Γράφει ο Χρήστος Πλειώτας*

Νέος Δικηγόρος στο ξεκίνημά μου, κατά την αναζήτηση του βηματισμού μου στις αίθουσες των Ποινικών Δικαστηρίων, άκουγα απ’ τους παλαιότερους συναδέλφους μου, να αποκαλούν την «επιείκεια» δίδυμη αδερφή της Δικαιοσύνης.

Μού άρεσε η έκφραση, με συνεπήρε ο συνειρμός: Δικαιοσύνη – Επιείκεια και άρχισα να επενδύω στο δίπολο αυτό, ως υπερασπιστής κατηγορουμένων πολιτών, ιδίως όταν αντιμετώπιζα Δικαστές σκληρούς και άτεγκτους που ήξεραν μόνο το ΕΝΟΧΟΣ!!!

Ανοίγω μία παρένθεση: Ύστερα από 25 σχεδόν έως σήμερα χρόνια μάχιμης ποινικής κυρίως Δικηγορίας, επειδή μου επιτρέπεται πλέον να λέω να και να γράφω κάποια πράγματα με το όνομά τους, Σας λέω ότι δυστυχώς μία μεγάλη ακόμα μερίδα Δικαστών, βάζω μέσα και τους Εισαγγελείς, δεν εμφορούνται από πνεύμα επιεικείας και Δικαιοσύνης, αλλά μόνο από πνεύμα «υποκειμενικής δικαιοκρισίας»: Επιβάλουν δηλαδή με άκρα αυστηρότητα την ποινή που προβλέπει ο Νόμος, όταν πληρούται από τυπικής πλευράς η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος. Ευτυχώς όμως που σ’ όλες τις εποχές υπάρχει ηχηρή μερίδα Δικαστών και Εισαγγελέων που σώζει το Ποινικό – Δικονομικό μας σύστημα: Είναι οι ακομπλεξάριστοι Δικαστές και Εισαγγελείς που διακρίνουν το προσωπικό απ’ το ουσιαστικό στοιχείο στην απονομή της Δικαστικής Δικαιοσύνης, που αναγνωρίζουν το δικαίωμα του λόγου και της έκφρασης, που δεν «εκβιάζουν» την υποταγή όλων στην δική τους περί δικαίου αντίληψη, που δεν απονέμουν δικαιοσύνη αναλόγως του συνηγόρου, που ξέρουν και κάνουν πράξη το αξίωμα του Νομικού μας πολιτισμού, που είναι ο ανθρωποκεντρισμός του.

Θυμάμαι πριν από μία περίπου εικοσαετία όταν σ’ ένα ποινικό δικαστήριο της πόλης μας, ένας Αντιεισαγγελέας που ήξερε μόνο το «ένοχος», όταν κάποια στιγμή δεν έβγαινε με τίποτε η ενοχή και έπρεπε να προτείνει την αθώωση του κατηγορουμένου, δειλά ψέλλισε: «Προτείνω την απαλλαγή του κε Πρόεδρε». Τότε από το έδρανο του συνηγόρου της υπεράσπισης χαριτολογώντας και με καλή πάντα προαίρεση του είπα: Γιατί κε Εισαγγελεύ δεν λέτε μία φορά «Προτείνω την αθώωσή του κε Πρόεδρε» έτσι για να το ακούσουμε;». Ας είναι καλά δεν τον κακίζω. Μαθαίνω ότι Προοδεύει και δικαιολογώ, όσο και αν αντιδρώ τους Δικαστές και τους Εισαγγελείς που θεωρούν πάν κατηγορούμενο ένοχο και όχι αθώο, έως αποδείξεως της ενοχής του.

Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι με το ερώτημα που πάντα με έκανε να αναζητώ απάντηση: Γιατί άραγε η επιείκεια να είναι η δίδυμη αδερφή της Δικαιοσύνης; Γιατί αδερφή της Δικαιοσύνης να μην είναι η άτεγκτη εφαρμογή του Νόμου; Γιατί Δικαιοσύνη να μην είναι η αποκοπή του χεριού σ’ αυτόν που κλέβει ή η καταδίκη του σε μία πολυετή κάθειρξη που του στερεί την προσωπική του ελευθερία και τον φοβίζει τόσο, ώστε να μην ξανακλέψει; Γιατί να μην είναι η αποκοπή του «μορίου» του βιαστή; Γιατί να μην είναι η θανάτωση ή πάντα η ισόβια κάθειρξη αυτού που σκοτώνει άνθρωπο; Γιατί να χρειάζεται η επιείκεια στον άνθρωπο που εγκληματεί και θέτει τον εαυτό του στην κρίση της Δικαιοσύνης;

Δεν είναι σχηματικά τα ερωτήματα αλλά απολύτως πραγματικά. Άλλωστε μην ξεχνάτε ότι στον χώρο της Ευρώπης έως τον Διαφωτισμό αυτό το σύστημα απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης κυριαρχούσε: Η σκληρή και η ανελέητη εφαρμογή του νόμου μέσω της θανατικής άλλως εξουθενωτικής ποινής. Είναι το ίδιο σύστημα που και σήμερα επικρατεί, ευτυχώς όχι στον Ευρωπαϊκό χώρο αλλά σε κάποια κράτη, άλλων Ηπείρων. Είναι το σύστημα που εξόντωνε τον εγκληματία. Θάνατος σ’ αυτόν που σκότωνε. Προσβλητική αναπηρία και στιγματισμός σ’ αυτόν που ασελγούσε ή προσέβαλε τα ιερά και τα όσια της εκάστοτε καθεστηκυίας τάξης. Ισόβια υπερορία (εξοστρακισμός) σ’ αυτόν που έπληττε την αυθεντία του κράτους, ως κοινωνικό στερέωμα Νομοταγών πολιτών. Σ’ αυτό το σύστημα, έλεος, επιείκεια, σωφρονισμός, δεύτερη ευκαιρία, δεν υπήρχαν. Ο ένοχος έχανε την αξία του ως άνθρωπος επειδή διέπραξε ένα μικρό, μεσαίο και βεβαίως ένα σοβαρό ποινικό αδίκημα. Στο κράτος της στυγνής απονομής της δικαιοσύνης κεντρικό στοιχείο ήταν η τιμωρία του εγκληματία μέσω μίας αδυσώπητης ποινής. Η ποινή ήταν το δεινό που έπρεπε ο ένοχος να υποστεί για να πληρώσει μία και καλή για ό,τι διέπραξε.

Όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στον ήλιο του Διαφωτισμού και στο εύκρατο κλίμα του κράτους Δικαίου, αυτομάτως αρχίσαμε να μελετάμε βαθύτερα και την λειτουργία του Ποινικού Δικαίου.

Ο κατηγορούμενος άνθρωπος, θεωρείται πλέον ένας πολίτης σαν και εμάς τους μη κατηγορούμενους, που απλά τελεί υπό δίωξη. Έχει δικαιώματα υπερασπιστικά που το κράτος Δικαίου πρέπει από την αρχή της δίωξής του έως και την αμετάκλητη κρίση της υποθέσεώς του, να του εξασφαλίζει και αν κριθεί αμετάκλητα ένοχος, πρέπει να αντιμετωπισθεί όχι σαν σάπιο μέλος της κοινωνίας των ανθρώπων, αλλά ως άνθρωπος που πρέπει να σωφρονιστεί μέσα απ’ την ποινή του, για να γίνει νέος άνθρωπος.

Χάριν φωτισμένων Νομομαθών η Ποινική Δικαιοσύνη άρχισε να συλλαμβάνεται διαφορετικά ως ιδέα. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή του Ποινικού Δικαίου Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη: «Στο χώρο του Ποινικού Δικαίου εστιάζεται η σκληρότερη, οδυνηρότερη και πλέον εξουθενωτική παρέμβαση της έννομης τάξης στην ζωή του ανθρώπου. Συνεπώς μία τέτοια παρέμβαση επιβάλλεται να είναι πάντα δίκαιη, αλλιώς στο πλαίσιο του Νομικού μας πολιτισμού είναι απαράδεκτη, ως τραυματική της κοινής συνείδησης δικαίου. Η επιβολή μίας ποινής εξυπηρετικής μόνον πρακτικών σκοπιμοτήτων, χωρίς να εναρμονίζεται με την ιδέα της Δικαιοσύνης, πλήττει αφόρητα τον Νομικό μας πολιτισμό. Από αυτή την σκοπιά η σημασία της επιείκειας στην απονομή της δικαιοσύνης, είναι στο πλαίσιο του Νομικού μας πολιτισμού κυριολεκτικά πολύτιμη, διότι χωρίς την συμμετοχή της επιείκειας η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης θα ήταν από ηθική και από πολιτισμική σκοπιά καταλυτικά αμφισβητήσιμη».

Δεν θα μπορούσα συνακόλουθα να μην τονίσω και να μην δηλώσω – γοητευμένος πάντα απ’ τον ποινικό λόγο του φωτισμένου αυτού προσώπου – ότι το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο – όπως ο ίδιος συνήθιζε να διδάσκει - αποτελεί για την Λαϊκή συνείδηση το πιο εκφραστικό και αντιπροσωπευτικό δίκαιο της έννομης τάξης. Γι’ αυτό και το Ποινικό Δίκαιο είναι ίσως η πιο αρχέγονη μορφή Δικαίου. Ρωτήστε ένα απλό άνθρωπο τι είναι Δίκαιο; Θα Σας πει πρώτα από όλα και πριν από όλα: Δίκαιο είναι το Ποινικό Δίκαιο. Δικαστήριο είναι το Ποινικό Δικαστήριο και Δίκη είναι η Ποινική Δίκη. Το Ποινικό Δίκαιο όπως και το Ποινικό Δικαστήριο είναι «έγχρωμο», «εύγεστο» και «εύοσμο» και όχι «άχρωμο», «άγευστο» και «άοσμο». Γι’ αυτό ακριβώς είναι πρωταρχικά αναγκαίο για την ύπαρξη της κάθε ανθρώπινης λειτουργίας.

Επανέρχεται ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης και κρούει τον κώδωνα: «Όσο το Ποινικό Δίκαιο εμφανίζεται να είναι κοινωνικά αναγκαίο, άλλο τόσο είναι και επικίνδυνο για την ελευθερία του ανθρώπου και την κοινωνική του οντότητα, διότι προσφέρεται απ’ την ίδια την φύση του, ως δραστικό μέσο καταναγκασμού, σε καταχρήσεις καταπιεστικών μηχανισμών».

Έχει απόλυτο δίκιο απ’ την στιγμή που στο στόχαστρο του Ποινικού Δικαίου είναι άμεσα αυτός ο ίδιος ο κατηγορούμενος και συχνά ο καταδικασμένος άνθρωπος. Πράγματι το κεντρικό σημείο της Ποινικής Ευθύνης, είναι η επιβολή μιας ποινής η οποία είναι πάντοτε επώδυνη όσο μικρή κι αν είναι. Απλά σε ορισμένες περιπτώσεις και όχι σπάνια εκτός από επώδυνη είναι και τραυματική και εξουθενωτική. Η ποινή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρνητική εκτίμηση μίας ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της δράση. Να γιατί η δικαστική απόφαση σε μία ποινική δίκη είναι η σοβαρότερη Δικαστική κρίση, που μπορεί να εκφέρει η κρατικά οργανωμένη κοινωνία για έναν άνθρωπο. Να γιατί οι ιδιομορφίες του Ποινικού Δικαίου συμβάλουν αποφασιστικά στον ανθρωποκεντρισμό του και όπως λέει ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: «Κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την λογική και πρακτική αναγκαιότητα της σύνδεσης του Δικαίου και της ηθικής, στο πεδίο της απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Η σύνδεση του Δικαίου και της ηθικής στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης είναι αυτό που την καθιστά τόλμημα της ανθρώπινης – Δικαστικής συνείδησης, επιβεβλημένο από την ίδια την ζωή».

Μην ξεχνάμε ότι η ανθρώπινη σκέψη από την γέννηση μέχρι τον θάνατό της είναι γεμάτη υπαρξιακές αδυναμίες και δεν μπορεί να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα. Ένα μεγάλο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να πράξει αλλιώς από ότι έπραξε; Αν δεν μπορούσε, τότε οποιαδήποτε μομφή και εάν του αποδώσουμε δεν έχει ορθολογική βάση. Ήταν ελεύθερος να πράξει διαφορετικά από αυτό που έπραξε; Ώστε να του δώσουμε προσωπική ηθική ευθύνη; Ένα δεύτερο αναπάντητο ερώτημα είναι: Επιτρέπεται στον άνθρωπο να ασκεί το έργο της απονομής της Δικαιοσύνης και στο όνομά της, όπως τονίζει ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: «Να πλήττει ή και να συντρίβει ανθρώπινες υπάρξεις;». Στο ερώτημα αυτό δεν έχει δώσει μονοσήμαντη απάντηση η ανθρώπινη σκέψη. Από τη μια έχουμε την Χριστιανική αντίληψη για τον ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο και την επιταγή του Χριστού: «Μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε». Η αρχή αυτή είναι βασικό στοιχείο ηθικής του Πολιτισμού μας. Αυτοί που την επικαλούνται λένε: Η επιδίωξη απονομής δικαιοσύνης που κρίνει τον άνθρωπο και αποφασίζει για την τύχη του, καθίσταται ύβρις, δηλαδή έργο ανεπίτρεπτο όταν το ασκεί άνθρωπος. Από την άλλη μεριά όμως έχουμε αυτούς που υποστηρίζουν ότι η πραγμάτωση της Δικαιοσύνης απ’ τους ανθρώπους – Δικαστές συνιστά αρετή και μάλιστα την ύψιστη αρετή που οι άνθρωποι εκφράζουν.

Ένα τρίτο αναπάντητο ερώτημα είναι: Από την στιγμή που ο άνθρωπος είναι αδύνατο με βάση τις περιορισμένες γνωστικές του ικανότητες, να προβαίνει σε διάγνωση της αληθινής εικόνας της πραγματικότητας, είναι δυνατόν να επιτρέπεται σε ανθρώπους η απονομή δικαιοσύνης, με τις βαρύτατες συνέπειες που μπορεί να συνεπάγεται για τον καταδικαζόμενο άνθρωπο, η επιβολή μίας ποινής; Το ερώτημα αυτό εκκινεί απ’ την παραδοχή ότι κανένα δικαστήριο δεν απονέμει δικαιοσύνη με βάση την ανακαλυφθείσα αλήθεια. Πράγματι: Ποιος Σας είπε ότι το Ποινικό Δικαστήριο απονέμει δικαιοσύνη με βάση την αλήθεια; Αυτή είναι η μεγαλύτερη πλάνη. Ένας άνθρωπος καταδικάζεται με βάση τις πεπερασμένες ικανότητες του γνωστικού οργάνου που λέγεται Δικαστής, ο οποίος περιορίζεται μόνο σε μία κατά προσέγγιση ή κατά τον Πλάτωνα, σε μια σκιώδη γνώση της πραγματικότητας, δηλαδή σε μία φαινομενική ή αλλιώς σε μία σχετική μόνο αλήθεια.

Όταν λοιπόν υπάρχουν αυτά τα τρία καίρια αναπάντητα ερωτήματα που θέτουν και τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, τότε, λέει ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: «Η Ποινική Δίκη είναι μία πνευματικά και ηθικά κρίσιμη περιοχή, στην οποία ο Δικαστής πρέπει να βασανίζεται, ώστε να κρίνει με ποιο τρόπο είναι ηθικά και συνακόλουθα πρακτικά δυνατός, ο δικαιότερος καταλογισμός προσωπικών ευθυνών στον κατηγορούμενο και καταδικασθέντα».

Η επιείκεια ως αρχή και ως δίδυμη αδερφή της Δικαιοσύνης, επιβάλει στον Ποινικό Δικαστή, λέει ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: «Τον σκεπτικισμό σαν στάση ζωής, πριν επιβάλει την ποινή. Επιβάλει τον αυτοβασανισμό του ώστε να μειώσει την πιθανότητα λάθους και να καταστεί η απόφασή του ηθικά αποδεχτή, ακριβώς διότι σχηματίσθηκε με τον πλέον δυνατό για άνθρωπο τρόπο. Ο συνειδησιακός αυτοβασανισμός εκείνου που δικάζει και της κοινωνίας την οποία αυτός εκφράζει, είναι εκείνο το στοιχείο που δικαιώνει ηθικά την ποινική δικαστική απόφαση, γιατί την εμφανίζει ως τόλμημα της συνείδησης, επιβεβλημένο από την άκαμπτη απαίτηση της ζωής. Γι’ αυτό και ο καλός Δικαστής είναι αυτός που από ηθικής πλευράς έχει πάντοτε βασανισμένη και βαριά την συνείδησή του».

Και για να μην παρεξηγούμαι: Επιείκεια δεν είναι απλά και μόνο εκδήλωση καλοσύνης και μεγαλοψυχίας, αλλά έννοια που υπερβαίνει την καλοσύνη και την μεγαλοψυχία και αφορά την πραγμάτωση της αξίας της ίδιας της δικαιοσύνης.

Όπως και πάλι τονίζει ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης: «Η επιείκεια στην ουσία συνιστά την μεγαλύτερη δυνατή εξατομίκευση της ποινής. Συνδέεται εσωτερικά με την ιδέα της Δικαιοσύνης. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης στις αναλύσεις στα «Ηθικά Νικομάχεια» για την λειτουργία του Δικαίου συλλαμβάνει την επιείκεια ως στοιχείο που ενεργεί διορθωτικά του Δικαίου των Νόμων».

Να γιατί η επιείκεια στην απονομή της Δικαιοσύνης είναι κυριολεκτικά ζωτική. Χωρίς επιείκεια η Δικαιοσύνη δεν έχει μέτρο. Μόνο με μέτρο την επιείκεια η Δικαιοσύνη καθιστά ηθικά δυνατή και αποδεκτή την υπέρβαση του πεπερασμένου των γνωστικών δυνατοτήτων του Δικαστή και γίνεται έτσι αποδεκτή ως ηθική λειτουργία της πολιτείας στην πάταξη του εγκλήματος.

Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η απάντηση στο αρχέγονο φιλοσοφικό και μεθοδολογικό ερώτημα της Δικαιοσύνης: Προηγείται ο «Νόμος» ή ο «Κόσμος» (το «δέον» ή το «είναι») σαφώς κατ’ εμέ είναι, ότι προηγείται ο Κόσμος και όχι ο Νόμος. Ο Κόσμος γεννά το έγκλημα και ο Νόμος οφείλει να το τιμωρεί με μέτρο Δικαιοσύνης που μόνο η επιείκεια του Δικαστή μπορεί να εξασφαλίζει.

Κατόπιν αυτών δικαίως διερωτάται κανείς: Γιατί ακόμα να ψάχνουμε τους Δίκαιους (επιεικείς) Δικαστές;

*Δικηγόρος

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr