Γράφει η Πηνελόπη Χριστάκου* για τη Λέσχη Ανάγνωσης

Ο 75χρονος Δραμινός συγγραφέας τιμήθηκε το 2014 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το «Ταξίδι στην Ελλάδα». (εκδ. Ίκαρος)

Η κριτική επιτροπή ενέταξε το βιβλίο στην παράδοση της «ελληνογνωσίας» κι έκανε λόγο για «μια πυκνή μυθιστορηματική αφήγηση με μεγάλο ανθρωπολογικό βάθος».

«Το ταξίδι στην Ελλάδα» είναι το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας, με τον γενικό τίτλο «Δύσκολοι καιροί», η οποία θα καλύπτει 70 χρόνια νεοελληνικής ιστορίας. Από το σημαδιακό 1943, έτος που αρχίζει η εμφύλια ανθρωποφαγία, και θα φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος ο Αρίστος Καραμπίνης. Πήγε στη Γερμανία να σπουδάσει, αλλά περί άλλων ετύρβαζε. Αν κι επίδοξος ποιητής, δουλεύει στη λαχαναγορά του Μονάχου, κι όταν «το αφεντικό» τού προτείνει να συνοδεύσει τη Χρυσάνθη στην Ελλάδα, αρπάζει την ευκαιρία του δωρεάν εισιτηρίου, για να επιστρέψει στη γενέθλια γη.

Η Χρυσάνθη ένα «αίνιγμα», μετανάστρια στη Γερμανία από το ’43, «την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος», που με τα χρόνια φαινόταν να της είχε σαλέψει.

O Δημήτρης Νόλλας αρχίζει κι ολοκληρώνει την ιστορία του στο τρένο Acropolis Express. Πρώτα από Μόναχο προς Θεσσαλονίκη κι ύστερα από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο. Η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται στο ενδιάμεσο διάστημα.
Βρισκόμαστε στο 1963, όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης πέφτει νεκρός κάτω από τους τροχούς του δολοφονικού τρίκυκλου των Εμμανουηλίδη και Κοτζαμάνη.
«Το ταξίδι στην Ελλάδα» εκτυλίσσεται το ’63, αλλά είναι πλημμυρισμένο από αναφορές, που σκαλίζουν τις πιο σκοτεινές πλευρές της πρόσφατης ιστορίας μας.

Η γενέθλιος γη αποδεικνύεται παγίδα για τον Αρίστο, καθώς ενεδρεύει το παρελθόν.
«Ήρθαν καταπάνω του αυτά τα τρία χρόνια απουσίας κι αισθάνθηκε το βάρος τους να πέφτει σαν ασήκωτοι αιώνες»
Το πρώτο πλήγμα το δέχτηκε ο Αρίστος όταν στη θέση της πάλαι ποτέ επιβλητικής βίλας του Γάλλου παππού του, αντίκρισε ένα θεόρατο τρυπάνι, που αποτύπωνε τον οίστρο της «εκσυγχρονιστικής ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας των προσφύγων».

Αλλά και στο μαγαζί του αδερφού του, συναντά τον ίδιο τοκογλύφο, που άδειαζε επί κατοχής τη βίλα από τα βαριά της έπιπλα.
Κι αργότερα, όταν φίλοι και παλιοί γνωστοί, θα λένε ιστορίες απ’ το παρελθόν, θα χαθεί στους δαιδάλους της προσωπικής και συλλογικής μνήμης, στις πολλές «αλήθειες» των προσωπικών αφηγήσεων και ιστορικών αποτυπώσεων.

Ο Αρίστος, σ’ αυτό το ταξίδι της αυτογνωσίας, έρχεται σ’ επαφή με όλη την ελληνική παθογένεια. Μέσα στην υπαρξιακή του περιπλάνηση ο ήρωας αναψηλαφεί όλα τα ζητήματα «ταμπού» της ελληνικής κοινωνίας. Εμφύλιος, εθνικισμός, μετανάστευση, ξενιτιά, πελατειακές σχέσεις κλπ. Έρχεται σ’ επαφή με μαυραγορίτες, καταδότες, χαφιέδες, ταγματασφαλίτες, άρπαγες εβραϊκών υπηρεσιών, την πανούκλα της πόλης, που βρίσκεται πάλι στον αφρό και τώρα «νέμονται οφίτσια».

Αλλά καi εργολάβους και μεσίτες και τοκογλύφους, που έχουν αναλάβει την ανασυγκρότηση της Θεσ/νίκης, που είχε μεταμορφωθεί από προσφυγική παραγκούπολη , «σε ένα πηγάδι μέχρι το κέντρο της γης». Ήρθε σε επαφή με ανθρώπους του γρήγορου πλουτισμού κι είδε σχέσεις στον αέρα, στηριγμένες στο συμφέρον.
Όταν σιγά σιγά κλείνουν οι πύλες της γενέθλιας πόλης, θα αναγκαστεί να καταβάλει ακριβά λύτρα, για να εξασφαλίσει την ανανέωση του διαβατηρίου του.

Ο αξιωματικός της χωροφυλακής, «στο πρόσωπο του οποίου διακρίνεται ανάγλυφη η πείρα ενός αιώνα ανακρίσεων», τού ζήτησε να καταδώσει τους συντρόφους του. Το σύντομο πέρασμά του από το ΚΚΕ και ο συγχρωτισμός του στο Μόναχο με αριστερούς φοιτητές, ήταν η αχίλλειός του πτέρνα….
Στο κουπέ του τρένου της επιστροφής στο Μόναχο «ένα λιθαράκι είχε μετατοπιστεί εντός του».
Στοχαζόταν τον Πασχάλη, τυπογράφο, που ανέλαβε να εκδώσει τα ποιήματά του.

Ο Πασχάλης πρώην κάτοικος Βιέννης, τώρα «ριζωμένος» στη Θεσ/νίκη, του ’λεγε:
«Τι να μου κάνει εμένα η Βιέννη χωρίς τον Θερμαϊκό; Τι κι αν κερδίσω τον κόσμο όλον και χάσω την Καλαμαριά»;
«Δεν χρειάζεται να γυρίσεις τον κόσμο όλο, για να καταλάβεις ότι άφησες πίσω, της ομορφιάς την ψίχα»
« Η Γερμανία αναδεικνύει μηχανικούς και μοχθούντες αποταμιευτές»

Στο «Ταξίδι στην Ελλάδα» η τρυφερότητα και η συγκίνηση ξεχειλίζουν. Πυκνό σε νοήματα, μινιμαλιστικό στην έκφραση, είναι ένα βιβλίο-ταξίδι στην Ιστορία και στο «πλήθος των υλικών» που καταδυναστεύει τη ζωή μας. Είναι ένα μυθιστόρημα με βλέμμα πάνω στις ζωές των ανθρώπων και στις δυο πλευρές των ιδεολογικών σχημάτων.
Λιτό ύφος, ακριβείς λέξεις, γοητευτική γραφή. Μια φωτεινή ιδέα για την Ελλάδα (μ’ όλα τα τρωτά της) γιατί «χρόνια δύσκολα ξεδύσκολα, όταν η σκεπή μπάζει, δεν το βάζεις στα πόδια. Μαζευόμαστε και τη φτιάχνουμε»
Κι αλλού : «Η πιο βαριά αρρώστια ήταν αυτή με την Ελλάδα που είχε αρπάξει.»

Περιμένουμε με ενδιαφέρον και τα επόμενα βιβλία της τριλογίας του συγγραφέα.


* Δασκάλα στο 4ο Δημ. Σχ. Σπάρτης