Γράφει ο Γιάννης Τσιρώνης*

Είναι κοινή ομολογία ότι τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, υπερέχουν ποιοτικά από τα περισσότερα προϊόντα του διεθνούς ανταγωνισμού. Δυστυχώς αυτό το ποιοτικό πλεονέκτημα έχει αξιοποιηθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις. Μάλιστα, ανταγωνιστικές χώρες χρησιμοποιούν την ελληνική ποιότητα για να αναβαθμίσουν τα δικά τους προϊόντα και να δημιουργήσουν brands, όπως επιτυγχάνουν οι Ιταλοί με το ελληνικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο.

Οι λόγοι αυτής της κακοδαιμονίας είναι πολλοί και ξεπερνούν τα όρια ενός άρθρου. Αξίζει όμως να τους μνημονεύσουμε επιγραμματικά:
• Η μετεμφυλιακή στρατηγική απαξίωσης του αγροτικού επαγγέλματος και εκρίζωσης των πληθυσμών από τις μικρές ορεινές και νησιωτικές κοινότητες: Την ίδια ώρα που οι Αυστριακοί και Ελβετοί αγρότες έχαιραν κοινωνικής εκτίμησης, στην Ελλάδα η λέξη «χωριάτης» ταυτίστηκε με την αγραμματοσύνη, την αγένεια και την οπισθοδρόμηση. Ακόμα και η «παράδοση», εξαιρετικά σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο, είτε απαξιώθηκε ως αντίθετη του μοντερνισμού, είτε μπήκε στο μουσείο, χάνοντας και την ετυμολογία της λέξης, αφού έπαψε να εξελίσσεται.
• Οι κλήροι είναι μικροί και το γεωγραφικό ανάγλυφο δύσκολο. Ανταγωνιστικές χώρες αντιμετωπίζουν αυτό το δεδομένο με συνεργατικότητα. Στην Ελλάδα το συνεταιριστικό κίνημα αλώθηκε από την κομματοκρατία και σε αρκετές περιπτώσεις έγινε συνώνυμο της διαφθοράς.
• Η γραφειοκρατία του λιγότερο αποτελεσματικού δημόσιου τομέα στην Ε.Ε. είναι τροχοπέδη για κάθε μορφής επιχειρηματικότητα. Στην ύπαιθρο, λόγω της απόστασης, της υποστελέχωσης ή ακόμα και της απουσίας υπηρεσιών, η γραφειοκρατία έχει πολλαπλάσια καταστρεπτικά αποτελέσματα. Το φαινόμενο οξύνθηκε με την κρίση, όταν ως γιατρικό στην αναποτελεσματικότητα επελέγη η οριζόντια συρρίκνωση των υπηρεσιών με ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα.
• Η παγκοσμιοποίηση είχε αρκετές αρνητικές επιπτώσεις και η Ελλάδα αποδείχθηκε γυμνή: Εκτινάχθηκε το φαινόμενο των «ελληνοποιήσεων» ξένων, συχνά εκτός Ε.Ε. προϊόντων αμφιβόλου ποιότητας.

Πολλαπλασιάστηκαν οι παθογόνοι οργανισμοί. Ανταγωνιστικές χώρες όπως η Τουρκία, χρησιμοποιούν πολύ φθηνότερα φυτοφάρμακα απαγορευμένα στην Ε.Ε, αλλά τα προϊόντα τους κατακλύζουν τις ελληνικές αγορές.

Όλα αυτά τα φαινόμενα απαιτούν ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς με δικλίδες που μειώνουν τον κίνδυνο χρηματισμού. Η Ελλάδα, χώρα σύνορο της Ε.Ε, ποτέ δεν είχε ισχυρούς και αδιάφθορους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις αντί να επενδύσουν στον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση τους, αντίθετα προχώρησαν στην περαιτέρω συρρίκνωση τους και μάλιστα σε βαθμό μεγαλύτερο από την συρρίκνωση του υπόλοιπου δημοσίου.
• Η έρευνα και η τεχνολογία, που παρά την έλλειψη πόρων είναι σημαντική, ουδέποτε συνδέθηκαν με τις ανάγκες των παραγωγών.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο. Ακόμα και προ κρίσης ο πρωτογενής τομέας έχανε διαρκώς ανθρώπους και στοιχήματα. Μόνο την πενταετία 2004-2009 συρρικνώθηκε περισσότερο από 22% σε απόλυτους αριθμούς. Μόνο αυτό το νούμερο αποδεικνύει πόσο λαθεμένη είναι η αντίληψη του «κακομαθημένου αγρότη που …«κονομάει» χωρίς να πληρώνει φόρους». Παγκοσμίως δεν υπάρχει καμία επαγγελματική κατηγορία που να «κονομάει» και να εγκαταλείπεται από τους ενδιαφερόμενους.

Τα προβλήματα όπως διαπιστώνουμε είναι πολλά και χρονίζοντα. Κάποιες παθογένειες απαιτούν χρόνο και υπομονή για να θεραπευτούν, αλλά κάποιες λύσεις μπορούν να έχουν άμεσα αποτελέσματα. Εκτιμώ ότι η έρευνα και η τεχνολογία μπορούν να αποδώσουν θεαματικά αποτελέσματα στους παραγωγούς μας με τον σωστό σχεδιασμό.

Σε αντιδιαστολή με την ισχύουσα άποψη ότι η αειφορία περνάει πάντα μέσα από την επιστροφή στην παράδοση, το ΥΠΑΑΤ έχει σχεδιάσει και θέτει σε εφαρμογή μια σειρά από πολιτικές και δράσεις που στόχο έχουν την ανάδειξη και ανάπτυξη νέων καινοτόμων τεχνολογιών και πρακτικών που στοχεύουν:
1. Στην ιχνηλασιμότητα του συνόλου των αγροτοδιατροφικών προϊόντων με την χρήση του γονιδιώματος (DNA) και
2. Στην δημιουργία στρατηγικών γενετικής βελτίωσης των τοπικών ποικιλιών και εγχώριων φυλών με την χρήση των ίδιων τεχνικών.

Οι δράσεις αυτές, που συν-χρηματοδοτούνται και από τους πόρους του ΠΑΑ αλλά και από τους αντίστοιχους της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, απευθύνονται τόσο στους ερευνητικούς φορείς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, όσο και στα οργανωμένα κέντρα αναπαραγωγής ζώων.

Η ολοκλήρωση της προσπάθειας με σαφή και συγκροτημένο τρόπο, θα οδηγήσει σε πρακτικές εφαρμογές αλλά και συστήματα που θα επιτρέψουν, ειδικά στην ελληνική κτηνοτροφία, να βελτιώσει την θέση της ως προς το παραγόμενο προϊόν, αλλά και στην συνολική πορεία της προς μια δυναμική εξωστρέφεια.

Οι δράσεις και πολιτικές του ΥΠΑΑΤ που ακολουθούν την εισαγωγή αυτών των τεχνολογιών θα επιτρέψουν την προστασία της δημόσιας υγείας και την υγεία των ζώων αλλά και την προστασία των παραγωγών έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού που δέχονται από τις κάθε λογής νοθείες ή παράνομες ελληνοποιήσεις και από τα μεταλλαγμένα.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, στοχεύεται και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου, σημαντικών αλλά αναξιοποίητων, υποδομών φορέων όπως πχ οι κατακερματισμένες Τράπεζες γενετικού υλικού σε διάφορα ερευνητικά εργαστήρια ή κινήματα όπως το Πελίτι. Αλλά και η ενδυνάμωση του ρόλου των ελεγκτικών μηχανισμών όπως ο ΕΦΕΤ, μιας και οι έλεγχοι θα γίνονται περισσότερο στοχευμένοι και αποτελεσματικοί.
Εντός αυτών των πολιτικών-πλαισίου, η αξιοποίηση των εργαστηριακών υποδομών που αναπτύσσονται και των βέλτιστων στρατηγικών ανάπτυξης της ζωικής παραγωγής, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στην ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη της κτηνοτροφίας της μελισσοκομίας και της ιχθυοπαραγωγής, σε συνδυασμό και με την αντίστοιχη βελτίωση που αναμένεται στην φυτική παραγωγή, ιδιαίτερα δε στην βελτίωση των τοπικών ποικιλιών ζωοτροφών.

Αυτή η προσπάθεια, αρχής γενομένης από τις τοπικές φυλές, είναι φανερό ότι θα πρέπει να βρει συμπαραστάτη και αρωγό το σύνολο του κτηνοτροφικού αλλά και του αγροτικού κόσμου, μιας και η μέχρι σήμερα επί μέρους και αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων βελτίωσης του κάθε κλάδου ή υποκλάδου έχει αποδειχθεί ότι μόνο μέσω των κοινοτικών ενισχύσεων, δεν οδηγεί πάντα στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Το ΥΠΑΑΤ και οι υπηρεσίες του θα βοηθήσουν όσο μπορούν, ώστε η ενεργή συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών στις επί μέρους προσπάθειες ανάπτυξης στρατηγικών γενετικής βελτίωσης να μπορέσει να ενσωματώσει και την συσσωρευμένη εμπειρία στις επιστημονικές μεθόδους και στρατηγικές εξωστρέφειας/branding που απαιτούνται, έτσι ώστε ο κάθε παραγωγός να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του.

Πέρα από την γενετική βελτίωση και την γονιδιακή ταυτοποίηση και κατοχύρωση, άλλοι τομείς της έρευνας μπορούν να μας εφοδιάσουν με τα κατάλληλα εργαλεία καταπολέμησης της νοθείας. Για παράδειγμα σήμερα Έλληνες επιστήμονες μελετούν την ύπαρξη σπανίων γαιών σε τρόφιμα, ως τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο διαπίστωσης προέλευσης των πρώτων υλών. Είναι φύσει αδύνατον το γάλα αγελάδας που βόσκει στην Βουλγαρία να έχει ίδια σύσταση σπανίων γαιών με κάποια που βόσκει στην Ελλάδα. Σημαντική διαφορά σύστασης υπάρχει ακόμα και για ζώα που βόσκουν σε γειτονικά νησιά στις Κυκλάδες. Εάν αυτές οι έρευνες καταλήξουν σε εφαρμογή η νοθεία θα δεχτεί καίριο πλήγμα.

Φυσικά η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει και μία διαφορετική στάση απέναντι στην νοθεία και την παράνομη ελληνοποίηση. Όταν ένας τουρίστας τρώει ένα κακής ποιότητας λευκό τυρί και νομίζει ότι τρώει φέτα, δεν χάνει μόνο το κράτος έσοδα, αλλά και οι παραγωγοί μας αναγκάζονται να πουλάνε φθηνά. Ο τουρίστας αυτός δεν θα πληρώσει ποτέ κάτι περισσότερο για να αγοράσει φέτα στην πατρίδα του, γιατί το τυρί που έφαγε δεν τον ικανοποίησε. Πρόσφατα σε επιχειρηματία στην Κύπρο καταλογίστηκε πρόστιμο 150.000€ επειδή προσέθετε πρωτεΐνες στο χαλούμι. Στην Ελλάδα μία τέτοια παράβαση που απλά εξαπατά χωρίς να προκαλεί απειλή για την υγεία, τιμωρείται με ευτελή πρόστιμα. Η λαθεμένη νοοτροπία δεκαετιών, ότι ένα βαρύ πρόστιμο θα οδηγήσει στο κλείσιμο της επιχείρησης και σε απώλεια θέσεων εργασίας πρέπει να σταματήσει. Μακάρι να έκλειναν οι ελάχιστοι κακοί επαγγελματίες. Το λάδι μας θα άξιζε 30€/lt και όχι 3,5. Η φέτα μας θα άξιζε 15€/kg και όχι 5. Η παραγωγή τυριού θα αυξανόταν, οι προβατοτρόφοι μας θα πολλαπλασιάζονταν και θα κερδίζαμε πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας στις υγιείς επιχειρήσεις που σήμερα κλείνουν γιατί δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους αεριτζήδες.

Θα πρέπει ως κοινωνία να συμμαχήσουμε ενάντια στον κακό επαγγελματία, που νοθεύει εθνικά προϊόντα και να μην θεωρούμε την βαριά τιμωρία ως δείγμα κρατικής αναλγησίας, αλλά ως άμυνα της κοινωνίας απέναντι στην απληστία. Με το σημερινό δικονομικό καθεστώς κάποιος μπορεί να κερδίσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, πριν αναγκαστεί να πληρώσει ένα ευτελές πρόστιμο. Μία τέτοια όμως πραγματικότητα, καμία επιστημονική καινοτομία δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει.

*Άρθρο Αν. ΥΠΑΑΤ, Γ. Τσιρώνη, στην Ύπαιθρο Χώρα της Παρασκευής 23 Ιουνίου, στο ένθετο αφιέρωμα για την κτηνοτροφία

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr