Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Στάση πρώτη
Πριν από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε το Φεστιβάλ Γαστρονομίας και Καρυδιού, σε ένα πανέμορφο χωριό εκεί ψηλά στον Πάρνωνα. Στη Βαμβακού συγκεκριμένα. Το Φεστιβάλ διοργάνωσε με επιτυχία, μια ομάδα υπέροχων νέων ανθρώπων, Βαμβακιτών την καταγωγή, με μεράκι, αγάπη για τον τόπο τους και τα προϊόντα του και αισιόδοξο βλέμμα για το μέλλον. Και ήταν αρκετοί αυτοί οι άνθρωποι. Δούλεψαν σκληρά πολλές μέρες, ατέλειωτες ώρες, όλοι μαζί δεμένη ομάδα, χωρίς να υπολογίζουν κόπο χρόνο και ταλαιπωρία και το αποτέλεσμα, τους αποζημίωσε και με το παραπάνω.

Την ημέρα της γιορτής λοιπόν συναντήθηκαν κάποιες εκατοντάδες (ναι εκατοντάδες) άνθρωποι, στο άδειο πλέον από παιδιά σχολείο του χωριού. Ένα κτήριο γεμάτο αναμνήσεις, καλοσυντηρημένο και φροντισμένο, έτοιμο να δεχτεί πολιτιστικές και όχι μόνο εκδηλώσεις. Είχαν έρθει λοιπόν άνθρωποι για το Φεστιβάλ από παντού, από κοντά αλλά και από μακριά. Και ανάμεσα τους, έξω από τις «πάλαι ποτέ» σχολικές αίθουσες, είχαν στήσει πάγκους με τα προϊόντα τους νέοι άνθρωποι με καινοτόμες ιδέες αλλά και παραδοσιακές. Άνθρωποι που δεν φοβούνται να αντιπαρατεθούν στις δυσκολίες της σημερινής καθημερινότητας και κερδίζουν τη ζωή με το σπαθί τους. Άνθρωποι με πτυχία αλλά και εκείνοι που δεν σπούδασαν. Και, κοίτα να δεις!! Το χαμόγελο, ολάνθιστο στα πρόσωπα τους. Τα προϊόντα τους, διαλεχτά, καλοφτιαγμένα σε καλαίσθητες συσκευασίες, να φωνάζουν από μακριά και να διηγούνται τον ατέλειωτο κόπο και τις άπειρες ώρες δουλειάς τους. Αυτοί οι άνθρωποι, που δεν κοιτάζουν κάθε τρείς και λίγο το ρολόι, δεν ξέρουν μερικές φορές αν είναι μέρα ή νύχτα, δεν έχουν προσωπική ζωή, δεν έχουν καν το δικαίωμα να αρρωστήσουν. Επιβιώνουν αξιοπρεπώς στο χώρο που διάλεξε ο καθένας, σε πείσμα των καιρών. Δεν παρασιτούν ούτε επαιτούν, όπως δυστυχώς συμβαίνει …αυξανόμενο μέρα με την ημέρα. Τους χάρηκα, τους καμάρωσα και έφυγα χαρούμενη μια και δεν έχουν χαθεί όλα.

Στάση δεύτερη
Δευτέρα πρωί (κατά τις 11 δηλαδή) βρέθηκα στο κέντρο της πόλης που δεν είναι άλλο από την Πλατεία. Με το πρώτο βλέμμα τριγύρω, δεν ξέρω γιατί, έρχονται στο μυαλό οι στίχοι από το τραγούδι του Κώστα Χατζή «Κολωνάκι Πλέις».
«Γύρω καφενεία, ζαχαροπλαστεία,
Άνθρωποι του κόσμου και του υποκόσμου
Πρόσωπα αστεία, ύφος και σοφία,
Πόζα και σοφία, στη μικρή Πλατεία»

Γεμάτη η πλατεία μας από κόσμο. Ήταν και ηλιόλουστη η μέρα και έγνεφε στον καθένα να ξεπορτίσει. Όμως ποια η ανθρωπογεωγραφία της Πλατείας τις καθημερινές; Ποιοι είναι όλοι αυτοί που περνάνε την ώρα τους, πίνουν τον καφέ τους και σχολιάζουν στο φιλόξενο κέντρο της πόλης; Πρώτοι και καλύτεροι είναι οι
συνταξιούχοι κάθε ηλικίας, δικαιωματικά. Δούλεψαν στη ζωή τους, κουράστηκαν (οι περισσότεροι) και τώρα ήρθε η ώρα της …χαλάρωσης. Όταν το βλέμμα ψάξει όμως, χωρίς να κουραστεί ιδιαίτερα, θα ανακαλύψει με θλίψη πως ένα αρκετά μεγάλο μέρος των θαμώνων είναι άνθρωποι στην παραγωγική ηλικία. Ναι, νέοι άνθρωποι από εκείνους που, όπως λέει ο σοφός λαός μας, «στύβουν την πέτρα και βγάζει νερό». Όμως αυτοί, άντρες και γυναίκες, αντί να εργάζονται, σκοτώνουν τον χρόνο τους, αραχτοί με τον φρέντο στο τραπεζάκι (στον γλυκύ βραστό και τον μέτριο έχουμε κάνει τα …σαράντα προ πολλού). Και έχουν και τη δικαιολογία έτοιμη. <<Μα υπάρχει κρίση! Υπάρχει ανεργία! Δεν υπάρχουν δουλειές αντάξιες. Περιμένουν να ανοίξουν θέσεις εργασίας (λέγε με Δημόσιο) και εκεί μάλιστα θα δουλέψουν.>>

Και μέχρι να ανοίξουν οι θέσεις εργασίας (όλο και κάποιο πολιτικό κονέ θα υπάρχει), όλοι αυτοί θα αράζουν στην Πλατεία με καφεδοκατάνυξη και κοινωνικό σχόλιο. Και από ότι φαίνεται, οι χρηματοδότες τους (γιατί, όλο και κάποιος πληρώνει το λογαριασμό) έχουν ακόμα πολύ μπαγιόκο στο μούσκιο. Αλίμονο τους την ώρα που το ταμείο θα είναι μείον! Έτσι που έχουν κακομάθει, έτσι που περιμένουν το παξιμάδι μαλακωμένο, ποιος ξέρει αν θα αντέξουν. Και από την άλλη μεριά, να υπάρχουν επιχειρηματίες και καλλιεργητές, ταβερνιάρηδες και ιδιώτες, που επιμένουν να αναζητούν Έλληνες να εργαστούν και να μην βρίσκουν. Και να καταλήγουν σε προερχόμενους από άλλες χώρες. Σημεία των καιρών.

Στάση τρίτη
Γυρίζω στο σπίτι μου και ανοίγω την εφημερίδα. Διαβάζω κάπου στα ψιλά για τις εισαγωγές που κάνουμε από Ασιατικές περιοχές και κοντεύει να μου ‘ρθει το εγκεφαλικό.
« …Τα αμπελόφυλλα ήταν βασικά άχρηστα, είτε δίνονταν ως τροφή στα πρόβατα ή πετάγονταν. Αλλά τώρα πουλάμε πολλές χιλιάδες τόνους από αυτά κάθε χρόνο στην Ελλάδα», δήλωσε ο Μπαράι Γιμπουραγίμ, διευθυντής μιας εταιρίας αποξηραμένων φρούτων στην Τουρπάν, στην Κίνα (…..) Θα ήθελα να χτίσω ένα εργοστάσιο που να παράγει ντολμαδάκια εδώ και μετά να τα εξάγω. Περισσότερη προστιθέμενη αξία σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος».

Βρε που καταντήσαμε! Φέρνουμε ντολμαδόφυλλα από την Κίνα, λες και δεν έχουμε εμείς αμπέλια να ξεφυλλίσουμε! Σε λίγο θα φέρνουμε και ντολμαδάκια κινέζικα (πιθανόν με κρέας από σκύλους όπως συνηθίζουν εκεί). Και εμείς εδώ (όσοι δεν έχουν ξενιτευτεί) περιμένουμε τις θέσεις εργασίας που θα μας ανοίξει η ανάπτυξη (εδώ γελάμε). Εκτός βέβαια από κάποιους που παλεύουν. Και τα καταφέρνουν. Με δυσκολία, αλλά παλεύουν, αγωνίζονται και στο τέλος τα καταφέρνουν.-

«Μπαγιόκο= Λεφτά, κομπόδεμα»
«Βάζω στο μούσκιο= συντηρώ»

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr