Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Μία εγκύκλιος που έχει έννομες συνέπειες μπορεί να είναι Αντισυνταγματική, ένα προεδρικό διάταγμα μπορεί να είναι Αντισυνταγματικό ή ένας νόμος μπορεί να είναι Αντισυνταγματικός που σημαίνει ότι δεν δύναται να εφαρμοσθεί αφού το περιεχόμενο αντιβαίνει προς το Σύνταγμα που είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας μίας χώρας όσον αφορά την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Αυτό που καλείται Σύνταγµα, ο λεγόµενος καταστατικός χάρτης κάθε πολιτείας, ο ρυθµιστής της έννοµης τάξης και συνιστά το θεµέλιο της σύγχρονης δηµοκρατίας, αποκτά αυτή την ικανότητα διότι διαθέτει αυξηµένη νοµική ισχύ µε αποτέλεσµα να διαφοροποιείται από τον κοινό νόµο. Το Σύνταγµα είναι Σύνταγµα ακριβώς επειδή είναι τυπικά ανώτερο. Επειδή είναι αυστηρό, επειδή θεσπίζεται και αναθεωρείται µε ειδική, προβλεπόµενη από το ίδιο διαδικασία, κατά πολύ αυστηρότερη από εκείνη του νόµου.

Αποτελεί θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης ότι νόμος αντισυνταγματικός δεν ισχύει. Τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων (δηλαδή το αν ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι) ενεργούν με βάση τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 93§4 του Συντάγματος τα δικαστήρια, κατά την εξέταση των υποθέσεων που αρμοδίως φέρονται ενώπιόν τους για επίλυση. Ο σχετικός έλεγχος καλείται δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Με βάση τα μέχρι σήμερα κρατούντα, τα δικαστήρια ελέγχουν την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του νόμου και την εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα του νόμου, αλλά δεν ελέγχουν την εσωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα του νόμου. Βεβαίως, τα δικαστήρια δεν είναι τα αποκλειστικώς αρμόδια όργανα για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι. Άπαντα τα κρατικά όργανα είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό και σχετικώς είναι αρμόδια να ελέγξουν αν είναι αντισυνταγματικός ή όχι.

Η αυστηρότητα του Συντάγµατος αποτελεί ένα από τα τρία τυπικά στοιχεία του. Δεν αφορά το περιεχόµενο των διατάξεων, αλλά τη διαδικασία παραγωγής, από τη θέσπιση έως την τροποποίησή τους. Για την ακρίβεια, ο αυστηρός χαρακτήρας ανέρχεται στη διατήρηση του Συντάγµατος, στη µη µεταβολή του. Έτσι, η αυστηρότητα σε συνδυασµό µε την τυπική υπεροχή, έννοια µε την οποία συνδέεται στενά, διαφοροποιεί τους συνταγµατικούς από τους κοινούς νόµους. Η επικράτηση του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγµατος έχει βεβαίως ιστορικά αίτια. Η αυστηρότητα µεταφράζεται ως µη µεταβολή, µονιµότητα και στην ουσία εκφράζει την ανάγκη της διασφάλισης ορισµένων θεµελιωδών κανόνων κι ενός συγκεκριµένου συνταγµατικοπολιτικού χαρακτήρα. Ορισµένα ζητήµατα, δηλαδή, θεωρήθηκαν τόσο σηµαντικά για την επιβίωση και τη διαιώνιση των κοινωνιών ώστε να µην επιδέχονται µερικής ή συνολικής µεταβολής.

Πρόσφατα αποφασίσθηκε η επιβολή από τις Δ.Ο.Υ. διοικητικών προστίμων, ύψους 100-250 ευρώ, στους κυρίους των ανασφαλίστων οχημάτων, που υπολογίζονται σε 1.100.000.

Όλα τα οχήματα, που δεν περιλαμβάνονταν στις λίστες των ασφαλισμένων θεωρήθηκαν ανασφάλιστα και άρχισε η διαδικασία επιβολής προστίμων επί δικαίων και αδίκων. Ωστόσο, εάν οι Δ.Ο.Υ ελάμβαναν τις σχετικές οδηγίες και έκαναν χρήση της στήλης στις δηλώσεις εισοδήματος για τα οχήματα του φορολογούμενου, θα μπορούσαν να εντοπίσουν τα ανασφάλιστα κυκλοφορούντα οχήματα και να απαλλάξουν τους νομοταγείς πολίτες από ταλαιπωρίες.
Ο εντοπισμός των ανασφαλίστων οχημάτων έγινε από τις Διευθύνσεις Μεταφορών με αντιπαραβολή των αποσταλέντων σ’ αυτές από την ένωση ασφαλιστικών εταιρειών καταλόγων με τα ασφαλισμένα αυτοκίνητα με τους καταλόγους, που διατηρούν οι ίδιες για τα οχήματα, που κυκλοφορούν.

Κατάλογοι όμως, ελλιπείς, καθώς περιέχουν αυτοκίνητα που δεν κυκλοφορούν πια.

Τα οχήματα που δεν βρέθηκαν στις λίστες των ασφαλισμένων θεωρήθηκαν ανασφάλιστα, οι δε σχετικές καταστάσεις απεστάλησαν στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., οι οποίες, άνευ ετέρου, προέβησαν στην επιβολή προστίμων ύψους 100-250 ευρώ, σύμφωνα με το νόμο.

Η πράξη των Δ.Ο.Υ. για την επιβολή προστίμου σε βάρος ιδιοκτήτων ανασφαλίστων οχημάτων αποτελεί μια δυσμενή διοικητική πράξη σε βάρος των συμφερόντων τους, που δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς την προηγουμένη ακρόαση του ενδιαφερομένου, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος. Η Δ.Ο.Υ., δηλαδή, πριν επιβάλλει το πρόστιμο θα πρέπει να καλέσει τον ενδιαφερόμενο προς ακρόαση, εντός τακτής προθεσμίας, για να προβάλλει τις απόψεις του. Άλλως η πράξη επιβολής προστίμου είναι άκυρη ως αντισυνταγματική, κατά το άρθρο 20 παρ.2, του Σ. λόγω ελλείψεως προηγουμένης ακροάσεως.

Ελάχιστοι θα προσβάλλουν δικαστικά την παραπάνω πράξη, διότι τα έξοδα και η ταλαιπωρία υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσό του προστίμου. Εάν όμως οι αρμόδιοι επιτέλους αντιληφθούν, ότι υπάρχει κράτος δικαίου και ότι η Διοίκηση πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, πρέπει να διαταχθεί η ανάκληση όλων των πράξεων επιβολής προστίμου για τα ανασφάλιστα οχήματα. Και τα πρόστιμα να επιβληθούν, εκ νέου, μετά προηγουμένη ακρόαση των ενδιαφερομένων, άλλως θα δημιουργηθεί ένα αλαλούμ, που θα ταλαιπωρεί για πολύ καιρό τη Διοίκηση.
Το βάρος αποδείξεως ότι το ανασφάλιστο όχημα δεν κυκλοφορεί, ανήκει στους πολίτες. Το πρόστιμο διαγράφεται σε περίπτωση κλοπής ή μεταβίβασης του εν λόγω οχήματος. Για την περίπτωση όμως της οριστικής διαγραφής λόγω ανακυκλώσεως του οχήματος από τον ιδιοκτήτη, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί πρέπει ο ιδιοκτήτης να προσκομίσει στις υπηρεσίες Μεταφορών το πιστοποιητικό καταστροφής που εκδίδει η ΕΔΟΕ κατόπιν αιτήσεως του. Αντί, δηλαδή, η ΕΔΟΕ να το διαβιβάσει ηλεκτρονικά στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Το ίδιο ισχύει ισχύει και για την περίπτωση οριστικής διαγραφής του οχήματος λόγω ανακύκλωσης με παρέμβαση του οικείου Δήμου, κατά την οποία τις διαδικασίες, που είναι πολύπλοκες και κουραστικές θα πρέπει να αναλάβει ο οικείος δήμος μέσω ΚΕΠ.

Με την απόφαση 1623/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας επιβάλλεται η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, (πρβλ. ΣτΕ 144/2012, ΣτΕ 1976/2015).

Επειδή, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., ΣτΕ 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.) και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., ΣτΕ 1508/2002, ΣτΕ 3777/2008, ΣτΕ 4731/2014, ΣτΕ 640/2015 κ.ά.), επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144, ΣτΕ 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία ΔΕΕ και ΕΔΔΑ) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, (πρβλ. ΣτΕ 144/2012, ΣτΕ 1976/2015). Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ' αόριστον εν αμφιβάλω. Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ., απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται, δε, κατ' εξαίρεση - υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων -, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.

Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός, να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών, και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων (πρβλ. ΣτΕ 1976/2015 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία ΔΕΕ και ΕΔΔΑ).

*Δικηγόρος Αθηνών