Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη


Η Μεγάλη Πέμπτη των παιδικών μου χρόνων, φάνταζε πάντα η ημέρα με τις περισσότερες δραστηριότητες, σε σχέση με τις άλλες της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας. Τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που είχε σχηματισθεί στα παιδικά μου μάτια.

Πριν καλά-καλά χαράξει η μέρα, με το στομάχι αδειανό και την κοιλιά να διαμαρτύρεται από τη Νηστεία της Μ .Τετάρτης, ξεκινούσαμε για την εκκλησία. Ήταν η μέρα που κοινωνούσαμε οικογενειακώς. Και μετά την κοινωνιά σκορπάγαμε ο καθένας για το …μετερίζι του. Δηλαδή, ο πατέρας για τη δουλειά του και ο άμαχος πληθυσμός για το σπίτι. Το μπρίκι έμπαινε στη φωτιά για τους καφέδες της μάνας και της γιαγιάς και στο τηγάνι γίνονταν οι πιο νόστιμες πατάτες για μένα. Η εικόνα η ίδια κάθε χρόνο, χωρίς να κουράζει.

Και ύστερα, με το καλαθάκι στο χέρι, είχε σειρά η …εξόρμηση στα άδεια οικόπεδα της περιοχής για να μαζέψουμε τα ομορφότερα φυλλαράκια για να ομορφύνουμε τα κόκκινα αυγά, που παραδοσιακά βάφονται την Μ. Πέμπτη.
Και όταν τα κατακόκκινα σαν το αίμα αυγά στέκονταν καμαρωτά στη γυάλινη φρουτιέρα, καταμεσής του τραπεζιού στη σάλα, ερχότανε η ώρα για τον δεύτερο εκκλησιασμό της ημέρας. Με τη σύνοψη στο χέρι και στην τσέπη τη δραχμή για το κερί, ξεκινούσαμε όλοι μαζί, μια γειτονιά παρέα, για την εκκλησία, προετοιμασμένοι να παρακολουθήσουμε τα 12 Ευαγγέλια και την τελετή της Σταύρωσης.

Εκεί, τη δεκαετία του 60, ζήσαμε μια διαφορετική Μ. Πέμπτη στο Ναό του όσιου Νίκωνα, του Πολιούχου μας. Μια Μ. Πέμπτη που χαράχτηκε βαθειά στην ψυχή μου και έγινε σημείο αναφοράς.

Στο Ναό του όσιου Νίκωνα ανέκαθεν λειτουργούσαν (και συνεχίζουν) δύο ιερείς. Την εποχή της ιστορίας μας και για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ο ένας από τους δύο ιερείς ήταν ο Παπαγορανίτης, ο ηγούμενος της Μονής της Φανερωμένης. Για τα παιδικά αυτιά μου ήταν ο …Δαμασκηνός, όπως τον έλεγε ο πατέρας μου, όταν ερχότανε στο σπίτι μας, μια και ήταν φίλοι αγαπημένοι.

Ο Παπαγορανίτης ήταν ένας άνθρωπος αγαπητός στην τοπική κοινωνία, ταπεινός ιερουργός του Υψίστου. Σαν χαρακτήρας πληθωρικός, γέμιζε το χώρο με το που εμφανιζότανε. Το ίδιο συνέβαινε και την ώρα της λειτουργίας.
Η Ακολουθία εκείνη τη Μ. Πέμπτη ξεκίνησε κανονικά και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Τα Ευαγγέλια τα διαβάζανε οι δύο ιερείς εναλλάξ. Εγώ, γύρω στα δέκα μου χρόνια και μη γνωρίζοντας Αρχαία, παρακολουθούσα από τη σύνοψη τη δερματόδετη, δώρο του νονού μου, χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά. Μια είχα τα μάτια μου στο ιερό βιβλίο και μια γύρναγα το βλέμμα μου στις τοιχογραφίες του ναού και στους αστραφτερούς πολυελαίους με τα κρυστάλλινα δάκρυα που κρέμονταν γύρω-γύρω. Εκείνο που σίγουρα δεν έχανα ήταν το μέτρημα των Ευαγγελίων.

Μετά το πέμπτο, βγήκαν από την πλαϊνή πόρτα οι δυο ιερείς ντυμένοι στα μαύρα και η αναπαράσταση της Σταύρωσης Του Χριστού ξεκίνησε.
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας».
Ο Σταυρός στήθηκε μπροστά από την Ωραία Πύλη και οι πιστοί μπήκαν στην σειρά να προσκυνήσουν. Και τα Ευαγγέλια συνεχίζονταν.

Μετά το έκτο ήρθε το έβδομο. Κανονικά μετά το έβδομο ακολουθούσε το όγδοο. Όχι όμως στο δικό μας το Ναό. Πάνω στη βιασύνη του ο Παπαγορανίτης ξαναδιάβασε το έβδομο που είχε ήδη διαβάσει ο άλλος ιερέας. Τα χάσανε και οι ψάλτες μα σαν συνήλθαν το πήραν και έψαλαν τα ίδια που είχαν πει πριν από λόγο και την μπάλωσαν την κατάσταση.

Επί τέλους ήρθε η ώρα για το όγδοο. Διαβάστηκε κανονικά από τον άλλο ιερέα. Ο Παπαγορανίτης διάβασε κατόπιν το ένατο και κόσμος και ψάλτες ένοιωσαν μια ανακούφιση. Περιττό να πω πως η βραδιά είχε αποκτήσει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Κρεμόμασταν από τα χείλη του Παπαγορανίτη. Και εκεί που όλοι πίστεψαν πως η λειτουργία είχε μπει στο σωστό δρόμο, ο Παπαγορανίτης ξαναχτύπησε. Μας διάβασε για δεύτερη φορά το δέκατο. Οι ψίθυροι μέσα στο ναό έδιναν και έπαιρναν. Ακόμη και όσοι δεν το είχαν πάρει χαμπάρι από την αρχή, το έμαθαν και οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Κάποιοι πιστοί μάλιστα σηκώθηκαν και έφυγαν πριν τελειώσει η λειτουργία.

Με τα πολλά αυτή η …επεισοδιακή λειτουργία έλαβε τέλος. Καθώς επιστρέφαμε στα σπίτια μας, όλη η μεγάλη παρέα, το μοναδικό θέμα της συζήτησης, ακόμα και στις παιδικές ομάδες ήταν τα …παραπανήσια Ευαγγέλια. Και είχε τόσο ενδιαφέρον αλλά και ποικιλία η συζήτηση που κάποια γριούλα φοβότανε μη και αμαρτήσαμε που ακούσαμε δυο Ευαγγέλια από δυο φορές.

Η μάνα μου πάλι έτρεχε να γυρίσει στο σπίτι γιατί είχαμε αργήσει μια και η λειτουργία μάκρυνε πολύ(έτσι πίστευε και ρολόι δεν είχε για να το διασταυρώσει).
-Να δεις που θα φάγαμε και μισή ώρα παραπάνω, είπε η Κυραγιώργαινα. Μπορεί και πιο πολύ. Βρε τον παπά τι μας έκανε!

-Και γιατί βιάζεσαι τη ρώτησε κάποιος από το μπουλούκι. Τι πειράζει που άργησε να τελειώσει η Λειτουργία.
-Τι λες, απάντησε εκείνη. Ο Γιώργης πήγε στον Άγιο Νικόλα και θάχει γυρίσει ώρα στο σπίτι. Αλλοίμονο μου!
Σαν έφτασαν πίσω από το Γυμνάσιο, είδαν στο βάθος από την στροφή, φακούς και φανάρια να φωτίζουν το τόπο. Ήταν οι πιστοί που έρχονταν από τον Άγιο Νικόλα και τότε δεν υπήρχε δρόμος, παρά ένα μονοπάτι που οδηγούσε στο ναό.
-Ρε τον μπαγάσα τον Παπαγορανίτη, είπε κάποιος από την παρέα. Και δεκατέσσερα τα Ευαγγέλια τα έκανε και νωρίτερα τη σχόλασε την εκκλησία.

Οι πιστοί σταυροκοπήθηκαν, καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον και γραμμή για τα σπίτια τους. Σε λίγο θα ξημέρωνε η Μεγάλη Παρασκευή.
Λένε πως
«Κεφαλλονίτικος παπάς, απ’ την πολλή σοφία,
Τα δώδεκα Ευαγγέλια τα κάνει δεκατρία».

Μάλλον δεν είχαν ακούσει για τον Παπαγορανίτη, τον Δαμασκηνό τον φίλο του πατέρα μου!
Καλή Ανάσταση!!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr