Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Τους βλέπω κάθε πρωί . Απ’ τα χρόνια σκυφτούς . Με τα πρόσωπα οργωμένα απ’ το αλέτρι της ζωής . Με μαλλιά που τα λεύκανε η σοφία και ο πόνος . Με τα λιγνά κορμιά μέσα στα φαρδιά παντελόνια και στα χοντρά πουκάμισα . Κρατώντας απ’ το χέρι τα εγγόνια . Πώς το λέει η καταβασία των Χριστουγέννων ;

«Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής …» . Έτσι ακριβώς !

Περπατούν στους δρόμους των σχολείων . Έχουν τη σάκα ανάρριχτη στον ώμο . Μην κουραστεί το μικροκαμωμένο βλαστάρι τους . Το εγγόνι τους . Το μικρό χεράκι του , το άμαθο , φωλιασμένο μες στην τραχιά παλάμη του παππού . Η ζωηρή ανάσα πλάι στη βαριά , λαχανιασμένη . Το ελαφίσιο βήμα του παραβγαίνει , τριποδίζοντας , με τα αργά αλλά σίγουρα βήματα του ασπρομάλλη συντρόφου .

Σ’ αυτήν τη μικρή , πρωινή πορεία προς το σχολείο , ξεφορτώνονται χρόνια , πνίγονται πόνοι , παράθυρα κλειστά ανοίγονται διάπλατα , γκρίζοι ουρανοί γεμίζουν ατλάζι . Ξανοίγουν στο απέναντι ταμπούρι τον αιώνιο αντίπαλο , τον μαυροφόρο άρχοντα του Σκότους , τον Χάροντα . Του χαμογελούν με νόημα . Του δείχνουν με τα μάτια το εγγόνι :

«Έχασες» του λένε . «Κι αν μας νικήσεις στο τελευταίο πάλεμα εκεί στα Μαρμαρένια Αλώνια , εκεί που θα μας σηκώσεις στα μαύρα σου φτερά , θα μείνει πίσω ένα παλικαράκι . Που θα ‘χει τ’ όνομά μας . Που θα δέσει το νήμα εκεί που εσύ θα το κόψεις . Που θα μπαλώσει γερά την τρύπα που θ’ ανοίξεις στο ρούχο της ζωής» .

Χαμογελούν οι παππούδες , σαν βλέπουν της Νύχτας τον Σουλτάνο να φεύγει νικημένος . Και σφίγγουν γερά τα πέντε λιανά δαχτυλάκια μέσα στη χούφτα τους , δίνοντας ζωή στα περασμένα , παίρνοντας ζωή για τα μελλούμενα . Και το «ελαφάκι» δίπλα τους γυρίζει και κοιτάζει απορημένο που ο παππούς έσφιξε λίγο παραπάνω τα δάχτυλά του . Δεν ξέρει το «γιατί» νιώθει όμως πως πήρε απ’ αυτό το σφίξιμο μια παραπάνω δύναμη κι είδε έναν ήλιο πρωτόγνωρο ν’ ανοίγει ακτίνες μέσα στην ψυχούλα του .

Και τραβούν μπροστά . Σταματούν στις διασταυρώσεις , κοιτάζουν αριστερά – δεξιά , περνούν απέναντι , βαδίζουν στο πεζοδρόμιο , φτάνουν στο σχολείο . Και μπροστά στη μεγάλη εξώπορτα , ανοίγουν οι παππούδες το «κλουβί» και το χελιδονάκι πετάει . Μερικές φορές του χαϊδεύουν το κεφαλάκι πριν από το πέταγμα . Άλλες φορές , αυτοί που ήθελαν πάντα το χάδι και το φιλί κρυφό , σκύβουν και φιλούν το ρόδινο μαγουλάκι . Και τότε γυρίζει και το εγγόνι και αφήνει και το δικό του φιλί πάνω στα σκαμμένα αξούριστα μάγουλα . Κι οι παππούδες μένουν να χαϊδεύουν το φιλί πάνω στο μάγουλό τους και κάποιες φορές λένε στο διπλανό τους που τους κοιτάζει :

« Φτου , να πάρει η ευχή . Ένα σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου» .

Και βιάζονται να σκουπίσουν με το τσαλακωμένο μαντήλι τους το δάκρυ που ’τρεξε «από το σκουπιδάκι που μπήκε στο μάτι τους».

Μένουν έξω απ’ το σχολείο , οι παππούδες , μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι «για μέσα» . Στα μάτια τους περνά σφυρίζοντας ένα τρένο . Τους πάει γραμμή στο σχολείο του δικού τους χωριού . Τότε που με τα μπαλωμένα ρούχα και τα τρύπια παπούτσια (μερικές φορές και ξυπόλητοι) , με λίγα βιβλία , την πλάκα και το κοντύλι (άντε κι ένα τετράδιο) μέσα στον ντορβά , ανάκατα με τα ξεροκόμματα που ’παιρναν για να ξελημερίσουν , στοιβάζονταν στα παλιά ξύλινα θρανία , κάτω από κεραμίδια που ’σταζαν , δίπλα σε παλιές ξυλόσομπες (αν υπήρχαν κι αυτές) , μπροστά στον καταγδαρμένο μαυροπίνακα και στην έδρα , με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο θρανίο , κάτω από το αυστηρό βλέμμα του δασκάλου και τη θωριά της λιγνής βέργας που αναπαυόταν στα χέρια του , για να μάθουν λίγα γραμματάκια όσο για να γράφουν στη μάνα και τον πατέρα τους όταν θα ’φευγαν μακριά , όσο για να διαβάζουν τις επιστολές που θα λάβαιναν με τον ταχυδρόμο . Βλέπουν οι παππούδες τα παιδάκια που μπαίνουνε στη γραμμή για προσευχή κι ασυναίσθητα τα πόδια τους χτυπάνε «ανάπαυση» και «προσοχή» . Κάνουν κι εκείνοι τον Σταυρό τους μαζί με τα παιδιά κι ανοιγοκλείνουν τα χείλη τους στην Προσευχή και στον Εθνικό Ύμνο . Μαθητές των εβδομήντα και των ογδόντα χρόνων …για πάντα μαθητές … για πάντα παιδιά .

Όταν μπαίνουν οι μαθητές στις αίθουσες κι αδειάζει το προαύλιο , ανάβουν οι παππούδες τσιγάρο και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής . Τώρα τα βήματά τους είναι πιο βαριά και κουρασμένα κι οι ώμοι τους πιο σκυφτοί . Θα πάνε σε κάποιες δουλειές , θα τακτοποιήσουν κάποιες εκκρεμότητες . Στο καφενείο θα βρουν τους φίλους . Θα πιουν έναν καφέ , ένα ούζο (μπορεί και δύο) , θα παίξουν τάβλι και κολιτσίνα , θα κουβεντιάσουν για τα τωρινά , τα περασμένα και τα μελλούμενα και σαν έρθει το μεσημέρι … :

«Πάω στο σχολείο να πάρω το Γιωργάκη» .

Πριν ακόμα χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα είναι εκεί . Απ’ έξω απ’ την πόρτα . Κι όταν φανεί ο Γιωργάκης και ριχτεί στην αγκαλιά τους τότε ξανανιώνουν και πάλι . Περνούν με καμάρι , και πάλι , τη σάκα στον ώμο , φουχτώνουν τρυφερά το λιανό χεράκι κι όλο ρωτούν στο δρόμο ποια γραμματάκια έμαθαν σήμερα , αν ήταν καλά και φρόνιμα παιδάκια , αν πήραν τυρόπιτα με το χαρτζιλίκι που τους έδωσαν το πρωί … . Και σμίγει η βραχνή φωνή τους με το κελάηδημα των εγγονιών , έτσι καθώς σμίγει η βροντή τ’ ουρανού με τη σιγανή ψιχάλα . Κι η ζωή ανοίγει διάπλατα τους κόρφους της , για να μαλακώσει και να οργωθεί , να σκεπαστεί ο σπόρος και να βλαστήσει .

Τα βράδια οι παππούδες κοιμούνται νωρίς . Στα όνειρά τους , ακόμα κι εκεί , βλέπουν τα μικρά τους εγγόνια . Κρατούν σφιχτά το χέρι τους και πλανιόνται στα μονοπάτια του σύννεφου , στις γειτονιές του φεγγαριού . Γι’ αυτό, όλοι οι παππούδες , όταν κοιμούνται , έχουν τη δεξιά τους παλάμη κλειστή και χαμογελούν .

Αυτοί γνωρίζουν .

Μόνο αυτοί .

ΥΓ : Στη θέση των «παππούδων» θα μπορούσαν να είναι και οι «γιαγιάδες» . Δεν αλλάζει τίποτε . Το νόημα θα ήταν το ίδιο .