Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Στις 23 Απριλίου του 2010, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδος, ανακοίνωσε από το ακριτικό Καστελόριζο την προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, που μόλις δημιουργήθηκε, και τον συγκρότησαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να εφαρμόσει δημοσιονομικά μέτρα προσαρμογής και εξυγίανσης, τα οποία ανακοινώθηκαν στις 2 Μαΐου. Η χρηματοδότηση έγινε με σκληρούς μέχρι και εξοντωτικούς όρους επιβολής ενός πακέτου μέτρων λιτότητας, που όμοιά τους δεν έχουν καταγραφεί στην ιστορία και πολύ περισσότερο σε Ευρωπαϊκή χώρα.

Όλα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η συνεχιζόμενη κατάσταση για επτά χρόνια, οι αμφισβητήσεις, οι παλινωδίες, οι αποκλίσεις από τους υποτιθέμενους στόχους και τα τελείως απρόβλεπτα αποτελέσματα έχουν δημιουργήσει μια φαύλη κατάσταση ανακύκλωσης, χωρίς διέξοδο, προσδοκία και ελπίδα. Η συνεχιζόμενη τακτική και πολιτική μείωσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, η άκρατη και ασταμάτητη επιβολή φόρων και η διάλυση του κράτους πρόνοιας έχουν οδηγήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στα όρια της απόγνωσης, της εξάντλησης και της εξαθλίωσης. Και το χειρότερο: κάθε φορά που φαίνεται ότι έχει κάπως σταθεροποιηθεί η οικονομία και παρουσιάζει σημεία ανάκαμψης ζητούνται νέα μέτρα λιτότητας από ένα λαό που δεν έχει άλλα να δώσει, που έχει περιέλθει σε κατάσταση ανέχειας και ακραίας φτώχειας.

Το ιδιαίτερα αυτό ανησυχητικό φαινόμενο δημιουργεί εύλογα μια σειρά από σκέψεις και προβληματισμούς.
* Πιστεύουν οι δανειστές ότι με την επιβολή νέων μέτρων λιτότητας θα ανακάμψει η Ελληνική οικονομία;
* Από πού συνεπάγεται αυτό, αφού για επτά χρόνια εφαρμόστηκαν τέτοιου είδους μέτρα, χωρίς αποτέλεσμα;
* Οι ίδιοι έχουν αναγνωρίσει πολλαπλά λάθη τους στο Ελληνικό πρόγραμμα.
* Επιμένουν σε μέτρα που δεν μείωσαν το δημόσιο χρέος, αλλά αντίθετα το απογείωσαν.
* Από πού φαίνεται η ιδιαίτερη τεχνογνωσία του ΔΝΤ, την οποία επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να δικαιολογήσει την παραμονή του στο πρόγραμμα;
* Δεν είναι δυνατόν να υπογράφεται συμφωνία και πριν από το κλείσιμο της κάθε αξιολόγησης να ζητούνται νέα μέτρα.
* Οι Ευρωπαίοι δίνουν την εντύπωση ότι συμπαραστέκονται και βοηθούν την Ελλάδα και ότι το ΔΝΤ είναι ο «κακός» που προβάλει παράλογες απαιτήσεις και ακατανόητες μεταρρυθμίσεις.

Με όλα αυτά και πολλά άλλα διαφαίνονται οι περίεργες επιδιώξεις και σκοπιμότητες των δανειστών. Η μεγάλη μείωση της οικονομικής δυνατότητας των πολιτών και η κατακόρυφη πτώση της αξίας της ιδιωτικής και κρατικής περιουσίας επαναφέρουν στο προσκήνιο σενάρια εξαγοράς, σε εξευτελιστικές τιμές, των φιλέτων της χώρας, ώστε να καταντήσει ο Ελληνικός λαός υπηρέτης στη χώρα του. Είναι επιτακτική η σκληρή διαπραγμάτευση, ώστε να σωθεί ό,τι μπορεί ακόμη και να μην ασκείται πίεση για την υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας. Ας προταχθεί το συμφέρον των πολιτών από αυτό των πολιτικών κομμάτων. Η εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα μνημόνια κάπου έχει χαθεί. Έβαλε και εδώ το χέρι της η Ε.Ε. Να συγκροτηθεί άμεσα προκειμένου να εξετάσει τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε κατάσταση επιτροπείας και να αποδώσει τις πολιτικές αλλά και τις ποινικές ευθύνες σε όλους, όπου και αν βρίσκονται.

Πολλοί έχουν αμφισβητήσει την αναγκαιότητα του πρώτου μνημονίου λαμβάνοντας υπ’ όψη την οικονομική κατάσταση το 2009. Το επιτόκιο δανεισμού ήταν πολύ χαμηλό και δεν υπήρχε λόγος προσφυγής σε κατάσταση δημοσιονομικού περιορισμού. Βέβαια, η συσσώρευση των προβλημάτων, η ανευθυνότητα και η ατολμία των κυβερνόντων, ο διαχρονικός δανεισμός και υπερδανεισμός και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους την πενταετία 2004 – 2009 δεν ήταν εύκολα διαχειρίσιμα. Κανείς δεν αντιλέγει ότι τότε έπρεπε να ληφθούν δραστικά μέτρα εξυγίανσης. Η ευθύνη τους βαραίνει όλους ανεξαίρετα. Αυτούς που ψήφισαν το πρώτο μνημόνιο είτε το είχαν διαβάσει είτε όχι. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά σε σχετικά πρόσφατη (27/1/2017) συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη: «Πιστεύω ότι το 1ο μνημόνιο, υπό την εξαιρετικά αυστηρή μορφή που είχε, δεν ήταν μονόδρομος. Εκείνο το οποίο έπρεπε να κάνει η Ελληνική κυβέρνηση και δεν έκανε ήταν ένας έγκαιρος σοβαρός σχεδιασμός για το πώς θα αντιμετωπίσει την κατάσταση. […] Η Ελλάδα, τότε, στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δις, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Όταν είσαι στο βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα…». Αλλά και ο Αμερικανός διανοούμενος Νόαμ Τσόμσκι έχει εκφραστεί σχετικά: «Η πραγματική τραγωδία της Ελλάδας […] δεν έπρεπε καν να ξεσπάσει. Θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εύκολα στην αρχή».

Μετά τις εκλογές του 2009 έπρεπε από κοινού όλα τα πολιτικά κόμματα, πλαισιωμένα από άξια και ικανά πρόσωπα γενικής αποδοχής, έχοντας πλήρη επίγνωση των στοιχείων της οικονομίας και το ενδεχόμενο του άμεσου εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών σε συνδυασμό με τη δυσχέρεια διαχείρισης του ύψους του δημόσιου χρέους, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα να απευθυνθούν στο λαό, να παρουσιάσουν αληθινά και ειλικρινά την πραγματική εικόνα της οικονομίας και να ζητήσουν την ανοχή και τη στήριξή του. Με υπομονή και επιμονή θα μπορούσαν να πείσουν, όχι όμως εύκολα, για την αναγκαιότητα των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Τώρα την ανεπάρκεια των πολιτικών την πληρώνει η συντριπτική πλειονότητα του λαού, ο οποίος τρέμει και σκύβει κάθε φορά, μήπως οι νέες λάμες δεν τον αγγίξουν.

Η πορεία που χαράχτηκε μετά τη ψήφιση του πρώτου μνημονίου δέσμευσε τις μετέπειτα κυβερνήσεις, αφού το κράτος έχει συνέχεια. Τα περιθώρια των κινήσεων είναι πολύ στενά και απόλυτα ελεγχόμενα. Από τη στιγμή που σε έδεσαν στο σταγονόμετρο της χρηματοδότησης τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Οι παλικαρισμοί και οι ανατρεπτικές εξάρσεις είναι τουφεκιές στον αέρα. Τώρα χρειάζεται σοβαρότητα, υπευθυνότητα και προσγείωση. Η κατάσταση θα αντιμετωπιστεί με τη συναίνεση, τη συσπείρωση και τη συμφιλίωση.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr