Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

-Μια θέση έμεινε ακόμη. Παρακαλώ ανεβείτε και ξεκινάμε σε ένα λεπτό, ειδοποιούσε η φωνή του μηχανοδηγού του τρένου που έκανε την καθημερινή του βόλτα στην Χρωματιστή Κοιλάδα.

Έτρεξα και ανέβηκα την τελευταία στιγμή. Ήμουν τυχερή. Ήταν άδεια η μπροστινή θέση. «Από εδώ θα τα δω όλα καλύτερα» σκέφτηκα και χαμογέλασα. Και το ταξίδι ξεκίνησε.

Πρώτη περιοχή της Χρωματιστής Κοιλάδας, δεν είχε καν χρώμα. Κατάμαυρη ήταν. Πίσσα. Και οι κάτοικοι της; Ένα τσούρμο μαυροντυμένοι, χαμηλής νοημοσύνης αγριάνθρωποι, να υπακούουν τυφλά στον αρχηγό. Δεν έχει σημασία πόσοι από αυτούς ήταν μέσα και πόσοι έξω από την φυλακή. Υπηρετούσαν τον …σκοπό της δημιουργίας της κατάμαυρης περιοχής τους χωρίς να ρωτάνε, χωρίς να σχολιάζουν, χωρίς τους καίγεται καρφάκι για ότι σέρνουν τυφλά. Και με τον αλλόκοτο τρόπο τους, από τη μια να σπέρνουν τον τρόμο, και από την άλλη να δίνουν ελπίδα και να παρασύρουν τους απελπισμένους. Κάθε λεπτό σε τούτο τον βάρβαρο τόπο, έμοιαζε με χρόνος.

Και πόση ήταν αλήθεια η ανακούφιση, όταν το τρένο εγκατέλειψε τη μαύρη την περιοχή για να μας μεταφέρει στη γαλαζοπράσινη. Δηλαδή δεν ήταν αποκλειστικά γαλαζοπράσινη μια και είχε και κάτι αριστερές και δεξιές πινελιές που γίνανε δεκανίκια κάποτε να κατσικωθούν στην εξουσία. Γιατί σε τούτη την πολύχρωμη γωνιά κατοικούσαν αυτοί που κυβερνούσαν ολόκληρη την χρωματιστή κοιλάδα. Ένα μπουρδούκλωμα, άλλο πράγμα, από άνδρες και γυναίκες που πριν λίγα χρόνια, στην παντοδυναμία τους, δεν καταδέχονταν ούτε να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο. Όμως τους ένωσε ό φόβος μην και χάσουν τις καρέκλες. Τις πανάκριβες καρέκλες τους με τους παχυλούς μισθούς και τα αμέτρητα προνόμια.

Αλλά τι βλέπουν τα ματάκια μου; Όλοι τους σκυμμένοι, πολύ βαθειά, με τη μύτη τους να ακουμπά το χώμα, να γλύφουν και να υπακούουν στα παγκόσμια αφεντικά, χωρίς να καίγεται καρφάκι για τις συνέπειες και για τους φουκαράδες που τις …λούζονται. Και η οσφυοκαμψία καλά κρατεί. «Για την καρέκλα ρε γαμώτο». Αηδία! Αυτό το συναίσθημα να αποπνέουν.

Δεν κάθισε το τρένο και αρκετή ώρα στη … «γαλαζοπράσινη με ανταύγειες» περιοχή. Γρήγορα ξεκίνησε για μια περιοχή, που από χρώμα τουλάχιστον προμήνυε κάτι πιο αισιόδοξο. Μιλάμε για την ροζ περιοχή, την περιοχή της αισιοδοξίας και της αναμονής. Έτσι τουλάχιστον την περιέγραφαν. Μόνο που εκεί, ανάμεσα στις άπειρες αποχρώσεις του ροζ, ανακάλυπτες μια καινούργια Βαβέλ. Ένας σκασμός συνιστώσες με αντίστοιχο αριθμό γνωμών, ανακατεμένη στα πρόχειρα με τα μπουγαδόνερα της πράσινης μεριάς της γαλαζοπράσινης περιοχής, που την έκαναν γυριστή όταν κατάλαβαν πως το πλοίο βουλιάζει και χρειαζόντουσαν καινούργιες καρέκλες, έκαναν τιτάνιο αγώνα να καταλάβουν την πολυπόθητη εξουσία. Όχι βέβαια με σκοπό να καλυτερέψουν τη ζωή των ταλαιπωρημένων από τις πολιτικές κατοίκων.

Καρφάκι δεν τους καίγεται για την δυστυχία, την πείνα, την φτώχεια, τους άστεγους, τις αυτοκτονίες, τα λουκέτα, την αξιοπρέπεια όσων είδαν τη ζωή τους να καταρρέει χωρίς να φταίνε. Να κυβερνήσουν θέλουν και δεν κάνουν πίσω με τίποτα. Και στην προσπάθεια να βάλουν χέρι στην κουτάλα που ανακατεύει τη μαρμίτα της εξουσίας, με ότι συνεπάγεται αυτό, τάζουν, τάζουν, τάζουν. Τάζουν τα πάντα έχοντας σαν πρότυπο τον διαχρονικό Μαυρογιαλούρο, αλλά και τον μεταγενέστερο «Λεφτά Υπάρχουν». Και όταν τους ρωτάνε πως θα καταφέρουν τα ακατόρθωτα, εκείνοι, συνεχίζουν να τάζουν σαν τον άντρα τον χαρμανιασμένο για συνουσία, που τάζει λαγούς με πετραχήλια που δεν μπορεί να …δώσει και το τάμα του διαρκεί μέχρι να κάνει τη δουλειά του. Μετά, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε.

Μέρι εδω το ταξίδι στη χρωματιστή κοιλάδα, με έχει απογοητεύσει. Δηλαδή, όποιο χρώμα και να συνάντησα, όποιο, ακόμη και το πιο χαρούμενο και φωτεινό, την απελπισία κουβαλάει. Δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή να πάρω αυτό το τρένο. Δεν έπρεπε. Συνάντησα μόνο μαυρίλα, απαισιοδοξία, κατάθλιψη, στενοχώρια, θλίψη κατήφεια και άλλα τόσα «ων ουκ έστι αριθμός».

Μα, να! Τι βλέπουν τα ματάκια μου; Μετά την τελευταία στροφή τα πράγματα στη χρωματιστή κοιλάδα αλλάζουν άρδην. Στη καρακατακόκκινη περιοχή στην άκρη της χρωματιστής κοιλάδας οι άνθρωποι ζούνε στην κοσμάρα τους και κατά που φαίνεται καλοπερνάνε. Η Αλέκα και τα άλλα παιδιά, μαζεμένοι στην πλατεία, στο τσακίρ κέφι, το διασκεδάζουν και φαίνεται. Κάθονται γύρω-γύρω από μια μεγάλη κατακόκκινη φωτιά που πάνω της είναι τοποθετημένο το καζάνι που βράζει το μαγικό φίλτρο. Περιμένοντας να …γίνει το φίλτρο που θα τους δώσει δύναμη, τραγουδάνε όλοι μαζί το τραγούδι του ροκά Βασίλη Παπακωνσταντίνου, έχοντας την <<μελωδική>> συντροφιά του Κακοφωνίξ..

«Εγώ δεν θέλω στη ζωή να κυβερνήσω,

Θέλω να γίνω οπαδός φανατικός!».


Το τρένο φτάνει επιτέλους στο τέρμα της διαδρομής. Κατεβαίνω πρώτη, μια και καθόμουν μπροστά. Γυρίζω δειλά πίσω, για να δω τι κάνουν οι άνθρωποι που άφησα πριν ξεκινήσω το ταξίδι μου. Τρομάζω.

Δέκα εκατομμύρια ψυχές, αν αφαιρέσεις τριακόσιες και κάτι ψιλά, πάνω στους σταυρούς τους, να μετράνε τους πόνους από τα καρφιά τους και να ψελλίζουν ξεψύχα υψώνοντας το βλέμμα τους στον ουρανό.

«ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑ ΤΙ ΜΑΣ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΠΕΣ;»