ΛΑΚΩΝΙΑ. Ο Θοδωρής Καλλιφατλιδης είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, εν πολλοίς άγνωστος στον τόπο καταγωγής του, τους Μολάους, αλλά ιδιαίτερα γνωστός και πολυδιαβασμένος στην δεύτερη πατρίδα του, τη Σουηδία όπου ζει τα τελευταία 53 χρόνια.
Έχει χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος εν ζωή Σουηδός συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους Σουηδούς διανοούμενους.
Τα βιβλία του αγκαλιάστηκαν θερμά από το αναγνωστικό κοινό, το «Δούλοι και Αφέντες» πούλησε πάνω από διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα μέσα στις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του προκαλώντας τεράστια αίσθηση. Έκτοτε εξέδωσε 40 βιβλία στα Σουηδικά, δεκαοκτώ από τα οποία κυκλοφορούν και στα Ελληνικά. Τελευταίο το αυτοβιογραφικό «Μια Ζωή ακόμα», το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Στο βιβλίο αυτό μοιάζει να προσπαθεί να τοποθετηθεί ξανά στο χώρο και το χρόνο, να εξομολογηθεί όσα τον βασανίζουν και να λυτρωθεί από «μια μοναξιά χωρίς ανακούφιση».

Κριτική του νέου βιβλίου του Θοδωρή Καλλιφατίδη "Μια Ζωή ακόμα"
[Δημοσιεύτηκε 21-02-2017 στο σουηδικό περιοδικό "Vi"]

Ξενιτειά χωρίς ανακούφιση
της Elisabeth Hjort

Ο τίτλος του νέου βιβλίου του Θοδωρή Καλλιφατίδη μπορεί να σημαίνει πολλά, ίσως όμως να αναφέρεται σε κάτι που αρχίζει όταν νομίζουμε ότι όλα έχουν πια τελειώσει. Μια λύτρωση. Ίσως. Ο συγγραφέας δεν μπορεί πλέον να γράψει, εγκαταλείπει το γραφείο του και προσπαθεί να βρει εκ νέου τη θέση του στον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που κοστίζει, αλλά δεν είναι αναγκαστικά μόνο κακό. Η ματιά του συγγραφέα παρακολουθεί με τι ταχύτητα και πόσο αποφασιστικά αλλάζουν τα πράγματα γύρω του. Στην Ελλάδα, την πατρίδα του, που είναι σε κρίση, και στη Σουηδία όπου ζει πάνω από σαράντα χρόνια και όπου η κρίση είναι βασικά ηθική.

Το Μια Ζωή ακόμα μπορεί να είναι το καλύτερο βιβλίο του Καλλιφατίδη, που εδώ εμφανίζεται ως ένας συγγραφέας που έχει για τους καιρούς μας κάτι κρίσιμο να πει. Ιδιαίτερα δυνατό είναι όταν μιλάει για τη γιαγιά του, εκείνη που έλεγε «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Διαβάζοντας τη ζωή της κλαίω. Η ελευθερία έκφρασης που υπονομεύει την ισότητα και τη συμπάθεια με θλίβει. Αυτά που χάνονται, όταν όλα είναι προς πώληση.

Το βιβλίο μιλάει επίσης για μια ζωή που στα θεμέλιά της έχει ρωγμές, για μια ξενιτειά χωρίς ανακούφιση. Αυτό πιθανώς οφείλεται στη γλώσσα, στο να γράφεις πάντα με την αγωνία ότι «δεν το λέμε έτσι στα Σουηδικά». Να μην έχεις στη γλώσσα ένα σπίτι.

Οι χώροι και οι άνθρωποι που ο Καλλιφατίδης παρουσιάζει τόσο ζωντανά κάνει αυτή την αυτοβιογραφία να μην είναι εγωκεντρική. Το αισθητήριό του για το στυλ, για το χιούμορ και για αυτό που τελικά είναι σημαντικό κάνει το «Μια Ζωή ακόμα» έναν πρώιμο ανοιξιάτικο ήλιο στον ουρανό της λογοτεχνίας.

Βιογραφικό σημείωμα του Θοδωρή Καλλιφατίδη

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι ένας συγγραφέας ελάχιστα γνωστός στον τόπο του, πολυδιαβασμένος στο εξωτερικό (βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες) και διάσημος στη δεύτερη πατρίδα του, τη Σουηδία, στην οποία ζει τα τελευταία 53 χρόνια. Έχει χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος εν ζωή Σουηδός συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους Σουηδούς διανοούμενους. Πολυβραβευμένος για το έργο του (Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος 1981, Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης 1992, Βραβείο Σουηδικής Ακαδημίας 1989, ελληνικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2013 κ.λπ.), διετέλεσε Διευθυντής της Σουηδικής Τηλεόρασης και το 1995 το σουηδικό κράτος τού ανέθεσε την εκφώνηση του πανηγυρικού της εθνικής του εορτής, τιμή που σήμαινε ότι δεν αναγνωριζόταν πλέον ως μετανάστης συγγραφέας αλλά ως σουηδός διανοούμενος.
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους το 1938, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πατέρας του ο δάσκαλος από τον Πόντο Δημήτρης Καλλιφατίδης και μητέρα του η Μολαΐτισσα Αντωνία Κυριαζάκου. «Ο πατέρας μου με έκανε άνθρωπο και η μητέρα συγγραφέα», θα γράψει στο βιβλίο του Μητέρες και Γιοι.
Τα έντονα πάθη και η μισαλλοδοξία που ακολούθησε κατά τα χρόνια του Εμφυλίου θα αναγκάσουν την οικογένεια Καλλιφατίδη να εγκαταλείψει τους Μολάους και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1946. Μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές συνθήκες ο Θοδωρής θα φοιτήσει στο Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων και θα προσπαθήσει να εκπληρώσει το όνειρό του να μπει στη Φιλοσοφική Σχολή. Λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα του θα απορριφθεί στις εξετάσεις και θα βιώσει το αίσθημα της αδικίας δραματικά. Στη συνέχεια θα γραφτεί μαζί με τους αχώριστους φίλους του από το Γυμνάσιο, Γιάννη Φέρτη και Διαγόρα Χρονόπουλο στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, από όπου και θα αποφοιτήσει κανονικά.
Όμως η ανεργία και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας θα τον οδηγήσουν στον δρόμο της ξενιτιάς. Στα 25 του θα βρεθεί στη Σουηδία, θα κάνει κάθε είδους δουλειά για να επιβιώσει και θα μάθει τα Σουηδικά διαβάζοντας λογοτεχνία. Θα γραφτεί στο τμήμα Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του μέσα σε 18 μήνες. Αργότερα θα διδάξει φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο. Έξι χρόνια μετά την άφιξή του στη Σουηδία θα έχει μάθει τα Σουηδικά σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκδώσει τα πρώτα του βιβλία στη σουηδική γλώσσα. Βιβλία που αγκαλιάστηκαν θερμά από το αναγνωστικό κοινό -το Δούλοι και Αφέντες πούλησε πάνω από διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα μέσα στις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του προκαλώντας τεράστια αίσθηση. Έκτοτε εξέδωσε 40 βιβλία στα Σουηδικά, δεκαοκτώ από τα οποία κυκλοφορούν και στα Ελληνικά. Τελευταίο το αυτοβιογραφικό Μια Ζωή ακόμα, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.