Γράφει ο Ηλίας Ρόρρης

Να είσαι καλά Βαγγέλη (Μητράκο) που με αυτές τις ιστορίες (Η καλύβα της κυρα – Ζαχαριούς) που τόσο απλά αλλά πολύ παραστατικά γράφεις, με παίρνεις σαν ένα μικρό παιδί από το χέρι και με συργιανάς στα στενά τώρα πια μονοπάτια της μνήμης και με πας πίσω στην εποχή που ακόμα έβραζε ο εμφύλιος, στα χρόνια που εγώ έζησα στη Σπάρτη 1948-1954, μαθητής του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης και με αριθμό μαθητολογίου ΓΑΣ 545 στο πηλίκιό μου όπως ακόμα βλέπω σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ο Νέος Κόσμος τότε ήταν μια φτωχοσυνοικία με πολλά αυθαίρετα φτωχοκάλυβα που πολλοί έχτιζαν τη νύχτα για να βολέψουν τις φαμίλιες τους. Ένα μέρος μάλιστα ήταν έξω από το συρματόπλεγμα που άρχιζε από τη γέφυρα στη Μαγουλίτσα και πίσω από το γυμνάσιο και τα τελευταία τότε σπίτια του Νέου Κόσμου, έφτανε στην οδό Αναπαύσεως - που τη νύχτα έκλεινε - και κατέληγε στο Νοσοκομείο περνώντας πίσω από το Λόφο που είχε και φυλάκιο ταμπούρι - και αυτή η μπασιά τότε έκλεινε τη νύχτα - συνεχίζοντας στο δρόμο Σπάρτη - Τρίπολη.
Ο Νέος Κόσμος ήταν για μας τα χωριατόπαιδα κάτι στο οποίο αισθανόμασταν πιο κοντά από ότι στην υπόλοιπη πόλη κάτι που έμοιαζε περισσότερο με την ατμόσφαιρα του χωριού και επίσης στέγαζε και τους δύο οίκους ανοχής της εποχής.
Στην Αθήνα παρόμοια ήταν κάτι σαν τα προσφυγικά παραπήγματα. Στο δρόμο απέξω από το προαύλιο του Γυμνασίου υπήρχε μια πόρτα που πάντα ήταν κλειστή και έξω από τα κάγκελα παρακολουθούσαμε τους αγώνες ποδοσφαίρου, τζάμπα, γιατί δεν είχαμε να πληρώσουμε εισιτήριο. Τότε δεν υπήρχε ακόμη το Στάδιο και οι αγώνες γίνονταν στο γήπεδο του Γυμνασίου, ενώ υπήρχαν τρείς ομάδες ο Σπαρτιατικός, η Άμιλλα και ο Παλλακωνικός. Η Άμιλλα ήταν η ομάδα του Νέου Κόσμου.
Με αυτά τα λίγα, που η ιστορία σου μου θύμισε, τελειώνω και σε ευχαριστώ.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr