Γράφει ο Θοδωρής Τσιγκουράκος*

Μήνας Μεταγειτνιών, καλοκαίρι του 490 π.Χ., Αθήνα : Ακολουθώντας τις αυστηρές διαταγές του Δαρείου Α’, Βασιλιά της Περσίας για την υπόταξη όσων ακόμη Ελληνικών πόλεων δεν είχαν δώσει «γή και ὕδωρ», ο πανίσχυρος περσικός στρατός υπό την διοίκηση των στρατηγών Δάτι και Αρταφέρνη εισβάλλει στην Ερέτρια και στρατοπεδεύει στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Επόμενος πολεμικός στόχος η Αθήνα. Υπό την απειλή αυτή, οι Αθηναίοι συγκαλούν την Eκκλησία του Δήμου και αποφασίζουν να στείλουν στη Σπάρτη τον ικανότερο «ημεροδρόμο» της εποχής, τον 25χρονο Φειδιππίδη, προκειμένου να ζητήσουν τη συνδρομή των γενναίων Σπαρτιατών στη μάχη του Μαραθώνα εναντίον των Περσών. Μέσα σε διάστημα 40 ωρών, ο Φειδιππίδης καταφθάνει στη Λακωνική γη μεταφέροντας το αίτημα του Μιλτιάδη.

26 Σεπτεμβρίου 2015, Σπάρτη:
Αθλητές από κάθε γωνιά της γης αναβιώνουν τον άθλο του νεαρού Φειδιππίδη και η Σπάρτη ετοιμάζεται να τιμήσει για ακόμα μια χρονιά τη σπουδαία αυτή επέτειο. Είναι το περίφημο «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ» (Σπάρτη + ἄθλος).

Τα ιστορικά γεγονότα της μάχης του Μαραθώνα είναι πασίγνωστα. Επίσης ξακουστή είναι η στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών που τους καθιστούσε γενναίους πολεμιστές. Υπήρχε όμως μέριμνα για την πνευματική τους εξέλιξη; Λάμβαναν και κάποια άλλου είδους αγωγή οι νεαροί Σπαρτιάτες και Σπαρτιάτισσες;

Η αγωγή των Σπαρτιατών άρχιζε σχεδόν αμέσως από τη βρεφική τους ηλικία. Υπό την προϋπόθεση ότι το βρέφος είχε γεννηθεί αρτιμελές και υγιές, παραδιδόταν στους γονείς του, από τους οποίους ανατρεφόταν μέχρι τα επτά του χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό, η ευθύνη της σωματικής και ψυχικής διάπλασης του βρέφους ανήκε στην οικογένειά του, η οποία έπρεπε να το αναθρέψει με τρόπο λιτό, χωρίς σπάργανα προκειμένου να καταστεί «εὔμορφον, εὐκίνητον καί ἄφοβον». Από την ηλικία των επτά ετών και μετά, τα νεαρά παιδιά παραλάμβανε η πόλη, η οποία και αναλάμβανε την εκπαίδευσή τους.

Στην ηλικία των 7-11 ετών, τα νεαρά αγόρια γυμνάζονταν συνεχώς, παράλληλα όμως μάθαιναν λίγη γραφή και ανάγνωση – η διδασκαλία των οποίων εντατικοποιείται όταν μεγαλώσουν - στο πλαίσιο της κάλυψης των καθημερινών αναγκών. Από τη μικρή αυτή ηλικία διδάσκονταν να είναι σεμνοί, να σέβονται και να τιμούν τους γέροντες και να μιλούν μόνο όταν ερωτώνται μέσω σύντομων και ευφυών απαντήσεων.

Από το 12ο μέχρι το 20ο έτος τους οι νέοι ζούσαν σε στρατώνες, μακριά από την οικογένεια. Εκτός από το να γυμνάζονται, διδάσκονταν μουσική, ποίηση, χορό και συνέχιζαν να καλλιεργούν «το λακωνίζειν», δηλαδή τις αρετές της ακρίβειας και της συντομίας. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν τη μουσική σπουδαιότατο μάθημα, γι’ αυτό εξάλλου και όλοι οι νέοι ανεξαιρέτως διδάσκονταν αυλό, κιθάρα και δωρική (λιτή) αρμονία. Μάθαιναν επίσης ποιήματα που εξιστορούσαν κατορθώματα γενναίων προγόνων, μελετούσαν τον Όμηρο και συνέθεταν ύμνους και εμβατήρια με τα οποία επαινούσαν το θάρρος, περιφρονούσαν το θάνατο και υμνούσαν τους θεούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο
Πίνδαρος, «αν και οι Σπαρτιάτες νομίζονται άξεστοι πολεμιστές, πηγαίνουν στη μάχη υμνώντας όχι το θεό Άρη και τη θεά Αθηνά αλλά περισσότερο τις Μούσες και τη χάριτα Αγλαΐα». Σημαντική επίσης θεωρούσαν τη διδασκαλία του χορού, στην οποία εξασκούνταν από τα 5 έτη. Ήδη πριν την εισαγωγή του στην Αθήνα τον 6ο αιώνα π.Χ. ως αγωνίσματος των Παναθηναίων, οι Σπαρτιάτες διδάσκονταν τον «Πυρρίχειο» χορό, τον οποίο οι χορευτές εκτελούσαν κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία, αναπαριστώντας κινήσεις σε ώρα πολέμου. Εκτός από το χορό αυτό, οι Σπαρτιάτες διδάσκονταν είδη Κρητικών χορών και, σε κάθε περίπτωση, χορούς που ωθούσαν στην εκγύμναση του σώματος και στην ανύψωση του ηθικού.

Ξεχωριστή θέση στην εκπαίδευση λάμβανε φυσικά το σπαρτιατικό σχολείο. Δεδομένου ότι η εγγραφή σε αυτό γινόταν μόνο έναντι συνεισφοράς, το σπαρτιατικό σχολείο απευθυνόταν κυρίως στους «ομοίους», αφού κατ’ εξοχήν αυτοί είχαν την απαιτούμενη οικονομική δυνατότητα ως η κορυφή της σπαρτιατικής κοινωνικής πυραμίδας. Παιδιά άλλων κοινωνικών τάξεων γίνονταν δεκτά μόνο έναντι αυξημένου αντιτίμου, προκειμένου να συνοδεύονται στο σχολείο από εντεταλμένους δούλους, αλλά ακόμη και τότε, δεν τους αποδιδόταν η ιδιότητα του πολίτη. Οι «μόθωνες» ή «μόθακες» γίνονταν κατά περίπτωση δεκτοί και μετά την ολοκλήρωση της σπαρτιατικής αγωγής μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, κάτι που όμως δεν συνέβαινε με τους «τροφίμους».

Σημαντική πτυχή της κοινωνικής και πνευματικής ζωής των νεαρών Σπαρτιατών ήταν η παρουσία τους στα «φειδίτια», δηλαδή στις κοινές τράπεζες (συσσίτια). Ο πατέρας συνόδευε το νεαρό αγόρι σε αυτά, ενώ τα νεαρά κορίτσια παρέμεναν στο σπίτι κι έπαιρναν το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους. Τα συσσίτια απέβαιναν καθοριστικά για την καλλιέργεια του πνεύματος των νεαρών, καθώς σε αυτά γινόταν πολύς λόγος για τα ζητήματα της πόλης και οι νέοι εκπαιδεύονταν στη σωφροσύνη, στο σεβασμό, στην ακρόαση και στην τήρηση των πολιτικών λόγων. Η συμμετοχή ανδρών Σπαρτιατών κάθε ηλικίας στα συσσίτια αποσκοπούσε στην κοινωνική αλληλεπίδραση των γενεών και στην ανταλλαγή ποικίλλων απόψεων. Όσοι συνέτρωγαν σε κοινό τραπέζι ονομάζονταν «σύσκηνοι», συνδέονταν με στενή φιλία και συνήθως πολεμούσαν μαζί. Μοναδικό μελανό σημείο ήταν ότι καθένας από τους «σύσκηνους» όφειλε να εισφέρει ένα βαρύ αντίτιμο (ένα μέδιμνο κριθάρι, οκτώ χοές οίνου, πέντε μνες τυρί και μια μνα σύκα μηνιαίως), καθώς τα συσσίτια δεν υπάγονταν στις δημόσιες δαπάνες.

Αδιαμφισβήτητη καινοτομία της σπαρτιατικής κοινωνίας έναντι των περισσοτέρων ελληνικών πόλεων συνιστούσε η συμμετοχή των «νεαρών κορασίδων» στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι Σπαρτιάτισσες κόρες χόρευαν και έψαλλαν στις γιορτές, διδάσκονταν τη μουσική και τη συντομία του λόγου και, φυσικά, εξασκούνταν στο τρέξιμο, στα άλματα και στην πάλη ώστε να σκληραγωγήσουν το σώμα και το πνεύμα, να αποβάλλουν το φόβο και τη συστολή και να καταστούν «άξιες μητέρες άξιων τέκνων».

Είναι, νομίζω, κατανοητό ότι ακόμα και μια σύντομη ματιά στην καθημερινή ζωή της σπαρτιατικής κοινωνίας αρκεί για να καταρρίψει την άποψη πως οι Σπαρτιάτες ήταν ένα «αποκλειστικά πολεμικό έθνος με μόνη ἐγνοια τα στρατιωτικά γυμνάσια και την προετοιμασία των μαχών». Λέγεται άλλωστε πως όταν ο Ανάχαρσις, Σκύθης ηγεμόνας και σοφός, επέστρεψε από τα ταξίδια του, ανέφερε ότι «οι Σπαρτιάτες ήταν η μόνη ελληνική φυλή με την οποία κατόρθωσε να συζητήσει λογικά γιατί μόνο αυτή είχε το χρόνο να είναι σοφή».

*Φιλόλογος - Γλωσσολόγος







* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr