Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Ηλιόλουστη η μέρα, κάτι που δεν το βλέπαμε συχνά τώρα τελευταία και είπα να βγω μια βόλτα και να κάνω και μερικές επισκέψεις. Τελειώνει ο μήνας και με περιμένουν με ανοιχτά τα ταμεία τους το ηλεκτρικό, τα τηλέφωνα , το νερό, το δάνειο, η ασφάλεια. Καταστρώνω το πρόγραμμά μου, φοράω άνετα παπούτσια και γυαλιά για τον ήλιο και ξεκινάω. Λίγο πριν φτάσω στον πρώτο προορισμό μου πέφτω μούρη με μούρη με την Γεωργία, παλιά μου γνώριμη.

-Για πού το ‘βαλες Γεωργία; Τη ρωτάω. Και εσύ πάς να πληρώσεις το ηλεκτρικό;
-Όχι, μου απαντάει. Πάω, στο Σούπερ Μάρκετ για ψώνια. Παιδάκι μου, πόσο γρήγορα τελειώνουν τα τρόφιμα δεν το φαντάζεσαι. Τα απαραίτητα εννοώ. Άσε με τα περιττά.
-Δηλαδή, ρωτάω με ειλικρινή απορία την παλιά γνωστή, Γεωργία.
-Να, μας τέλειωσε το φυστικοβούτυρο, τελειώνουν και τα γκότζι μπέρυ, δεν τους προλαβαίνω και με τις κόκα κόλες. Άστα να πάνε!
-Έχεις δίκιο, συμφώνησα, χωρίς να αφήσω να φανεί αυτό που αισθάνθηκα πραγματικά. Ακούς απαραίτητα τα γκότζι μπέρυ! Είχε και στο χωριό της. Φυτρώνανε δίπλα στο μαντρί την Άνοιξη.
-Σε ποιο Σούπερ Μάρκετ πάς Γεωργία, ρωτάω και είμαι σίγουρη για την απάντηση.
-Στο Γερμανικό φυσικά. Έχει τις φθηνότερες τιμές. Τώρα που ο μισθός του Θανάση έπεσε και άλλο, πρέπει να τα μετράμε και να το ψάχνουμε πολύ. Κακά τα ψέματα. Δεν έχουμε σήμερα λεφτά για πέταμα.
-Μα αυτό το μαγαζί βγάζει όλα τα λεφτά του στο εξωτερικό και δεν πληρώνει και φόρους στην Ελλάδα όπως τα άλλα τα Ελληνικά μαγαζιά. Κάνεις κακό στον τόπο μας. Τα λεφτά φεύγουν έξω, είπα σε μια προσπάθεια μήπως και την πείσω να αλλάξει δρόμο.
-Είσαι καλά που θα πάω σε Ελληνικό;. Ξέρεις πόσο πουλάνε στα Ελληνικά Σούπερ Μάρκετ τα γκότζι μπέρυ;
Η ζώνη του λυκόφωτος ανοίγει τις πύλες της και ίσα που προλαβαίνω να χαιρετήσω την παλιά γνώριμη τη Γεωργία. Βέβαια η κουβέντα μας είχε το καλό της. Έμαθα από έγκυρη πηγή που πουλάνε σε καλύτερη τιμή τα γκότζι μπέρυ. Το μόνο που απόμεινε να μάθω, είναι, τι ακριβώς είναι τα γκότζι μπέρυ!

Πληρώνω το ηλεκτρικό και με ελαφρωμένο αρκετά το πορτοφόλι κινάω για να πληρώσω τα τηλέφωνα της οικογένειας, σταθερό και κινητά. Κατηφορίζω τη λεωφόρο με τις τριανταφυλλιές και απολαμβάνω την λιακάδα ως τη στιγμή που ακούω μια γνώριμη φωνή να με καλεί από την απέναντι καφετέρια. Γυρίζω και αντικρίζω με χαρά τον μακρινό εξάδελφο μου τον Γιάννη (με δύο νν).
-Γεια σου Γιάννη, τι χαμπάρια, ρωτάω με πραγματικό ενδιαφέρον. Όλα καλά;.
-Όλα καλά. Δεν γίνεται καλύτερα. (Να και ένας αισιόδοξος άνθρωπος σκέφτηκα. Και ας κάνει δύσκολη, κουραστική δουλειά)
-Και τα ζωντανά; Ποιος τα φροντίζει τα ζωντανά σου βρε Γιάννη; Μια ζωή σε καφετέριες σε συναντάω.
-Έλα που κάνεις πως δεν ξέρεις. Τα ζωντανά τα φροντίζουν οι Αλβανοί μου. Χρόνια τώρα. Νάναι καλά οι επιδοτήσεις. Καλά δεν το ξέρεις πως μένω στη Σπάρτη; Πάω, ρίχνω καμιά ματιά στο μαντρί και γυρνάω. Εδώ είναι η ζωή. Τι να κάνω στο μαντρί. Έχει καφετέριες και μπαράκια;

Χαιρετώ και κατηφορίζω γιατί αν ανοίξω το στόμα μου δεν ξέρω που θα καταλήξω. Πληρώνω τα τηλέφωνα και το κόβω κατά πλατεία μεριά για να τα ακουμπήσω και στο Δημαρχείο για το νερό. Η πλατεία στο καλύτερο της σημείο. Οι καφετέριες γεμάτες. Πιο γεμάτες δεν γίνεται. Καρφίτσα να ρίξεις, τσιμέντο δεν βρίσκει. Εκεί λοιπόν στου …ξαπλόπουλου, συναντώ δύο παλιούς συμμαθητές του γιού μου. Νέοι άνθρωποι εκεί γύρω στα τριάντα χρόνια τους. Σε μια ηλικία που παίρνεις την πέτρα, την στύβεις και βγάζει νερό. Σαν τους βλέπω να λιάζονται με τον φρέντο στο τραπέζι μου έρχεται στο μυαλό ο στίχος του τραγουδιού.
«Σε ένα ζαχαροπλαστείο κάθονται δυο λεβέντες
Δυό καρέκλες ο καθένας και δροσιά κάτω από τις τέντες».
-Τι γίνεται, παιδιά, ρωτάω. Όλα καλά;
-Νταξ! Όλα καλά. Δουλειά δε βρίσκουμε, τι να κάνουμε. Φταίει η ρουφιάνα η κρίση.
-Και ποιος σας χρηματοδοτεί κάθε μέρα , βρε Θανάση, ρώτησα απευθυνόμενη στον πιο γνωστό μου από τους δύο νεαρούς.
-Να πότε η γιαγιά (συνταξιούχος δασκάλα, αντέχει ακόμη), πότε ο ντάντι. Εντάξει, τα καταφέρνουμε.
-Και γιατί δεν πάς να κάψεις κανένα κλαρί, να φυτέψεις καμιά ντομάτα για το σπίτι, να βοηθήσεις και τον έρμο τον πατέρα σου που βασανίζεται στην ηλικία του;
-Ακούς εκεί να πάω στο χωράφι, εγώ! Ποιος; Εγώ! Εγώ έχω πτυχίο στα χέρια μου. Ολόκληρη Ανθοκομία Καλαμάτας τέλειωσα. Και μεταπτυχιακό έχω (τώρα αν για το μεταπτυχιακό μερίμνησε το κόμμα που του είχε τάξει και διορισμό, άλλα λόγια). Και να πάω στο χωράφι; Δεν είμαστε καλά. Να είναι καλά οι ξένοι!
-Και τι περιμένεις αγόρι μου από τη ζωή; Το μέλλον πως το βλέπεις; Ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω το θυμό μου για την κατάντια ενός σημαντικού κομματιού της νεολαίας μας.
-Να περάσει η κρίση και να βρω μια καλή δουλειά, στο Δημόσιο αν είναι δυνατόν. Μέχρι τότε, βλέποντας και κάνοντας.

Δεν έχουμε έλεος, σκέφτομαι, χαιρετώ τους …λιαζόμενους και γραμμή για την Τράπεζα. Τέλος του μήνα και το δάνειο πρέπει να εξυπηρετηθεί. Το πότε θα αποπληρωθεί μετά από τόσες ρυθμίσεις, ούτε που ξέρω. Παίρνω αριθμό τόσο μεγάλο που …παίζει αν θα καταφέρω να ξεμπλέξω …μονοήμερα!
Σαν βγαίνω από την πόρτα με το κουμπάκι (έτσι λέει την πόρτα της Τράπεζας ο εγγονός μου), πέφτω πάνω στην Άντζελα, την κομμώτρια!
-Τι κάνεις Άντζελα, πως πάνε οι δουλειές; Ρωτάω γιατί πρέπει κάτι να ρωτήσω. Έχει κίνηση το κομμωτήριο;
-Καλά δεν τάμαθες; Το έκλισα το μαγαζί, μου απάντησε και δεν φάνηκε και πολύ δυσαρεστημένη. Η ρουφιάνα η κρίση μας πήρε και μας σήκωσε.
-Και τι κάνεις τώρα; Πώς τα βγάζεις πέρα με την κρίση;
-Μην στενοχωριέσαι; Τα καταφέρνω και μάλιστα καλύτερα τώρα από πριν. Πηγαίνω στα σπίτια και κουρεύω και χτενίζω και βάφω. Παίρνω λιγότερα γιατί δεν έχω έξοδα και τώρα, με την κρίση με προτιμάνε. Τι και αν δεν κόβω αποδείξεις. Και ποιος τις θέλει και τι να τις κάνει; Και ξέρεις και κάτι άλλο; Τώρα που η δήλωση μου είναι χαμηλή, και επίδομα θέρμανσης πήρα, και τάμπλετ μου δώσανε και όλα μια χαρά. Ευτυχώς που το ‘κλεισα το …παλιομάγαζο!

Μια άλλη παράμετρος της κρίσης που δεν είχα υπολογίσει πως μπορεί να υπάρχει. Αθάνατε Έλληνα!
Αφήνω την Άντζελα και γραμμή για να πληρώσω την ασφάλεια μέχρι να έρθει η ώρα (αν προλάβει να έρθει) να ξεμπλέξω και με την Τράπεζα. Και εκεί που περπατάω βιαστικά, πάνω σε μια γωνία πέφτω, χωρίς να το θέλω πάνω σε ένα φίλο καθηγητή. Έτρεχε και εκείνος, όπως μου είπε να προλάβει να κάνει ένα ιδιαίτερο στο κενό δίωρο που είχε στο Γυμνάσιο που εργάζεται επίσημα. Βλέπεις σε λίγες μέρες αρχίζουν οι πανελλήνιες εξετάσεις και …έπρεπε.

Τώρα αναρωτιέμαι, αν όλοι αυτοί που συνάντησα σήμερα, μια ηλιόλουστη Ανοιξιάτικη ημέρα, είναι χαρακτηριστικό δείγμα των Ελλήνων που θέλουν (μόνο θέλουν) να πάει ο τόπος μπροστά, μήπως, λέω μήπως έχει λόγους η ΑΝΑΠΤΥΞΗ να κάνει διακοπές αλλού;

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr