτες. Και δεν είναι πεινασμένοι. Όχι! Γιατί αυτός που πεινάει άντε να κλέψει ένα άντε να κλέψει δύο. Όχι ολόκληρα κοπάδια. Έχεις διαβάσει τους Άθλιους; Θυμάσαι το καρβέλι του Γιάννη-Αγιάννη;
Τι να του πω του κυρ-Αποστόλη; Τι να του απαντήσω; Τον αποχαιρετώ συλλογισμένη. Έχουν αποθρασυνθεί οι κλέφτες.
Αγοράζω 3 μεγάλα καλοταϊσμένα με φυτοφάρμακα πράσα και προχωράω για να βρω τρυφερό σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια. Και πριν προλάβω να αποφασίσω σε ποιόν πάγκο θα σταθώ, νοιώθω ένα σκούντημα στην πλάτη. Γυρίζω και τι να δω! Η θεία η Μαρίκα. Δηλαδή τι θεία! Τρίτη ή Τέταρτη ξαδέρφη του πατέρα μου. Αλλά πάντα θεία την φώναζα. Καιρό είχα να την συναντήσω.
Και να μην τα πολυλογώ, είχα πέσει πάνω σε άλλο ένα θύμα κλοπής. Τη θεία Μαρίκα την είχαν κλέψει και ήταν και μέσα στο σπίτι της. Την είχαν ακολουθήσει από την Τράπεζα που είχε εισπράξει τη σύνταξη της και βάλθηκαν να την …κάνουν δική τους (τη σύνταξη όχι τη θεία Μαρίκα). Η ίδια θεώρησε πως ήταν τυχερή στην ατυχία της. Της έριξαν υπνωτικό σπρέι και την κοίμισαν. Δεν την χτύπησαν. Εκείνο που την πόνεσε πολύ ήταν που βγάλανε από το χέρι της τη βέρα της που είχε το όνομα του μακαρίτη.
Τι στην οργή, σκέφτομαι. Δεν θα συναντήσω κάποιον που να μην τον έχουν κλέψει; Δόξα τω θεώ εγώ, στην οικογένεια μου δεν γνωρίσαμε αυτή την βαρβαρότητα. Τον βιασμό της προσωπικής μας ζωής, της περιουσίας μας. Ή μήπως θα πρέπει να φοβάμαι; Μήπως ….
Απομακρύνομαι από τη λαϊκή, κρατώντας τις σακούλες με τα ζαρζαβατικά μου, προβληματισμένη. Που θα πάει άραγε τόση παραβατικότητα; Ποιος θα μας προστατεύσει; Και πάνω στις μαύρες σκέψεις πέφτω πάνω στον Τάκη τον κουμπάρο μου. Πριν να ανοίξει το στόμα του, άκρως επηρεασμένη από τα προηγούμενα συναπαντήματα, βιάζομαι να τον ρωτήσω.
-Δεν πιστεύω να σε κλέψανε; Όλοι όσους συνάντησα στη λαϊκή, είχαν και μια ιστορία κλοπής να μου διηγηθούν. Μη μου πεις και εσύ!
-Δεν θα σου πω γιατί εγώ έχω πάρει τα μέτρα μου, μου απαντά και μου δείχνει το κινητό του. Τον κοιτάζω με απορία. Και πριν προλάβω να τον ρωτήσω μου εξηγεί.
-Στο χτήμα που έχω και τα ζωντανά μου, που δεν είναι και λίγα, έβαλα κλειστό κύκλωμα και τα παρακολουθώ από το κινητό όλο το εικοσιτετράωρο. Έλα να δεις, είπε και μου πρότεινε το κινητό του. Και παρακολούθησα σκυλιά, κότες, χήνες, κουνέλια και άλογα να κόβουν βόλτες ήρεμα. Βλέπουν τις κάμερες οι κλέφτες και το βάζουν στα πόδια. Δεν είναι χαζοί να τους αναγνωρίσουν. Σώθηκα σου λέω. Κοιμάμαι ήσυχος.
Κοίτα να δεις πως καταντήσαμε. Να φυλάμε τα χωράφια λες και είναι τράπεζες. Και μη χειρότερα.
Την ώρα που αποχαιρετώ τον Τάκη, χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο γιός μου.
-Μάνα, σε παρακαλώ να το πάρεις ψύχραιμα. Δεν είναι ανάγκη να στενοχωριόμαστε τώρα.
-Τι συμβαίνει αγόρι μου, ρωτάω με αγωνία.
-Ήρθα στο Γύθειο για μια δουλειά μου και πέρασα να ρίξω μια ματιά στο σπίτι (το εξοχικό). Το έχουν ανοίξει, μάνα. Σπάσανε την πόρτα και όλα τα πράγματα είναι πεταμένα παντού.
Σημ. Τα ονόματα είναι φανταστικά, οι περιπτώσεις κλοπών όμως, πέρα για πέρα αληθινές. Και το τηλεφώνημα δυστυχώς και εκείνο είναι αληθινό!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr