Γράφει η Ερασμία Χίου

Δεκατέσσερα διηγήματα με άξονες τον έρωτα, τη μοναξιά, τον χρόνο και τον θάνατο. Ιστορίες όπου εναλλάσσεται το κλασικότροπο με το αντισυμβατικό, και το ρεαλιστικό με το παράλογο, διατηρώντας πάντα ενιαία στιλιστική άποψη.

Γραφή στακάτη, ενίοτε μελαγχολική και μικρές καθημερινές στιγμές, λεπτομέρειες αλλά και τρυφερές συνήθειες, με την υπέροχη γραφή του Ευσταθιάδη, δίνοντας μια κινηματογραφική αίσθηση.

Ένας άνθρωπος περιφέρεται μέσα σε ένα διαμέρισμα, σε ένα ιατρείο, σε μια αίθουσα, στην παραλία, …, παίρνει αφορμή από διάφορα αντικείμενα, θυμάται και αισθάνεται. Ο συγγραφέας βάζει το μεγεθυντικό του φακό σε καθένα από αυτά και, ξεκινώντας πολλές φορές από μια απλή περιγραφή, αφήνεται, θέλοντας και μη, σε μια ανασκόπηση ενός συγκεκριμένου γεγονότος και μαζί, των συναισθημάτων, της ζωής και του χρόνου, όχι όμως με την έννοια της αναμέτρησης αλλά της παρατήρησης.

Αυτή η διαδικασία συντελείται μέσα από ένα παιχνίδι λέξεων. Γράφει, ευμετάβλητος ή μεταποιήσιμος ή μεταμορφώσιμος ή, και ακόμα, μεταπλαστός, αναγώγιμος, αβέβαιος, ευαλλοίωτος, ρευστός, εξίτηλος, πρωτεϊκός Η αφήγηση αφορά μια καθαρά εσωτερική διεργασία, όπου οι λέξεις δεν αρθρώνονται για να ακουστούν. Είναι για να σχηματοποιούν τις αναμνήσεις και να τις αποτυπώνουν στο χαρτί, για να δίνουν υπόσταση κι εκτόπισμα στις σκέψεις και στα συναισθήματα, λες κι «έγιναν σιωπή και εγκλωβίστηκαν σε μαύρο κέλυφος μοναξιάς».

Μέσα από την ψευδαισθητική έμφαση με την οποία απεικονίζονται, ο συγγραφέας φέρει όλη τη δυναμική εικόνων που διαβιούν μεν στη μοναχική σιωπή του παρελθόντος, αλλά δεν παύουν να κάνουν έντονα αισθητή την παρουσία τους και στο παρόν. Πετυχαίνοντας έτσι, μέσα από την τελεσιδικία της γραμμής ενός βιβλίου, να διαχωρίσει τη μορφή και να αποτυπώσει ένα πρόσωπο ρευστό, ευμετάβλητο και, άρα, ευπροσάρμοστο στη χαρά, τη θλίψη, τη στέρηση, την πλησμονή, τη μοναξιά, τον χρόνο και τον θάνατο.