Συνέντευξη στο Περιοδικό Down Town

ΑΘΗΝΑ. Ο σκηνοθέτης των μεγάλων επιτυχιών της τηλεόρασης, αφού οι σειρές του έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ τηλεθέασης, φέτος κάνει τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία της χρονιάς στην μυθοπλασία, με τη σειρά «Το Κόκκινο Ποτάμι», η οποία ξετυλίγει το χρονικό της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.

Ο Μανούσος Μανουάκης είναι ένας άνθρωπος δοτικός. Με την πρώτη «καλησπέρα» το καταλαβαίνει κανείς εύκολα: μία μεγάλη, ζεστή χειραψία, κι ένα «Μανούσος, χάρηκα. Βάλε να πιούμε ένα κρασάκι να τα πούμε», μου λέει καθώς καθόμαστε στο σαλόνι του. Λέμε πολλά και στη διάρκεια της συνέντευξης και, παρά τη μεγάλη διαδρομή του, εύκολα καταλαβαίνει κανείς, ότι έχει να κάνει με ένα μεγάλο παιδί μεν, απόλυτα προσγειωμένο και ταπεινό δε. «Αυτό που με κράτησε στη γη βιδωμένο, είναι το χωράφι. Έχω γη και την καλλιεργώ, έχω τις ελιές μου και το λάδι μου. Στο χωράφι, κατάλαβα πολλά, γιατί είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Εκεί είσαι εσύ και ο θεός. Εξαρτώνται τα πάντα από τον καιρό. Εκεί βλέπεις, παιδί μου, τη δύναμη του ανθρώπου και τη δύναμη του θεού, κι έτσι κρατάς το κεφάλι κάτω», μου λέει και μου προσφέρει ένα ποτήρι μπρούσκο.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θελήσετε να επιστρέψετε στην τηλεόραση, δέκα χρόνια μετά την τελευταία σας τηλεοπτική συνεργασία;

Ότι υπήρχε ένα θέμα, η σφαγή των Ποντίων -αυτό το ιστορικό γεγονός- το οποίο ήθελα πολύ να το κάνω. Ήθελα να καταπιαστώ με αυτό, κι από την άλλη, ο κύριος Σαββίδης, ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, άνοιξε αμέσως την αγκαλιά του. Ήθελα να ανοίξω, μέσα από το «Kόκκινο ποτάμι», μία συζήτηση με τους τηλεθεατές, για τον ελληνισμό. Μιλάμε για το διεθνές δίκαιο, τον έρωτα, την αγάπη, τα δικαιώματα, τον ξεριζωμό. Αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν από τα σπίτια τους, ξεριζώθηκαν, σκοτώθηκαν και βιάστηκαν, μέσα σε μία ώρα. Και να ξέρετε κάτι, όσο κι αν φαίνονται διαφορετικές οι εποχές -το τότε και το σήμερα- είναι πολύ ίδιες για μένα. Η ίδια ρευστότητα που υπήρχε τότε, υπάρχει και σήμερα. Κοινωνικά και πολιτικά. Γι’ αυτό και το «Kόκκινο ποτάμι» είναι επίκαιρο και σύγχρονο.

Γιατί δεν επιστρέψατε νωρίτερα τηλεοπτικά;

Είναι διάφοροι οι λόγοι. Πριν λίγα χρόνια έκανα την ταινία «Oυζερί Τσιτσάνης» και μου έφαγε πολλά χρόνια η υλοποίησή της. Έπειτα, όταν αποφάσισα να κάνω αυτή τη σειρά που βλέπετε τώρα, έπρεπε να ψάξω, να ενημερωθώ και να μάθω. Δεν είναι μόνο ότι διάβασα βιβλία ή μίλησα με ιστορικούς. Αλλά μίλησα με ανθρώπους, με παππούδες, που μου έδωσαν τα φώτα τους, με τα όσα έμαθαν και τις πληροφορίες που είχαν από συγγενείς τους. Όλο αυτό κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια.

Πολλοί σας αποκαλούν «O κύριος 50%». Ωστόσο, είχατε άγχος για την τηλεοπτική σας επιστροφή;

Εγώ δεν ξέρω από αυτούς τους τίτλους. Τα νούμερα, τι είναι; Αριθμοί! Εγώ, όμως, θέλω να μιλάω με τον κόσμο. Από εκεί και πέρα, τι να πω; Είχα άγχος και αγωνία, διότι, ξέρετε, ήθελα να ευοδωθεί η προσπάθεια που κάναμε. Ήταν το άγχος της αποδοχής. Όπως ο ζωγράφος κάνει μία έκθεση και θέλει κόσμο στην έκθεσή του για να δει τα έργα του, έτσι κι εμείς. Είχα την αγωνία και τη φλόγα τού να μοιραστώ με τον κόσμο αυτό που με προβλημάτισε και με ταλάνισε στην ιστορία που βλέπετε. Τα νούμερα, ως αριθμοί, δεν με αφορούν τόσο. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος, αλλά, εμείς οι καλλιτέχνες, παίρνουμε ηδονή από την αποδοχή του κόσμου - ειδικά έξω στον δρόμο.

Ο κόσμος τι σας λέει στον δρόμο;

Μου μιλούν πολύ για τη σειρά! Από την άλλη, όσο καιρό απουσίαζα, με ρωτούσαν γιατί λείπω και πότε θα επιστρέψω.

Πώς σας φαίνεται η επιλογή του κόσμου και η προτίμησή του στα reality, παρά στη μυθοπλασία; Η φετινή εξαίρεση είναι το «Κόκκινο ποτάμι» και οι «Άγριες μέλισσες»…

Α, όχι, αγαπητέ. Εδώ θα διαφωνήσω μαζί σου, διότι ο κόσμος φέτος απέδειξε ότι ο βασιλιάς της τηλεόρασης ήταν και παραμένει η μυθοπλασία. Μία σειρά, δύο σειρές, τρεις σειρές; Ξεχώρισαν όμως! Έγιναν σοβαρές δουλειές φέτος, με ουσία και περιεχόμενο. Τα reality, ήρθαν, πέρασαν, θα ξανάρθουν και θα ξαναφύγουν. Εγώ δεν είμαι αντίπαλος των reality - είναι κι αυτός ένας τρόπος διασκέδασης. Αλλά, προς θεού, δεν είναι ψυχαγωγία! Διαμορφώνουν περίεργες συνειδήσεις, παράξενα πρότυπα και, με αυτές τις οπτικές και την αισθητική, μεγαλώνει δυστυχώς μία γενιά. Κι αυτό είναι καταστροφικό!

Γιατί το λέτε;

Διότι ένας πιτσιρικάς ή μία μικρή κοπέλα, θέλει να ταυτιστεί. Θέλει να γίνει σαν αυτό που βλέπει σε ένα παιχνίδι. Ωστόσο, ο άνθρωπος έχει και την προστασία, με το να επιλέξει κι άλλου είδους διασκέδαση. Η τηλεόραση είναι ένα φθηνό μέσο διασκέδασης, τίποτε άλλο. Δεν ψυχαγωγεί. Περνάς απλά τον χρόνο σου. Δεν σκέφτεσαι. Με το να βλέπεις τέτοιου είδους προγράμματα, ο εγκέφαλος σταματά και χαζεύει. Είσαι απλός παρατηρητής. Δεν μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς, να φιλτράρεις, να πάρεις κάτι. Στο είπα και πριν, με σταματούσαν στον δρόμο και μου έλεγαν: «Μα, κύριε Μανουσάκη, επιτέλους, πότε θα δούμε κάτι καλό;». Ο κόσμος ανοίγει μηχανικά το κουμπί και βλέπει. Για να μην πω για τα προγράμματα μαγειρικής…

Δεν σας αρέσουν;

Το κακό ξέρεις ποιο είναι; Πάει κάτι καλά μία φορά; Τέλος! Επαναλαμβάνεται μέχρι να ξεφτύσει πια. Στην Ελλάδα, πλέον, είναι όλοι μάγειροι. Και, για να γίνεις μάγειρας, έχει περάσει το πρότυπο ότι πρέπει να είσαι διάστικτος και με -δεν ξέρω κι εγώ πόσα- τατουάζ σε όλο σου το σώμα. Αυτά είναι αστεία πράγματα, που έρχονται και παρέρχονται. Μία τηλεοπτική σειρά, πάντα μένει. Θα παίζει, θα ξαναπαίζει και ο κόσμος θα παίρνει όλο και κάτι από αυτό.

Έχετε τσακωθεί πολλές φορές, με τους πρωταγωνιστές των σειρών σας στα γυρίσματα;

Όχι, ποτέ, ποτέ. Καμία φορά. Έχω δουλέψει με 3.500 ηθοποιούς μέχρι σήμερα, και θέλω να σας πω ότι δεν μάλωσα με κανέναν. Μόνο με έναν θύμωσα μία φορά, αλλά δεν τσακωθήκαμε. Δεν θα σου πω όμως με ποιον, ούτε το πότε. Πάει, πέρασε πια.

Ο αγαπημένος σας ηθοποιός είναι ο Απόστολος Γκλέτσος;

Ο Αποστόλης είναι ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, που τον έχω σαν δεύτερο γιο μου. Ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, ευαίσθητος, τρυφερός, τσαμπουκάς. Τον αγαπώ πολύ. Για να μην αδικώ κανέναν, όμως, θέλω να προσθέσω ότι όλους τους αγαπώ. Ακόμη κι εκείνον που θα μπει στη σειρά για να πει μία φράση δέκα δευτερολέπτων, τον αγαπώ και τον βλέπω ως πρωταγωνιστή. Για μένα είναι όλοι αγαπημένοι.

Είστε δύσκολος άνθρωπος;

Όχι, τρώω όλο μου το φαγητό και όλα τα φαγητά. Να, ρώτα και τη γυναίκα μου! (γελάμε). Δύσκολος είμαι μόνο στη δουλειά, με την έννοια της απαίτησης. Θέλω να γίνεται αυτό που οραματίζομαι, αλλά δεν τυφλώνομαι από αυτό. Διδάσκομαι. Ένας ηθοποιός ξέρει καλύτερα από εμένα πως θα εκφράσει κάτι, οπότε θα το συζητήσω μαζί του και θα τον εμπιστευτώ. Το ένα χέρι νίβει το άλλο…

Φιλίες έχετε κάνει μέσα από τη δουλειά;

Ναι φυσικά, αλλά όλες ήταν έωλες. Σήμερα κάνω μία δουλειά, αύριο θα είμαι κάπου αλλού. Οι άνθρωποι, στον χώρο μας, έρχονται και φεύγουν. Δεν μπορείς να κρατήσεις πολλές σχέσεις και επαφές, επειδή δεν υπάρχει ο χρόνος ο κοινωνικός. Έτσι εξαερώνονται αυτά. Θυμάμαι τους πάντες, τους αγαπώ για όλα, αλλά μετά προχωρώ κάπου αλλού. Χθες που ήταν Σάββατο, πήγα στη Βαμβακού, ένα ορεινό χωριό στη Λακωνία. Εκεί είχαμε κάνει τα «Κρυφά μονοπάτια» πριν από 14 χρόνια. Πήγα γιατί με τίμησαν οι 15 κάτοικοι του χωριού, που κάποτε δουλέψαμε εκεί. Μεγάλωσαν οι άνθρωποι από τότε, αλλά ήταν τόσο τρυφεροί που… (συγκινείται).

Είστε τόσο παθιασμένος στη ζωή σας, όσο και στη δουλειά σας;

Ο έρωτας είναι το παν. Είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής. Ο έρωτας, το πάθος. Ο Ωνάσης είχε πει μία φράση: «Τι να τα κάνω τα λεφτά, αν δεν υπάρχουν οι γυναίκες;». Ο έρωτας είναι ο πρωταγωνιστής των έργων μας, διότι αυτός και μόνο μας κάνει να δημιουργούμε.

Ωστόσο, είστε ένας άνθρωπος με σταθερή προσωπική ζωή εδώ και πάρα πολλά χρόνια…

Ναι, 47-48 χρόνια είμαι με τη γυναίκα μου. Από τα 22 μας, είμαστε μαζί. Το έργο μου, το κάθε έργο μου, δεν θα είχε καμία αξία αν δεν είχα τη γυναίκα μου. Αυτή τη φράση θα έλεγα εγώ για τη ζωή μου. Η Μαρία με βοήθησε στα πάντα. Στην ίδια μου την ύπαρξη, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου. Είμαστε μαζί σε όλα. Συναποφασίζουμε τα πάντα. Στη δουλειά είναι το χαράκωμά μου. Είναι στην παραγωγή, κανονίζει τα λεφτά, την οργάνωση. Όλα αυτά που εγώ δεν μπορώ να κάνω, ούτε για δύο λεπτά. Είναι άχαρη δουλειά, δύσκολη, κι εγώ δεν θα άντεχα να την κάνω. Η Μαρία είναι τα πάντα για μένα. Και τα παιδιά μας φυσικά.

Πλέον, οι σχέσεις «σπάνε» πολύ εύκολα. Γιατί, νομίζετε;

Δεν με αφορά, παιδί μου. Ποτέ δεν ασχολήθηκα με το τι κάνει ο άλλος στο σπίτι του ή στο κρεβάτι του. Ο καθείς κάνει στη ζωή του ό,τι θέλει και τη ζει με τον τρόπο που επιλέγει να τη ζήσει και να πορευτεί. Δεν με ενοχλεί τίποτα στη ζωή κάποιου άλλου, γιατί είναι δική του, δεν ανήκει σε μένα.

Είστε καλός πατέρας;

Αν σκεφτείς ότι ο γιος μου είναι 43 και η κόρη μου είναι 40, δεν με λες πια «μπαμπά»…

Ο γονιός, όμως, πάντα θα παραμένει «γονιός», έτσι δεν είναι;

Τώρα έχεις δίκιο, με τάπωσες. Μόλις θυμήθηκα ένα περιστατικό με την κόρη μου, η οποία πήγε στη Αμερική στα 20 της για να σπουδάσει και γύρισε μετά από 7 χρόνια. Όταν ήρθε στα 27 της, ολόκληρη γυναίκα πια, βγήκε ένα βράδυ έξω. Γυρίζω και λέω στη γυναίκα μου: «Το παιδί βγήκε, τι ώρα θα έρθει; Είναι πια αργά!». Και μου απαντάει η Μαρία: «Μα τι τρέλα σε έπιασε τώρα, χριστιανέ μου; 7-8 χρόνια ήταν στο Σικάγο!». Εκεί κατάλαβα το γελοίο της κατάστασης, διότι ο γονιός δεν παύει να είναι γονιός και στα 100 του. Πλέον, είμαι ένας παππούς. Έχω μία εγγονούλα που είναι 2 ετών και σας διαβεβαιώνω ότι θα με κάνει ό,τι θέλει όταν μεγαλώσει.

Info: Η τηλεοπτική δραματική σειρά «Το Κόκκινο Ποτάμι», σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη, μεταδίδεται κάθε Κυριακή στις 21.05 από το Omega.

Περιοδικό Down Town, τεύχος 674.