Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας, δικηγόρος

Αφορμή για το παρόν, μου έδωσε αγωνία υποψηφίου για Σχολή ενστόλων, ο οποίος καλείτο μεταξύ των λοιπών δικαιολογητικών που η αρμοδία αρχή ζητούσε απ’ τους υποψηφίους να υποβάλλουν, να δηλώσει υπευθύνως – στην γνωστή έντυπη υπεύθυνη δήλωση Ν 1599/86 – ότι δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.

Ο υποψήφιος δεν είχε καταδίκη πλην όμως τελούσε υπό κατηγορία για άσχετο της εργασίας που αναλάμβανε ποινικό αδίκημα, πλην όμως η αγωνία του ήταν μεγάλη!!!

Μου δίδεται έτσι η ευκαιρία να τοποθετηθώ γενικότερα επί του όλου θέματος και ίσως να προκαλέσω και άλλες τοποθετήσεις ή αντιδράσεις, διότι κατ’ εμέ το ζήτημα αυτό άπτεται του συνταγματικά προστατευομένου δικαιώματός της ιδιωτικής ζωής του ατόμου.

Πράγματι το Σύνταγμά στο άρθρο 9 ξεκαθαρίζει ότι η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη, ενώ στο αμέσως επόμενο άρθρο 9Α πανηγυρικά κατοχυρώνει το δικαίωμα προστασίας του καθενός, από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει.
Ο νόμος αυτός δεν είναι άλλος από τον 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον οποίο ψήφισε η Ελληνική Βουλή σε συμμόρφωσή της, με την οδηγία 95/46/ΕΚ (των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).

Σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του, στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου, είναι και η ποινική του κατάσταση με απλά λόγια το ποινικό του μητρώο. Ουδείς δύναται να συλλέγει πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του καθενός ει μη μόνο κατ’ εξαίρεση.

Δηλαδή μόνον αρχές της ποινικής δικαιοσύνης και δη αυτές που ρητά εξουσιοδοτούνται απ’ τον Νόμο μπορούν να έχουν πληροφόρηση για το ποινικό μητρώο του κάθε ατόμου.

Η Αρχή της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ως Συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή, εκδίδει κατά καιρούς οδηγίες με τις οποίες καθορίζει τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται από ιδιώτη ή από Νομικό πρόσωπο ή Υπηρεσία, η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας, εργασίας, θρησκευτικών, πολιτικών, σεξουαλικών πεποιθήσεων κ.λπ. ενός ατόμου, υπό τις προϋποθέσεις του ανωτέρω Νόμου.
Στο προκείμενο θέμα για να μπορεί ένας εργοδότης να λάβει γνώση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υποψηφίων εργαζομένων του, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 115/2011 οδηγία της Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει:

1/ Να συλλέγει πληροφορίες (δεδομένα) με μέσα που σέβονται την αξιοπρέπεια του υποψήφιου προς εργασία.
2/ Η συλλογή των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του υποψηφίου εργαζόμενου να αφορά αποκλειστικά και μόνο τη σχέση απασχόλησής του και να είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της εργασίας που καλείται να αναλάβει.
3/ Ο ίδιος ο υποψήφιος προς εργασία θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων ενήμερος ότι για την συγκεκριμένη εργασία που καλείται να αναλάβει, χρειάζεται να υπάρχουν πληροφορίες για την ποινική του κατάσταση.
4/ Ο ίδιος ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει δώσει την συγκατάθεσή του στον εργοδότη για να λάβει γνώση πληροφοριών περί της ποινικής του κατάστασης.
5/ Η πληροφόρηση για την ποινική κατάσταση των υποψηφίων εργαζομένων να είναι τόση, όση χρειάζεται για την εκπλήρωση του σκοπού που ζητείται και όχι περισσότερη απ’ όση απαιτεί η φύση της εργασίας που καλούνται να αναλάβουν (αρχή της αναλογικότητας).

Δεν είναι θεμιτό για έναν εργοδότη να πληροφορηθεί (επεξεργασθεί) ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που αφορούν σε καταδίκες ή ποινικές διώξεις υποψηφίου προς εργασία, εάν το είδος των διώξεων ή καταδικών δεν συνδέονται άμεσα με την συγκεκριμένη εργασία που καλείται να αναλάβει.

Εάν π.χ. ο εργοδότης είναι τράπεζα είναι κατ’ αρχήν θεμιτό να πληροφορηθεί υπό τις προϋποθέσεις του Νόμου, εάν ο υποψήφιος για την θέση του ταμία έχει καταδικασθεί για απάτη ή πλαστογραφία, εάν όμως ο εργοδότης είναι ιδιοκτήτης βίλας, δεν είναι θεμιτό να πληροφορηθεί την ποινική καταδίκη για απάτη ή πλαστογραφία του εργάτη που θέλει να προσλάβει για την συντήρηση του γκαζόν της βίλλας!!!

Στην πράξη οι εργοδότες δεν έχουν καμία πρόσβαση στο ποινικό μητρώο των υποψηφίων προς εργασία, γι’ αυτό και αρκούνται στην υποβολή απ’ τους υποψηφίους υπευθύνων δηλώσεων περί μη υπάρξεως καταδίκης ή διώξεώς τους, χωρίς όμως να μπορούν να ελέγξουν την ακρίβεια των δηλώσεων αυτών.

Αυτό διότι ποινικό μητρώο χορηγείται αυστηρά κατά τα άρθρα του κώδικος ποινικής Δικονομίας από τις Εισαγγελίες.
Δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί στην χώρα μας – ευτυχώς κατ’ εμέ, διότι θα μου έμοιαζαν με τα αλήστου μνήμης πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης – ειδικά πιστοποιητικά εκδιδόμενα από τα τμήματα ποινικού μητρώου των Εισαγγελιών της χώρας, τα οποία θα παρέχονται στους εργοδότες και θα περιέχουν ή θα βεβαιώνουν μόνο καταδίκες ή την απουσία αυτών, για αδικήματα που άμεσα συνδέονται με την συγκεκριμένη εργασία που ζητείται.

Στην πράξη επίσης κάποιοι εργοδότες για να ξεπεράσουν την απαγόρευση που υφίσταται να λάβουν οι ίδιοι γνώση του ποινικού μητρώου του υποψήφιου εργαζόμενου, ζητούν απ’ τον ίδιο τον εργαζόμενο να πάρει το ποινικό του μητρώο και απλώς να τους το επιδείξει.

Η ενέργεια αυτή εάν γίνεται είναι παράνομη και δεν πρέπει να την ακολουθούν οι εργαζόμενοι, διότι με τον τρόπο αυτό γίνονται οι ίδιοι «Δούρειοι Ίπποι» για την πρόσβαση των εργοδοτών σε ευαίσθητα προσωπικά τους δεδομένα.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι σύμφωνα με την υπ’ αρ. 4/2013 γνωμοδότηση της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων, οι εργοδότες δεν νομιμοποιούνται να ζητούν απ’ τους υποψήφιους εργαζόμενους την προσκόμιση αντιγράφου ποινικού τους μητρώου.

Άλλες πάλι φορές υπάρχουν εργοδότες που ρωτούν απλά τον υποψήφιο εργαζόμενο, εάν αυτός έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για κάποιο αδίκημα ή εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του.
Τέτοιο ερώτημα προσβάλει την προσωπικότητα του υποψήφιου προς εργασία και την ιδιωτική τους σφαίρα και ο υποψήφιος εργαζόμενος δικαιούται να αρνηθεί να απαντήσει.

Το όλο θέμα της διάκρισης στον τομέα της εργασίας λόγω ποινικής καταδίκης ή ποινικής δίωξης είναι αρκετά σύνθετο.
Οι Εθνικές Νομοθεσίες των χωρών της Ευρωπαϊκής ένωσης δεν απαγορεύουν ρητά την διάκριση σε βάρος των αιτούντων εργασία ή των εργαζομένων λόγω ποινικής καταδίκης.

Το ίδιο συμβαίνει και στην χώρα μας με τον Ν 3304/2005.
Το θέμα είναι κατά την γνώμη μου από ποια οπτική γωνία αντιμετωπίζουμε το ζήτημα: Έχουμε αντιληφθεί για ποιο λόγο οι ποινικές καταδίκες ενός ατόμου θεωρούνται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που οι τρίτοι δεν πρέπει να γνωρίζουν; Η απάντηση είναι μία: Για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των αποφυλακισθέντων και των καταδικασθέντων και την επιτυχή θεωρητικά τουλάχιστον επανακοινωνικοποίησή τους. Διότι πως θα ενταχθούν εκ νέου στην κοινωνία εάν δεν έχουν δικαίωμα επαγγελματικής αποκατάστασης; Πως θα ενταχθούν εκ νέου ομαλά στον κοινωνικό ιστό; Εάν τα άτομα αυτά νοιώσουν εφόρου ζωής αποκλεισμένα, τότε θα επηρεαστούν ως προς την ανάπτυξη υγιών κοινωνικών σχέσεων με τους συνανθρώπους τους. Δεν θα ηρεμήσουν ποτέ. Δεν θα μπορούν να βιοπορίσουν και θα είναι μονίμως μία δυναμική απειλή κατά της εννόμου τάξεως. Θα υποτροπιάζουν συνεχώς με την διάπραξη και άλλων εγκλημάτων και θα προσβάλουν διαρκώς την ειρήνευση εννόμων αγαθών των συνανθρώπων τους.
Εάν πιστεύουμε λοιπόν στο κράτος δικαίου τότε η Νομοθεσία που εξαγγέλλει την επανένταξη των καταδικασθέντων και αποφυλακισθέντων στην κοινωνία, θα πρέπει να είναι στην πράξη εφαρμόσιμη, διότι μόνο τότε το κράτος Δικαίου εγγυάται την κοινωνική ειρήνη.

Λογικό είναι από την άλλη μεριά οι εργοδότες να επιθυμούν τόσο στο δημόσιο όσο και στο ιδιωτικό τομέα να προσλάβουν πρόσωπα αξιόπιστα, τίμια, νομοταγή, πρόσωπα που δεν έχουν καταδίκη στις πλάτες τους, ή εκκρεμούσα ποινική δίωξη.

Οι υποψήφιοι επίσης εργαζόμενοι με λευκό ποινικό μητρώο, εύλογο είναι να επιθυμούν όπως ξεχωρίζουν στα μάτια των εργοδοτών τους, έναντι εκείνων που έχουν ποινικό παρελθόν. Διότι κατ’ αυτούς ο λευκός ποινικός βίος πρέπει να είναι προσόν όπως είναι μία επιπλέον ξένη γλώσσα ή μία καλή εκπαίδευση.

Ποιος όμως θα πει ότι η ύπαρξη μίας καταδικαστικής απόφασης σε βάρος ενός προσώπου σε κάποια στιγμή της ζωής του, προδικάζει πάντοτε την αποτυχημένη εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων εάν προσληφθεί;
Και ποιος είναι υπέρμαχος της παραδοχής ότι κάποιος που καταδικάσθηκε γι’ αυτό που κάποτε διέπραξε, είναι «άξιος» να διαιωνίζεται η τιμωρία του, μετά την απότιση της ποινής του, με τον να βρίσκει μονίμως κλειστές πόρτες εργασίας, λόγω του μαυρισμένου ποινικού του μητρώου;
Εγώ πάντως δεν είμαι!!!