Ήταν κάποτε ένα μικρός επαγγελματίας στη χώρα της Ελλάδας. Καθημερινά, έξι ημέρες την εβδομάδα, 12 μήνες τον χρόνο εργαζόταν.

Τα χρόνια περνούσαν και η παράδοση και η κοινωνία τον έπεισε ότι με αυτή την εργασία πρέπει να κάνει οικογένεια, ελληνική και πολυμελή. Και το έκανε…

Περνούσαν τα χρόνια και τον έπεισαν ότι για να είναι ευτυχής κι επιτυχημένος πρέπει να τραβήξει μπροστά, να δώσει δουλειά σε συμπολίτες και να αλλάξει τον διχασμένο τόπο του. Και το έκανε…

Τα χρόνια περνούσαν και τον έπεισαν ότι μπορεί και πρέπει να στηρίξει την ελληνική οικονομία και την ελληνική μεγαλοπρέπεια που θέλει να δίνει ψωμί στους δοκιμαζόμενους πολίτες του κόσμου. Και το έκανε…

Κυλούσαν τα χρόνια κι έπρεπε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένεια, να πληρώσει τους καρπερούς φόρους του, να παράγει πλούτο, να στηρίζει το τεράστιο αλλά χρεοκοπημένο κράτος και να υπομένει. Και το έκανε…

Τα χρόνια στοιβάζονταν στην πλάτη του. Αυτός δούλευε και ονειρευόταν αλλά έβλεπε παράλογα, αφύσικα και άδικα να συμβαίνουν. Κάθε τόσο του άλλαζαν το έπαθλο. Αυτός έπρεπε να επιμείνει στον στόχο και να υπομείνει.. Και το έκανε…

Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια. Όσο αυτός επέμενε τόσο δυστυχούσε. Ο ήλιος στην Ελλάδα ανατέλλει το ίδιο αλλά αυτός δεν μπορεί να το νιώσει. Οι αμυγδαλιές ανθίζουν το ίδιο αλλά αυτός δεν μπορεί να το δει. Το δάσος θροίζει το ίδιο αλλά αυτός δεν μπορεί να το ακούσει. Η θάλασσα τον καλεί αλλά αυτός δεν μπορεί να την πλησιάσει...

Δουλεύει ακόμα, πάνω από 35 χρόνια και συλλογιέται. Τι είναι αυτό που δεν έκανε καλά… «Τι να φταίει που δεν πήγαμε μπροστά…». Η απάντηση έχει στο κέντρο ως κεντρική φιγούρα, ως βασικό υπεύθυνο κι ένοχο τον ίδιο και αυτό δείχνει να μην το αντέχει…

Δεν αντέχει να του υποδεικνύουν ότι απέτυχε…
Δεν αντέχει να βλέπει μια χώρα χιλιάδων πολυσπουδαγμέμων πάνω στα «βράχια»…
Δεν να αντέχει να στηρίζει άλλο μια κοινωνία που ενώ έχει μόνιμα «πόλεμο» μοιράζει ειρήνη…
Δεν αντέχει να ζει «ορθόδοξα» στην εποχή της ειδωλολατρίας…
Δεν αντέχει άλλο την «τρομοκρατία» του δημόσιου και του πολιτικού βίου…
Δεν αντέχει άλλο μέσα στην ουτοπία του ανώτερου και του δυνατού…
Δεν αντέχει άλλο να σηκώνει σταυρό που δεν του αναλογεί…
Δεν αντέχει άλλο να ξεπλένει με ιδρώτα και αίμα την «πρωπατορική» αμαρτία του αιώνα του…

Τα χρόνια πέρασαν. Μπορεί άραγε να διδάξει την επόμενη γενιά για το πάθημά του;
Ξέρει να διδάξει; Θέλει να διδάξει; Θα τον αφήσουν να διδάξει την αλήθεια;

Το δίκαιο της πυγμής σε τούτη τη χώρα βλέπει μόνον ήλιο νοητό…

Ποιος βλέπει άραγε με τα μάτια της ψυχής την εποχή του 3D;

Αρκούν οι ποιητές μιας άλλης εποχής να τον στηρίξουν;

Δεν έχει πλέον τι να παίξει στα παιδιά, δεν θέλει άλλα sms και like στη ζωή του.

Γιορτάζει αλλιώς την πασχαλιά, νιώθει αλλιώς το καλοκαίρι και τη χειμωνιά…

Θέλει να δώσει μια δεύτερη ζωή - αν είχε - στον στόχο που τον έπεισαν ότι πρέπει να πετύχει… Το έπαθλο αυτή τη φορά αφορά τη σωτηρία της Πατρίδας…

Βλέπει τους γέροντες να στοιβάζονται… Παιδιά με ευνουχισμένη τη φαντασία. Νέους που κοινωνούν espresso. Μανάδες εξουθενωμένες. Πατεράδες καταδικασμένους. Ανθρώπους χωρίς φύλο. Ανθρώπους χωρίς φίλους. Πατρίδα υποθηκευμένη. Ημέρα σκλαβωμένη. Νύκτα βασανιστική. Γιορτές χωρίς χαρά.

Το ξημέρωμα πλέον το φέρνει μια κάρτα και τη δύση το capital control.

Την «άνοιξη» στην αυλή του την φέρνουν τα φυλλάδια των προσφορών, όχι τα χελιδόνια. Kτυπά δυνατά η πόρτα και δεν είναι ο φίλος, ο συγγενής ή ο πελάτης. Είναι το μικτό συνεργείο που τον εκδικείται γιατί τόλμησε να ονειρευτεί και να ρισκάρει.

Όλοι γύρω του θέλουν να μοιάσουν του Οδυσσέα αλλά αντί να διαβάζουν Όμηρο βλέπουν Survivor.

Δεν αντέχει άλλο τόση υποκρισία και τόση αμαρτία. Η elite δεν μπορεί να τραγουδά Ελύτη. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νιώθει τον Τσιτσάνη. Η εργατιά δεν μπορεί να ροκάρει χωρίς να βρίσκει την αιτία. Το τζάμπα δεν είναι το jumbo. Το delivery έσβησε τη φωτιά του σπιτιού. Το σχολείο δεν μορφώνει, απασχολεί.

Ο εχθρός κάθεται στο σαλόνι του, στο σπίτι του, κατάμαυρος όταν είναι φιμωμένος, για λίγο και πολύχρωμη και λαλίστατη σειρήνα όταν του πιάνει την κουβέντα..

Τα χρόνια πέρασαν και είναι μόνος…
Ελλην, οικογενειάρχης, επιχειρηματίας, πολίτης, ευρωπαίος, μεσήλιξ.
Θα το αντέξει;