Γράφει η Ιωάννα Σταθοπούλου

ΣΠΑΡΤΗ. Στο νέο της μυθιστόρημα η συγγραφέας οδηγεί τους ήρωές της σε ένα χώρο αδρό και τραχύ, σ’ ένα φαράγγι. Εκεί τα εφτά αδέλφια, οι Λιόδηδες, από πενήντα δύο έως εβδομήντα δύο χρόνων, τέσσερις άντρες και τρεις γυναίκες, με καθυστέρηση δέκα επτά χρόνων θα εκπληρώσουν ένα παλιό τάμα. Το 1997 στο τραπέζι μετά την κηδεία του πατέρα τους, παρουσία της μάνας τους, ορκίστηκαν να περάσουν ένα φαράγγι μόνοι τους, χωρίς συζύγους και παιδιά, σαν φόρο τιμής στον πατέρα.

Την Κυριακή, 11 Μαίου 2014, παραμονές τοπικών και υπερεθνικών εκλογών, μετά από καθυστερήσεις και κωλύματα διάφορα θα ξεκινήσουν να διασχίσουν το Ασφεντιανό φαράγγι στα Σφακιά κάτω από «το δέος των Λευκών ορέων», αφού συγκεντρώθηκαν απ΄ όλα τα μέρη όπου ζουν, Καστοριά, Αλεξανδρούπολη, Αθήνα, Φεράρα.

Η ημερομηνία εντάσσει αναπόφευκτα την ιστορία στο στενόχωρο κλίμα της εποχής μας, χωρίς όμως να επισκιάζει τα μυστικά και τα βάρη, που σέρνονται στη σκιά. Τελικά αυτά τα βάρη είναι στο κέντρο της ψυχής και της συνείδησης των εφτά αδελφών. Θα κατορθώσουν όμως να τα εκστομίσουν, να τα αποκαλύψουν στους άλλους , αφήνοντας και στους δικούς τους ώμους ένα μέρος από το φορτίο τους;
Ποιο το βάρος της αποκάλυψης και ποιο της αποσιώπησης ενός μυστικού;
Είναι αλήθεια, πάντα εφικτό να ανοίγουμε την καρδιά μας στους άλλους, να ξεγυμνώνουμε τα σωθικά μας ;

Θα πεζοπορήσουν λοιπόν συζητώντας, αναπολώντας το κοινό τους παρελθόν άνθρωποι που ακολούθησαν διαφορετικές πορείες στη ζωή, με διαφορετικά βιώματα και διαφορετικές ανάγκες. Στην πορεία τους αυτή θα μάθουμε για το θάνατο των γονιών τους μέσα από τις διηγήσεις τους και θα ακούσουμε τα πρόσφατα και παλιά βάσανα τους. Η Ευδοκία θρηνεί το θάνατο του άντρα της, του Μάρκου, που χρεωκόπησε και αυτοκτόνησε, ενώ η Ινώ, που την πρόδωσε και εγκατέλειψε ο σύζυγος, προσπαθεί να γυρίσει στο ασφαλές παρελθόν και να ανασύρει αγαπητικές οικογενειακές μνήμες. Η Θεώνη που περιποιήθηκε και συμπαραστάθηκε στη μάνα τους στα τελευταία της, έχει απομείνει μόνη της στη ζωή ζωγραφίζοντας κατά παραγγελία και περνάει από τις εικόνες των τοπίων σ’ εκείνες των σωμάτων, έχοντας κάνει ένα συγκλονιστικό ταξίδι στο ετοιμοθάνατο σώμα της μάνας της – με την ψυχή και τη φαντασία της – λίγο πριν ξεψυχήσει.

Ο Ελισσαίος, αποδιοπομπαίος στην αρχή λόγω της ομοφυλοφιλίας του, κατόρθωσε να κερδίσει την αποδοχή τους μαζί με τον Ιταλό φίλο του Μάουρο, Μαύρο κατά τη μάνα τους, που τον αγάπησε και από ευγνωμοσύνη, επειδή έσωσε το παιδί της από «το δρόμο», τους κληροδότησε το ετοιμόρροπο πατρικό της. Ο Γεράσιμος, στρατευμένος αριστερός, έχασε το μαγαζί και την περιουσία του και δουλεύει ταξιτζής στην Αθήνα καταπίνοντας την περηφάνια και την πίκρα του, χωρίς να νιώθει καμιά χαρά τώρα που η Αριστερά «είναι μπροστά». Ο Βαρδής, ο μεγάλος, που όλους τους νοιάζεται, αντιμετωπίζει κι αυτός προβλήματα με τα παιδιά του. Και τέλος θα ακούσουμε το τρομερό μυστικό του Αργύρη, άλλοτε Τζέιμς Ντιν της οικογένειας, που αφορά τον αχώριστο φίλο του, που χάθηκε στα φουρτουνιασμένα, παγωμένα νερά της Νότιας Αυστραλίας, όταν το πλοίο τους βυθίστηκε και ο Αργύρης με άλλους έξι ναυαγούς τον θυσίασαν, για να σωθούν. Μυστικό που τον έστειλε στην «εξορία» της Αλεξανδρούπολης και τον κατάντησε ανθρώπινο κουρέλι, ψυχικά και σωματικά.

Όλα τα τραγικά γεγονότα εξελίσσονται με τρόπο δραματικό στη διάρκεια μιας ημέρας, καθώς η συγγραφέας εγκιβωτίζει τόσες ιστορίες στις λίγες ώρες της πορείας και ο αφηγημένος και ο αφηγηματικός χρόνος βρίσκονται σε τέλεια αρμονία. Ο λόγος της χαρακτηρίζεται από προφορικότητα και λιτότητα, είναι πηγαίος και ζωντανός.
Το κείμενο πυκνό και σφιχτοδεμένο με συγκλονιστικές εικόνες της φύσης και των ανθρώπων.

Υπάρχει πλημμυρίδα συναισθημάτων, που αναδύονται από τα σώψυχα τους, καθώς βαδίζουν στο φαράγγι, στα σώψυχα της γης. Απ ΄αυτήν την άποψη η επιλογή του φαραγγιού είναι ένα εφεύρημα και ένας συμβολικός τόπος. Καταδύθηκαν στα έγκατα της γης αλλά και των εαυτών τους, για να ξαναβρούν νήματα που τους ενώνουν και να αναμετρηθούν με τη μοναξιά τους και τα ηθικά και ψυχικά φορτία τους. Οι παράλληλες ιστορίες τους, που κρύβουν δράματα άγνωστα και απέλπιδα παρουσιάζονται με ρεαλιστικό τρόπο. Μπαίνει βαθιά στην ψυχή του κάθε ήρωα, μας λέει τι σκέφτεται, τι αισθάνεται, τι κρύβει, τι νοσταλγεί, γιατί πενθεί, τι ελπίζει με τρόπο επίμονο και σχεδόν χειρουργικό. Αφουγκράζεται και τους ψιθύρους και τις φωνές και τις κραυγές και μ΄ αυτά χρωματίζει το κείμενο της . Παρουσιάζει κατά το μάλλον ή ήττον τους χαρακτήρες με μια ισομέρεια, ακόμα και τους δευτερεύοντες, για να τους δώσει χώρο και χρόνο, ώστε να είναι πειστικοί. Και οι ήρωες της είναι απλοί άνθρωποι, χωρίς σπουδαία καταγωγή και παράσημα, που χτυπιούνται στις μυλόπετρες των προσωπικών δυσκολιών και αδιεξόδων αλλά και της σύγχρονης ανελέητης πραγματικότητας. Καθώς η συγγραφέας βλέπει από την οπτική γωνία του καθενός ξεχωριστά σαν ένας παντογνώστης αφηγητής ό,τι τους ενώνει και ό,τι τους χωρίζει, φτιάχνει μια παλέτα οικογενειακών σχέσεων.

Τελικά « το φαράγγι», παρόλο που ένα από τα βασικά του μοτίβα είναι η μοναξιά, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για το δόσιμο και το δέσιμο. Μπορεί το στοίχημα να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους να αποδεικνύεται δύσκολο, όμως η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο και η ζεστασιά της οικογενειακής φροντίδας είναι ένα αποκούμπι. Η ίδια η συγγραφέας το χαρακτηρίζει σαν βιβλίο νοσταλγικό, «είναι ο νόστος για ανθρωπιά, για πιο βαθιές από καρδιάς σχέσεις». Ισως η Καρυστιάνη μας καλεί να σκεφτούμε μήπως αυτή είναι η επανάσταση που χρειαζόμαστε σήμερα, για να τα βγάλουμε πέρα. Η τελευταία φράση του μυθιστορήματος

« Από σήμερα γερνάμε όλοι μαζί» ίσως είναι και το μότο του.