Γράφει ο Δημήτρης Γ. Κατσαφάνας

Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας

Πεντακόσια εξήντα δύο χρόνια πέρασαν από τότε, από τα δραματικά γεγονότα της Άλωσης που συγκλονίζουν την εθνική μνήμη. Προ των ηρωικών υπερασπιστών, γνωστών και ανωνύμων, προ του προμάχου βασιλέως, κλίνουμε το γόνυ και μνημονεύουμε: αιωνία η μνήμη.

Σε καμιά ιστορία οι προσωπικότητες δεν διαδραματίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζουν στην ελληνική. Αλλά και σε καμιά ιστορία δεν είναι η μοίρα των μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων τραγικότερη.
Πρόσωπα μεγαλώνουν μονομιάς το ελληνικό έθνος και πρόσωπα το σπρώχνουν στον όλεθρο. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, προικισμένος με το αισθητήριο της διαγνωστικής δύναμης, αδίχαστος, με ακράδαντη πίστη στη δύναμη του εαυτού του, σήκωσε μόνος του την ευθύνη για την κατάντια της καταρρέουσας, άλλοτε ένδοξης, αυτοκρατορίας. Ως ηγέτης ο Κωνσταντίνος, ήταν ταυτόχρονα ιδεολόγος και ρεαλιστής. Με τα μάτια στραμμένα προς τον ουρανό, είτε προς τη γη γερμένα, το βάδισμά του είναι από πράξεις, από αποφάσεις να σώσει το κράτος, που το κυκλώνει θανάσιμα ο Τούρκος. Από σκληρό και άκαμπτο μέταλλο η ψυχή του, αλλά με την ευκαμψία στην επιλογή των μέσων προς επίτευξη του σκοπού. Είκοσι έξι μόλις χρονών, είχε διαλύσει το Πριγκιπάτο των Φράγκων στην Πελοπόννησο.
Τριάντα εννέα ετών έρχεται δεσπότης στο Μυστρά. Τι βρίσκει στο Μυστρά; Ό,τι στην Κωνσταντινούπολη, ό,τι παντού. Ο πολύς λαός εξαθλιωμένος από την ασήκωτη φορολογία. Παντοδύναμη η βυζαντινή φεουδαρχία. Με ποια ψυχή, ακτήμονες, δουλοπάροικοι θα πύκνωναν τις τάξεις του στρατού που ζητούσαν οι περιστάσεις; Μάταια ο Γεμιστός αγωνιζόταν να πείσει για ριζικές μεταρρυθμίσεις. Ο Κωνσταντίνος είχε έρθει αργά. Ήταν ο μόνος πολιτικός ηγέτης μέσα στους λογοκόπους, ο μόνος θετικός μέσα στους αρνητικούς. Αγωνίστηκε στο Δεσποτάτο του Μυστρά με όλη την ορμητικότητα της ψυχής του, με τόλμη ριψοκίνδυνη. Κανείς δεν μπορούσε να τον αναχαιτίσει, εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του. Στρατηγική η θέση της Πελοποννήσου για την Κωνσταντινούπολη.

Το ανορθωτικό έργο του Κωνσταντίνου το πληροφορείται ο πολύς Βησσαρίων στην Ιταλία. Του γράφει ένα πολυσέλιδο υπόμνημα. Του επισημαίνει την προτεραιότητα των στόχων, τα κύρια προβλήματα, κυρίως κοινωνικά και οργανωτικά που πρέπει να επιλύσει για να σωθεί το κράτος, να αφυπνιστούν επιτέλους οι ξεχασμένες δυνάμεις του έθνους. Τον συγχαίρει και τον ενθαρρύνει. Του γράφει: «Από τη μέχρι τούδε δράση σου, διέγνωσα ότι είσαι αποφασισμένος να επιτελέσεις έργα ηρωικά. Συγκρότησες στρατιωτική δύναμη, δημιούργησες τις προϋποθέσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις. Να ανακουφίσεις τώρα τους μαχητές σου από τις παράλογες φοροεισπράξεις, να σηκώσεις το πεσμένο φρόνημα αυτού του λαού για να ξαναβρεί η ψυχή του την αρχαία ευγένεια. Και πρόσεχε: Την Πελοπόννησο κυβερνάς, των Λακεδαιμονίων άρχεις. Κατάργησε την πολυτέλεια, την επίδειξη πλούτου, τον άμετρο μοντερνισμό, τα πονηρά ήθη που έχουν εισαχθεί από τη Δύση. Τέτοια είναι ξένα από το μέτρο, την ήρεμη φύση των Ελλήνων, οι οποίοι αποκλίνουν προς το καλό και το ωραίο. Οι Έλληνες έχουν ανθρωπιά, είναι γενναίοι και φιλότιμοι. Έργο σου είναι, ηγεμονικότατε άνδρα, να επαναφέρεις την ευνομούμενη πολιτεία των Λακεδαιμονίων».

Ο Βησσαρίων του λέει, ποια είναι τα μεγάλα προσόντα του μεγάλου ηγέτη, προσόντα που έχει ο Κωνσταντίνος: «Είσαι στοχαστικός, λίγο φιλόσοφος, όσο χρειάζεται. Συνδυάζεις τη γνώση με τη θέληση, τη διορατικότητα, τη θεωρία με την πράξη». Και ο Βησσαρίων κάνει μια πρόβλεψη για τον Κωνσταντίνο, πρόβλεψη, η οποία δικαιώνεται από την ιστορία. «Θα αποκτήσεις, του γράφει, όνομα αιώνιο, δόξα λαμπρή (ἀΐδιον ὄνομά τε καὶ εὐκλείας ἕξεις καὶ ζήσεις) αθάνατος στη μνήμη των μεταγενεστέρων γενεών. Δεν θα πεθάνει μαζί με το σώμα σου η φήμη σου και το όνομά σου…. Στείλε στην Ιταλία νέους να εκπαιδευθούν στις νέες τεχνικές μεθόδους, για να μεταφέρουν τις γνώσεις τους, επιστρέφοντας στην πατρίδα. Σου θυμίζω ότι κάπου κοντά στον Ταΰγετο υπάρχει σίδηρος για εξόρυξη και κατασκευή όπλων» κ.λπ.

Ποιος, συμπολίτες μου, δεν βλέπει τις αναλογίες του σήμερα με το τότε; Τα ίδια μόνιμα περίπου προβλήματα και σήμερα. Να που η ιστορία κάποτε επαναλαμβάνεται. Είναι εδώ, βέβαια, τα προτεινόμενα μέτρα του Πλήθωνα, είναι η αγωνία του φιλοσόφου του Μυστρά, αγωνία του Γένους, αγωνία που την ζει βαθύτατα ο δεσπότης Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος θα επεκτείνει το εφήμερο κράτος του μέχρι την Πίνδο.

Αλλά το τέλος είναι εγγύς. Δραματικές ώρες. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 «στέφεται» βασιλέας από τον μητροπολίτη Λακεδαιμονίας σ’ αυτόν το ναό. Αποχαιρετά το δακρυσμένο πλήθος, και, από τη Μονεμβασία, με καταλανικό πλοίο, αναχωρεί για την Πόλη. Ούτε πλοίο δεν διέθεταν οι Βυζαντινοί για τη μεταφορά του.

Τον υποδέχονται στην Κωνσταντινούπολη ως τη μόνη σωτηρία. «Βασιλέα των Ελλήνων», όχι των Ρωμαίων, τον προσφωνεί ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, κορυφαία φυσιογνωμία των γραμμάτων. Η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία ασφυκτιά τώρα κλεισμένη στα τείχη. Η Πόλη, που άλλοτε συγκέντρωνε ένα εκατομμύριο κατοίκους, τώρα περικλείνει το πολύ 100.000. Ο Κωνσταντίνος δεν έχει αμφιβολία, είναι μόνος, βοήθεια από πουθενά. Ο Πάπας, με γράμμα του, απορρίπτει κάθε αίτημα για βοήθεια. Με δυο λόγια, του έλεγε: «Σας σώζουμε από τους Τούρκους, αν υποταχτείτε στη Ρώμη». Στις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε ή δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με το ανθενωτικό πνεύμα που επικρατούσε στο λαό. Μόνος, κατάμονος. Όλοι, την κρίσιμη ώρα, τον έχουν εγκαταλείψει. Ποια, τάχα, συναισθήματα δοκίμασε ο μεγαλομάρτυς βασιλιάς, όταν ο πιστός του Φραντζής τού προσεκόμισε το «κατάστιχον» των υπερασπιστών της Βασιλίδος των πόλεων; 4.793 Έλληνες και 2.000 ξένοι έπρεπε να αντιταχθούν κατά εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων.

Ρίγη προκαλούν οι απλοί λόγοι του Φραντζή «… καὶ ἐκτελέσας τὸν ὁρισμόν αὐτοῦ, φέρων δέδωκα τῷ αὐθέντῃ μου καὶ βασιλεῖ τὸ κατάστιχον μετὰ λύπης καὶ σκυθρωπότητος πολλῆς καὶ ἔμεινεν ἐν ἀποκρύφῳ ἡ ποσότης μόνον εἰς ἐκεῖνον καὶ εἰς ἐμέ». «Έτσι στεκόταν, ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μεσ’ στη λύπη του». Απελπισμένη η ανθρώπινη συνείδηση, κρατιέται ελεύθερη στο χρέος της για λίγη αξιοπρέπεια.

Τι αγωνία να στέκεσαι στις παρυφές της ιστορικής νύχτας, με τη χαραυγή του φωτός στα μάκρη τού ορίζοντα! Το ΟΧΙ του Κωνσταντίνου, στην πρόταση του Μωάμεθ να παραδώσει την Πόλη, να πάρει τα υπάρχοντά του και να ζήσει όπου αλλού θέλει, φθάνει σαν καταπέλτης στον εχθρό: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὐκ ἐμόν ἐστιν οὐτ’ ἄλλου τινὸς τῶν κατοικούντων ἐνταῦθα· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντων αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Η Πόλη ανήκει σε όλους. Δεν είναι ιδιοκτησία του. Τι να παραδώσει ο Κωνσταντίνος; Ανήκει στους πολίτες, ανήκει στους προγόνους που την παρέδωσαν μέχρι τώρα ελεύθερη, ανήκει στις γενεές που έρχονται.
Η μοίρα έχει αποφασίσει πριν απ’ αυτόν. Το σκήπτρο του είναι ταπεινωμένο. Ο Κωνσταντίνος δεν διατάσσει. Παρακαλεί. «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς. Καλῶς γινώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι ὀφείλομεν πάντες, ἵνα προτιμήσωμεν τὸν θάνατον μᾶλλον ἤ τὴν ζωήν, πρῶτον ὑπὲρ πίστεως καὶ εὐσεβείας, δεύτερον ὑπὲρ πατρίδος». Παίρνει τη θέση απλού στρατιώτη. Και επακολούθησε η γιγαντομαχία των ολίγων επάνω στα τείχη. Ο βενετός Νικολό Μπάρμπαρο, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Ο φόνος περί τα τείχη ήταν τόσο μεγάλος, ώστε είκοσι, σαράντα, ογδόντα καμήλων φορτία θα εχρειάζοντο να παραμερίσουν τους νεκρούς». Η κραυγή «ἡ Πόλις ἑάλω» σκορπίζει παντού τον πανικό. Ο Κωνσταντίνος μαχόμενος, «ἀφῆκε φωνὴν μεγάλην». «Οὐκ ἔστι τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τὴν κεφαλὴν ἀπ’ ἐμοῦ;». Ένας Τούρκος τον χτυπάει στο πρόσωπο, ανταποδίδει το χτύπημα ο Κωνσταντίνος, αλλά άλλος Τούρκος τον χτυπά από πίσω και πέφτει νεκρός.

Ο Κωνσταντίνος είναι ο τελευταίος βυζαντινός και πρώτος νεοέλληνας. Ήταν 49 ετών, τριών μηνών και είκοσι ημερών. Ο δικέφαλος αετός, που είναι ανάγλυφος στο δάπεδο του ναού αυτού και ήταν κεντημένος στα πέδιλα του βασιλιά, ανυψώθηκε πάνω από την ερημωμένη Πόλη, χτύπησε βροντερά τις μεγάλες φτερούγες του και έγινε προάγγελος του 1821. Τον αγώνα του Κωνσταντίνου θα συνεχίσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για να προκύψει το μικρό ελλαδικό κράτος και τελικά, με συνεχείς αγώνες να επεκταθεί στα σημερινά φυσικά του όρια.

Οι Παλαιολόγοι, οι Γεμιστοί, οι Χαλκοκονδήληδες, όλοι εκείνοι, πνεύματα ανήσυχα, που έζησαν εδώ στο Μυστρά, και μαζεύονται ακόμη τις νύχτες στην αυλή τού μοναστηριού τής Παντάνασσας για να θυμηθούνε τα παλιά, είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Έλληνες λόγιοι, που πήραν το δρόμο της ξενιτειάς και μίλησαν την ψυχρή λατινική για να διδάξουν, που αγωνίστηκαν και πέθαναν ελεύθεροι, όλοι αυτοί είναι πρόδρομοι της νεοελληνικής μας συνείδησης και, ως ένα βαθμό, και της ευρωπαϊκής. Αντιμετώπιζαν το πρόβλημα του τουρκικού κινδύνου ως κοινό χρέος της χριστιανικής Ευρώπης.
Ο Κωνσταντίνος, φορέας της εθνικής μας συνείδησης, από τους τραγικότερους μέσα στους τραγικούς, ατυχώς είχε έρθει σε περίοδο, που ο πολιτικός θάνατος του Βυζαντίου συνοδεύεται από ισχυρές πνευματικές δονήσεις, από ιδεολογικές αντιθέσεις και θεολογικές συγκρούσεις. Σ’ αυτά, οι παλαιότεροι ερευνητές είδαν μόνο τα συμπτώματα της παρακμής και της αποσύνθεσης, άλλοι πάλι, νεώτεροι, είδαν τη διαδικασία της διαμόρφωσης της νεοελληνικής ταυτότητας. Είδαν τη γέννηση του νέου Έλληνα, το πρόσωπο του νέου εθνικού τύπου, που μπήκε στη σκηνή της Νεώτερης ιστορίας. Θα θυμίσω εδώ, ότι η ιστορία τού Ελληνισμού είναι μια δυναμική πορεία μέσα από αντίθετους κόσμους, από πολιτισμικές αντιθέσεις και αντινομίες, είναι μια δυναμική σύνθεση ιδεαλισμού και ρεαλισμού που συχνά αδυνατούμε να την κυριαρχήσουμε, να γίνει περιεχόμενο συνείδησης.

Είναι δύσκολη, βλέπετε η ελληνικότητα. Αν οι ιστορικές μας καταβολές βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, οι υπαρξιακές μας ρίζες είναι στο Βυζάντιο. Οι σχέσεις μας με τους αρχαίους είναι ιστορικές, οι σχέσεις μας με τους Βυζαντινούς Έλληνες είναι σχέσεις υπαρξιακές, όπως οι σχέσεις του παιδιού με τους γονείς. Η οικουμενικότητα του Βυζαντινού Ελληνισμού ενόχλησε ανέκαθεν τους Δυτικούς. Να ξεχαστεί, λοιπόν, το Βυζάντιο, το παράξενο και ιδιόρρυθμο Βυζάντιο. Προσθέστε εδώ και την «υστερία των φωτισμένων γραικών» για τα «φώτα» τής Ευρώπης, την αποστροφή τους σε ό,τι τους θύμιζε Βυζάντιο. Τους ενδιέφερε μόνο η αρχή, η κλασική Ελλάδα και όχι η συνέχεια, η νεοελληνική πραγματικότητα. Αιώνες ολόκληρους η μεθοδευμένη άγνοια κάλυψε το Βυζάντιο με πυκνή ομίχλη, περίπου το ταύτισε με το Δυτικό Μεσαίωνα.

Η νεκρώσιμη ακολουθία της Αυτοκρατορίας στην Αγιά Σοφιά τελείωσε, όχι όμως και στη λαϊκή ψυχή. Ο Κωνσταντίνος, ο τελευταίος του Γένους αυτοκράτορας, ξεσηκωνόταν πρώτος σε όλες τις επαναστάσεις της φυλής.
Και ο Λεωνίδας και ο Κωνσταντίνος αγρυπνούσαν στις σκοπιές της Ιστορίας. Τραγικοί στη μοναξιά τους, τραγικότερος ο Κωνσταντίνος. Ο Λεωνίδας αφήνει πίσω του μια ισχυρή Σπάρτη, πλήθος ελληνικών πόλεων που θα αναχαιτίσουν τον επιδρομέα. Ο Κωνσταντίνος βαδίζει προς τον Γολγοθά του, αφήνοντας πίσω μαύρη νύχτα, φριχτές σκηνές, θρήνους που αγκαλιάζουν την παγκόσμια θλίψη. Και ο Λεωνίδας και ο Κωνσταντίνος είπαν το μεγάλο ΟΧΙ στην απρόσωπη, ισοπεδωτική μάζα τής Ασίας. Το γεγονός είναι τεράστιο στην ηθική του σημασία. Στην Ελλάδα δεν υπήρξαν μάζες, υπήρξαν πρόσωπα, δηλαδή συνειδήσεις.

Κλείνοντας θα επικαλεσθώ το λόγο του Αντρέ Μαλρώ, μιας ενορατικής μεγαλοφυΐας της Γαλλίας, λόγο που τον είπε προ ετών στη σκιά του Παρθενώνα: «Το ΟΧΙ του 1940 είναι το ίδιο με του Προμηθέα και της Αντιγόνης. Αυτός ο λαός που γιορτάζει το ΟΧΙ, είναι ο ίδιος που πολέμησε στον Μαραθώνα, που έψαλε τα νικητήρια τροπάρια μέσα στην Αγιά Σοφιά και που θυσιάστηκε στο Σούλι και στο Μεσολόγγι». Όλοι αυτοί που θυσιάστηκαν, και οι υπερασπιστές τής Πόλης και ο μεγαλομάρτυρας του Ελληνισμού Κωνσταντίνος, έγειραν στο χώμα και κοιμήθηκαν στη γη που γέννησε την πιο πανάρχαιη άρνηση του ελεύθερου ανθρώπου. Η θυσία τού Κωνσταντίνου είναι η βεβαίωση της ανεξαρτησίας της ελληνικής ψυχής σε μια βαρειά αντινομική στιγμή, καθώς συνδυάζει νεανικότητα και μεγάλη κληρονομιά, νεανικότητα που την ανέκοψε η μακρά νύχτα της Τουρκοκρατίας.

Στο σταυροδρόμι των τριών ηπείρων, ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενους, αρπακτικούς ιμπεριαλισμούς, ας είναι για μας εγγύηση μιας άγρυπνης συνείδησης και πολιτικής αγωγής, στους καιρούς που ζούμε. Και μη ξεχνάμε ότι η Ιστορία δεν διδάσκει τόσο με τις νίκες, όσο με τις ήττες και τα μοιραία λάθη.

Εκφωνήθηκε στον Ἀγιο Δημήτριο, Μητρόπολη τού βυζαντινού Μυστρά, την Παρασκευή, 29η Μαΐου 2015,
παρουσία τού Προέδρου τής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr