Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

(Κασίδης.. o μη έχων μαλλιά, ο φαλακρός, ο αρχάριος επαγγελματίας, ο κακοτεχνίτης)

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πάρα πολύ μακρινό καιρό, για να μάθει το παιδί γράμματα έπρεπε να έχει η οικογένεια χρήματα γιαυτό το σκοπό. Έπρεπε να πληρώσει την εγγραφή στο Σχολείο και μετά να έχει χρήματα για να αγοράσει και τα βιβλία. Οι περισσότερες οικογένειες δεν είχαν τα χρήματα να γράψουν το παιδί τους στο σχολείο Έτσι έμεναν αγράμματα πολλά παιδιά πού ήθελαν και μπορούσαν να μορφωθούν.

Έτσι η μόρφωση αλλά και οι επιστήμες ήταν προνόμιο των ευκατάστατων παιδιών. Αυτά πήγαιναν στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και κατόπιν, αφού οι οικογένειες μπορούσαν να πληρώσουν το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν της εγγραφής, συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι Επιστήμονες ήταν …από τζάκι.

Ακόμη βουίζουν στα αυτιά μου τα λόγια του θείου του Σάκη, του ελαιοχρωματιστή.

«-Νάξερες παιδάκι μου πόσο μου άρεσε το σχολείο! μου έλεγε κάθε φορά που ξεκίναγε η καινούργια σχολική χρονιά. Τα αγαπούσα τα γράμματα. Και τα ‘παιρνα τα ρημάδια. Και ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου με χίλια ζόρια κατάφερνε να μαζεύει τα λεφτά για να με γράφει στο σχολείο κάθε χρόνο. Και τα βιβλία από δεύτερο και τρίτο χέρι. Με τα πόδια πήγαινα στο Γυμνάσιο δύο ώρες δρόμο από το χωριό. Που λεφτά για το Λεωφορείο. Καλός μαθητής είναι ο Σάκης, λέγανε οι καθηγητές, πρέπει να προχωρήσει. Σαν ήρθε εκείνη η ώρα, ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε να μαζέψει εκείνο το πολύτιμο χιλιάρικο για να πάω να γίνω Δάσκαλος. Ξέρεις πόσο το ήθελα να γίνω Δάσκαλος, να μαθαίνω τα παιδιά γράμματα, όπως έκαναν και οι δικοί μου Δάσκαλοι! Για ένα χιλιάρικο δεν έγινα Δάσκαλος !Για ένα χιλιάρικο μωρέ.»

Και ήρθε το σωτήριο έτος 1964. Ό τότε Πρωθυπουργός και συγχρόνως Υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Παπανδρέου, με σχέδιο που είχε επεξεργαστεί ο Ακαδημαϊκός Ευάγγελος Παπανούτσος, θέσπισε με νόμο την «Δωρεάν Παιδεία» με την δωρεάν εγγραφή και δωρεάν χορήγηση των βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Νηπιαγωγεία δεν υπήρχαν παρά μονάχα στις μεγάλες πόλεις. Από την πρώτη του Δημοτικού ξεκινάγανε την εκπαίδευση. Κάθε πρωί με την σάκα στο χέρι (όσα παιδιά είχαν σάκα και τα υπόλοιπα με όποια δυνατότητα είχε η οικογένεια), την μπλε ποδιά και την κορδέλα στο κεφάλι τα κορίτσια και «κεκαρμένα εν χρω» (κουρεμένα γουλί) τα αγόρια πήγαιναν στο σχολείο και μάθαιναν γράμματα. Οι δασκάλες και οι δάσκαλοι, ακούραστοι, πρωί και απόγευμα (ναι τα σχολεία λειτουργούσαν και απόγευμα κάποτε) έξι μέρες την εβδομάδα γέμιζαν με γνώσεις, αξίες και ιδανικά τα παιδικά μυαλά για να πορευθούν στο μέλλον με σιγουριά και ευθύνη. Και στο τέλος ΚΑΘΕ χρονιάς, στις απολυτήριες εξετάσεις, υπήρχαν παιδιά που δεν τα κατάφερναν και έμεναν στην ίδια τάξη. Έτσι αναγκάζονταν να παρακολουθήσουν για μια ακόμη χρονιά τα μαθήματα της ίδιας τάξης και τότε ίσως τα κατάφερναν. Και στις δυο τελευταίες τάξεις, τα επίσημα διαγωνίσματα «εφ’ όλης της ύλης» γίνονταν δυο φορές τον χρόνο. Φεβρουάριο και Ιούνιο. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση το παλιό Δημοτικό Σχολείο. Όμως όποιο παιδί το τέλειωνε ήταν κυριολεκτικά …φορτωμένο από γνώσεις.

Σαν τέλειωνε το Δημοτικό ένα παιδί, δεν έκαναν οι γονείς του μια εγγραφή στο Γυμνάσιο και φεύγανε για διακοπές, όπως, δυστυχώς γίνεται σήμερα. Όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο Γυμνάσιο. Δεν τα κατάφερναν όλοι. Ένας ικανός αριθμός έμενε «εκτός νυμφώνος». Όσοι λοιπόν δεν μπορούσαν να πάνε στο Γυμνάσιο, πήγαιναν σε …τέχνη, ή ακολουθούσαν τα αχνάρια της αγροτοκτηνοτροφίας.

Τρείς τάξεις το Γυμνάσιο, με εξετάσεις Φεβρουάριο και Ιούνιο και μπόλικες απώλειες στη διαδρομή. Μετεξεταστέοι και στάσιμοι κάθε χρόνο περίπου οι μισοί μαθητές. Αν δεν μάθαιναν δεν προχώραγαν με τίποτα.

Όσοι τα κατάφερναν και τέλειωναν με κόπους και μπόλικες ώρες μελέτης, το Γυμνάσιο, για να προχωρήσουν στο σημερινό Λύκειο (Τετάρτη, Πέμπτη και έκτη τάξη τότε), δώστου πάλι εξετάσεις. Μια ζωή εξετάσεις (αξιολογήσεις που δεν θέλουν σήμερα ούτε να ακούν κάποιοι). Και εδώ και πάλι υπήρχαν σημαντικές απώλειες. Μόνο οι …κατηρτισμένοι μαθητές προχωρούσαν. Οι υπόλοιποι έψαχναν τον επαγγελματικό δρόμο το εμπόριο, στις τέχνες και όπου αλλού χρειάζονταν άνθρωποι να εργαστούν, να δημιουργήσουν, να πορευτούν.

Τώρα στο Λύκειο, μια από τα ίδια. Διάβασμα (όχι κοροϊδία) και πάλι διάβασμα αλλά και εξετάσεις. Εξετάσεις πολλές και δύσκολες. Και οι απώλειες στη διαδρομή, αρκετές. Στην κάθε τάξη φοιτούσαν οι μαθητές που προήχθησαν αλλά και οι διετείς (έτσι τους αποκαλούσαν), αυτοί δηλαδή που είχαν μείνει στην ίδια τάξη και παρακολουθούσαν τα μαθήματα για δεύτερη φορά. Όσο για τα φροντιστήρια, ήταν ελάχιστα και κυρίως για όσους προετοιμάζονταν για τις Πανεπιστημιακές σχολές. Για τους υπόλοιπους μαθητές ήταν και λίγο ντροπή να πηγαίνουν στο φροντιστήριο.

Και ερχότανε η ώρα που τελείωνε το Λύκειο, με τις σχετικές απώλειες, και κάποια από τα παιδιά (όχι όλα) έδιναν εξετάσεις για τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που ήταν μετρημένα στα δάχτυλα, όπως και μικρός ήταν ο αριθμός των εισακτέων. Δέχονταν τόσους φοιτητές όσους περίπου κατηρτισμένους επιστήμονες θα χρειάζονταν στη χώρα μετά την αποφοίτηση τους. Έτσι όλοι θα έβρισκαν δουλειά. Και όσοι δεν ήταν «για γράμματα» είχαν βρει από νωρίς τον δρόμο τους στις τέχνες, στο εμπόριο στην αγροτοκτηνοτροφία.

Μέχρι που ήρθε η ώρα της αποδόμησης της εκπαίδευσης στο τόπο μας. Χρονολογικά τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 70 με αρχές τις δεκαετίας του 80. Απελευθερώθηκε, λέει, η εκπαίδευση και το δικαίωμα στη μόρφωση λέει, το είχαν όλοι. Λες και τα εμπόδιζαν πριν τα στουρνάρια να διαβάσουν και να μορφωθούν.

Η χώρα άρχισε να γεμίζει από Πανεπιστήμια, πολλά Πανεπιστήμια! Κάποια απαραίτητα, κάποια όχι απαραίτητα και κάποια που δεν ήξερες ακριβώς το αντικείμενο τους. Και φτάσαμε από το «Κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» της Χούντας, στο «Κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ» της Μεταπολίτευσης.

Χαλάρωσαν και οι εξετάσεις στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κάπου καταργήθηκαν και ένα γαϊτανάκι ημιμάθειας άρχισε να απλώνει τα πλοκάμια του παντού. Για να …προχωράνε και τα ντουβάρια που ψηφίζουν κατάλληλα για να εξασφαλίσουν τον …επερχόμενο διορισμό στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Και γέμισε ο τόπος από Φροντιστήρια. Και στην πιο μικρή κωμόπολη, απαραίτητο το φροντιστήριο. Γιατί, αν βγάζεις από τα Πανεπιστήμια πολλαπλάσιους εκπαιδευτικούς από όσους χρειάζεσαι, φέρνεις και καραβιές από το εξωτερικό, κάτι πρέπει να τους κάνεις. Χαλαρώνεις την εκπαίδευση στο σχολείο και την ρίχνεις στο φροντιστήριο.

Και εν τω μεταξύ, ερήμωσε η ύπαιθρος χώρα, λίγα προϊόντα καλλιεργούνται και σε αυτές τις καλλιέργειες ακατάδεχτα τα Ελληνικά χέρια. Και που να τα βρεις τα Ελληνικά χέρια! Από τη στιγμή που και η «κουτσή Μαρία» προχώραγε τις τάξεις, τέλειωνε και τη Μέση εκπαίδευση, και ακολουθούσαν οι διορισμοί!

Και για να ολοκληρωθεί το θεάρεστο έργο που κάποιοι διεστραμμένοι νόες οραματίστηκαν, γινόταν η επιλογή του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας, με την σχετική ασχετοσύνη για να ολοκληρώνει επιτυχώς το έργο. Και κάθε τρεις και λίγο, αλλαγές στα βιβλία, αλλαγές στα προγράμματα , αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ κατά το συμφέρον ή την ανοησία ή και την σκοπιμότητα της στιγμής.

Και τώρα τη σκυτάλη την έχει στα χέρια της και τρέχει, η φωτισμένη Κυβέρνηση μας, που ακούει την λέξη αξιολόγηση και βγάζει σπυράκια. Αφού πρώτα λοιδόρησε την αριστεία, εξήγγειλε, χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς να αναφερθεί σε λεπτομέρειες (μάλλον αδιάβαστους τους υποψιάζομαι για μια ακόμη φορά), την κατάργηση (!) των εισαγωγικών εξετάσεων. Τα παιδιά μας και το μέλλον αυτού του τόπου, διαχρονικά, το σκέπτεται κανείς;

Τελικά όλοι δουλεύουν στου «κασίδη το κεφάλι».

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr