Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Στην αυλή του σπιτιού, στο βάθος, δίπλα στη μουριά και παραδίπλα από τη λεμονιά, έστεκε περήφανο το κοτέτσι. Απαραίτητο κομμάτι της διαβίωσης το κοτέτσι. Τα σπίτια χαμηλά, φιλόξενα, με ανοιχτές τις πόρτες, όπως ήταν και οι καρδιές, βάσιζαν την οικονομία τους και στο κοτέτσι. Εκεί μεγάλωναν οι κότες που έδιναν στο τραπέζι της οικογένειας τα αυγά τους και το κρέας τους , βασικά προϊόντα για την διατροφή.

Στο κοτέτσι της αυλής λοιπόν, που η μάνα το φρόντιζε ισάξια με το σπιτικό της, κότες έρχονταν, μεγάλωναν, έδιναν τα αυγά τους και μετά κατέληγαν στο τσουκάλι. Και αυτό το αλισβερίσι σταματημό δεν είχε. Η διαμονή της καθεμιάς σύντομη και προγραμματισμένη. Μονάχα μια κότα, που την διάλεγε με προσοχή την Άνοιξη και την φρόντιζε με ιδιαίτερο τρόπο, είχε την δική της προνομιούχο θέση στην κοινωνία του κοτετσιού της αυλής. Την βάπτιζε κάθε φορά Βασιλόκοτα και καμάρωνε για την επιλογή της.

Ο λαός λέει πως «η γέρικη κότα έχει το ζουμί». Η Βασιλόκοτα λοιπόν, όταν θα ολοκλήρωνε την διαδρομή της στον μάταιο τούτο κόσμο, έπρεπε να είναι γέρικη, γιατί το έθιμο την ήθελε κατάλληλη για το ζουμί της. ΄Ετσι έμενε πολλούς μήνες στο κοτέτσι για να …γεράσει. Είχε καλά γεράματα, αλλά άδοξο τέλος όπως κάθε κότα στη γη.

Και οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και η Βασιλόκοτα πάχαινε και κυκλοφορούσε καμαρωτή ανάμεσα στις άλλες κότες. Έτρωγε το καλαμπόκι της, έπινε το νερό της και μετά γύριζε το κεφάλι της προς τον ουρανό.

Με αυτά και με τούτα, έφταναν τα Χριστούγεννα και την επόμενη βδομάδα οι άνθρωποι ετοιμάζονταν να γιορτάσουν τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Την παραμονή λοιπόν, η Βασιλόκοτα ακολουθούσε την μοίρα της. Την έσφαζε η μάνα για να τηρήσει το έθιμο και να ετοιμάσει το Γεύμα της Πρώτης μέρας του Χρόνου. Το ίδιο απόγευμα έφτιαχνε με μεράκι και μεγάλη φροντίδα την Βασιλόπιτα και στα σπλάχνα της έκρυβε το χρυσό φλουρί. Ανάσα δεν έπαιρνε εκείνη την ημέρα η νοικοκυρά. Δεν αγανακτούσε όμως. Η αναμονή του Νέου Έτους ήταν σημαντική και όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους.

Την επόμενη μέρα, είχαν πολλά να γίνουν. Πρώτα ο εκκλησιασμός για την μεγάλη γιορτή, τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου. Υστέρα τα παιδιά της γειτονιάς γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να ευχηθούν «Ευτυχές το Νέον Έτος» και να πάρουν το φίλεμα τους.

Μέσα σε όλα τα όμορφα, το τσουκάλι έμπαινε στη φωτιά από νωρίς μια και η γέρικη κότα ήθελε πολύ χρόνο για να βράσει. Ώρες ολόκληρες έπαιρνε μέχρι να είναι έτοιμη για φαγητό. Και όταν η μάνα σιγουρευόταν πως είχε βράσει, σούρωνε το ζουμί στη μεγάλη εμαγιέ λεκάνη και κομμάτιαζε σε μερίδες την κότα. Έβαζε στη φωτιά δυο μεγάλα τσουκάλια. Στο ένα έριχνε μετρημένο το ζουμί, για να φτιάξει την Πρωτοχρονιάτικη την σούπα με το ρύζι που συμβολίζει πάντα την αφθονία στο σπιτικό. Στο άλλο τσουκάλι, γιάχνιζε το κοτόπουλο με λάδι, μπόλικο πελτέ ντομάτας, μπαχάρι και κανελλόξυλα.

Όση ώρα έβραζαν τα φαγητά, έστρωνε το τραπέζι με το καλό τραπεζομάντηλο και το καλό σερβίτσιο και στη μέση ακουμπούσε με ευλάβεια την Βασιλόπιτα. Και σαν ερχότανε η ώρα του φαγητού, το τραπέζι γέμιζε με την οικογένεια. Όλες οι γενιές μαζί , μια ατέλειωτη αγκαλιά. Τότε ήταν που έφτανε η μάνα κρατώντας περήφανα την πορσελάνινη σουπιέρα με την κοτόσουπα και ακολουθούσε η γιαγιά με την ασορτί πιατέλα με το λαχταριστό γιαχνί. Τα πιάτα της σούπας γέμιζαν μέχρι επάνω και μερικές κουταλιές από την σάλτσα, στόλιζαν το κέντρο κάθε πιάτου και ενίσχυαν την νοστιμιά.

Με την Βασιλόκοτα και την Βασιλόπιτα οι άνθρωποι αντάλλασσαν ευχές καρδιάς και πορεύονταν στο «Νέον Έτος».

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr