Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

-Τα «Κύματα του Δουνάβεως» , Μεγάλη Τρίτη , στο κέντρο της Σπάρτης ;
-Ναι , τα « Κύματα του Δουνάβεως» , Μεγάλη Τρίτη , στο κέντρο της Σπάρτης !!!
Μπροστά στη μεγάλη Τράπεζα της πόλης , κοντά στο ΑΤΜ , στεκόταν ολόρθος ο Μουσικός !
Ψηλός , αδύνατος , φτωχοντυμένος , πολύ μελαχρινός , μ’ ένα μικρό παλιό ακορντεόν στα χέρια , σκόρπιζε τις αιώνιες μελωδίες του Στράους στον ανοιξιάτικο αέρα .
Ξένος ήταν ! Από πού είχε έρθει , άγνωστο . Πού πήγαινε , άγνωστο !
Ποτέ κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει ένας Μουσικός ! Μόνο τη Μουσική του αφήνει !
Γύρω του κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν .
Πολύ λίγοι έριχναν ένα κέρμα στο πιατάκι που στεκόταν πάνω στ’ ακορντεόν.
Λιγότεροι απλά χαμογελούσαν στο άκουσμα .
Περισσότεροι , στενάχωροι και αδιάφοροι , χαμένοι στα προβλήματα και τις σκοτούρες τους , τον προσπερνούσαν σαν να μην υπήρχε .
Όταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι έφτιαχναν το Μύθο του Ορφέα , που με τη Μουσική του εξημέρωνε τα θηρία , σίγουρα δε μπορούσαν να φανταστούν , ότι θα ’ρχόταν καιρός πάνω σ’ αυτή τη Γη των Μύθων και των Ηρώων , που η Μουσική δεν θα ημέρωνε ούτε τους εξαχρειωμένους ανθρώπους !!!
Κι όμως ο Μουσικός χαμογελούσε ! Και τους κοίταζε όλους στα μάτια ! Και τα δάχτυλά του πετούσαν πάνω στα άσπρα και τα μαύρα πλήκτρα και η φυσούνα του ακορντεόν άνοιγε κι έκλεινε μέσα στα δυο του χέρια και τα βαλς και τα τανγκό και οι ρούμπες άρπαζαν τις ανοιχτές ψυχές και τις στροβίλιζαν σε μιαν αόρατη πίστα χορού μακριά από τα γήινα.
Η μακρινή του πατρίδα , τα παιδικά του όνειρα , η φτώχεια , η προσφυγιά , η πείνα , η αρρώστια , η κούραση , η ελπίδα … όλα , μα όλα , γίνονταν νότες και οι νότες μουσική και η μουσική λύτρωση , πρώτα για τον Μουσικό κι ύστερα για τους «χορευτές» .
Έριξα ένα νόμισμα στο πιατάκι του ακορντεόν και ζήτησα απ’ το Μουσικό να μου χαρίσει μια φωτογραφία . Υποκλίθηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο , χωρίς να σταματήσει να παίζει μια τσιγγάνικη μελωδία .
Τον φωτογράφισα , τον χαιρέτισα μ’ ένα γνέψιμο κι εκείνος μου ανταπέδωσε αλλάζοντας το σκοπό σ’ ένα επαναστατικό … «bella ciao»:
Una mattina mi son svegliato
o bella ciao, bella ciao, bella ciao, ciao, ciao,
una mattina mi son svegliato
e ho trovato l'invasor.
O partigiano, portami via,
o bella ciao...
o partigiano, portami via
che mi sento di morir.
Ένα πρωί ξύπνησα
Ω! ομορφιά μου , αντίο , αντίο , αντίο
ένα πρωί ξύπνησα
και βρήκα τον εισβολέα .

Ω! Αντάρτη , πάρε με μακριά
Ω! ομορφιά μου , αντίο , αντίο , αντίο .
Ω! Αντάρτη , πάρε με μακριά
γιατί αισθάνομαι ότι θα πεθάνω .

Μακάρι , ξένε Μουσικέ , να μπορούσε να γίνει αντάρτης η Μουσική σου και να σε πάρει μακριά , εκεί πίσω στη όμορφη πατρίδα σου , εκεί που σε νανούρισε κάποτε η μάνα σου , στα πράσινα λιβάδια που έπαιζες με τ’ άλλα παιδιά και στα ψηλά βουνά , κοντά στους ανθρώπους που αγάπησες και σ’ αγάπησαν , εκεί που είναι θαμμένα τα κόκαλα των παππούδων σου , εκεί που τα πουλιά τραγουδάνε τις ίδιες μουσικές με το ακορντεόν σου.
Μακάρι , Μουσικέ !