«Μου παίρνει αρκετό χρόνο για να σκεφτώ μια ιδέα. Αυτό είναι για μένα το δύσκολο κομμάτι. Από εκεί και πέρα, αφού ολοκληρώσω την απαιτούμενη έρευνα και αρχίσω το γράψιμο, θα “κυλήσει”», λέει ο Σπαρτιάτης Τζορτζ Πελεκάνος.

Συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή

ΚΟΣΜΟΣ. Ο ήρωας του νέου του βιβλίου, ο Μάικλ Χάντσον, είναι πρώην εγκληματίας που αποφυλακίζεται και επιστρέφει σε μια Ουάσιγκτον εντελώς διαφορετική: πολλά πάλαι ποτέ κακόφημα μαγαζιά έχουν μετατραπεί σε μοντέρνες μπιραρίες με κήπο ή σε ανθοπωλεία. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι η δύσκολη επιλογή, για τον ίδιο, ανάμεσα στον πειρασμό του εγκλήματος και στο να κάνει το σωστό. Αγωνίζεται να βρει τη θέση του σε αυτόν τον νέο κόσμο, πριν χάσει τον έλεγχο.

Το ξέρει καλά αυτό το δίλημμα ο Τζορτζ Πελεκάνος. Στο «ντάινερ» του πατέρα του, στην Ουάσιγκτον, όπου δούλευε από τα έντεκα χρόνια του, και στις γειτονιές στις οποίες μεγάλωσε, συνάντησε ανθρώπους που προσπαθούσαν σκληρά για να ξεχωρίσουν, αλλά και περιθωριακούς νεαρούς που δεν είχαν πρόσβαση στη μόρφωση, μαύρους άνεργους και χωρίς ιατρική περίθαλψη, διεφθαρμένους αστυνομικούς. Ο ίδιος εργάστηκε ως λαντζέρης, μάγειρας, πωλητής σε κατάστημα παπουτσιών και μπάρμαν πριν εκδοθεί το πρώτο του βιβλίο, το 1992. Οι δύο όψεις του αμερικανικού ονείρου ξεδιπλώνονται, λοιπόν, στα βιβλία του.

Μίλησα με τον ελληνικής καταγωγής συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων (που έχουν γίνει μπεστ σέλερ), παραγωγό και σεναριογράφο (της θρυλικής τηλεοπτικής σειράς «The Wire» και του ντοκιμαντέρ «The Pacific», μια παραγωγή των Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τομ Χανκς, μεταξύ άλλων, καθώς και του πιο πρόσφατου

«The Deuce» με τον Τζέιμς Φράνκο) με αφορμή τo «O άνδρας που επέστρεψε», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα τέλη Μαΐου από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη, για το πώς βιώνει την πανδημία στις ΗΠΑ, για τις επιρροές του και το «καύσιμο» που κινεί τη μηχανή της έμπνευσής του, αλλά και για το ελληνικό «κομμάτι του».

Η κουβέντα μας έκλεισε με μια ευχή: «Μακάρι αυτή η συνέντευξη να γινόταν στη Σπάρτη (σ.σ. τόπος καταγωγής των γονιών του). Να μιλούσαμε τρώγοντας μεζέδες και πίνοντας κρασί σε μια ταβέρνα», μου είπε. «Και τι πρόποση θα κάνατε;» τον ρώτησα. «Stin ygia mas! Τι άλλο;».

– Πώς είναι αυτή τη στιγμή η κατάσταση στις ΗΠΑ;

– Ο ρυθμός μετάδοσης του ιού φαίνεται να έχει μειωθεί αισθητά, αλλά αυτό οφείλεται όχι στη στρατηγική της κυβέρνησης, αλλά στο γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό πολιτών πήρε μέτρα αυτοπεριορισμού. Ο κορωνοϊός θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό – σίγουρα μέχρι το τέλος του 2020. Φοβάμαι ότι οι βεβιασμένες κινήσεις και αποφάσεις, ώστε οι εργαζόμενοι να επιστρέψουν όσο το δυνατόν συντομότερα στις δουλειές τους, είναι πολύ επικίνδυνες. Και όμως, είναι πολλοί οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης.

– Eίχατε φανταστεί ποτέ ότι θα ζούσατε μια τέτοια κατάσταση;

– Δεν αιφνιδιάστηκα, αυτό είναι σίγουρο. Ανέκαθεν πίστευα ότι το τέλος του κόσμου είναι πιθανότερο να έρθει με το τσίμπημα ενός κουνουπιού παρά με την έκρηξη μιας ατομικής βόμβας. Αυτή η πανδημία δεν θα σημάνει το τέλος του κόσμου, βέβαια, αλλά θα χάσουμε πολλούς αγαπημένους μας ανθρώπους. Μόνο αυτή την εβδομάδα, δύο γνωστοί μου πέθαναν από COVID-19. Δεν είναι σενάριο, είναι πραγματικότητα.

– Χώρες ισχυρές, όπως οι ΗΠΑ, που θα περίμενε κάποιος να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του «πολέμου», δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της διεθνούς κοινότητας. Οι ηγεσίες και οι ιδεολογίες δοκιμάζονται σήμερα;

– Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση Τραμπ απέτυχε με κάθε τρόπο που θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς όχι μόνον να ελέγξει αποτελεσματικά την εξάπλωση της επιδημίας, αλλά και να μας μιλήσει με ειλικρίνεια, με ευθύτητα. Πολλοί πολίτες πήραν τον έλεγχο στα χέρια τους, αποφασίζοντας να μείνουν στα σπίτια τους. Οσοι θέλουν αυτή η κυβέρνηση να βγει από τη ζωή μας μάλλον ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούν και να επαναξιολογήσουν τη φιλελεύθερη ιδεολογία τους.

– Οι άνθρωποι φοβούνται, οι οικονομίες καταρρέουν. Πιστεύετε ότι κινδυνεύει η δημοκρατία;

– Θα μιλήσω, και πάλι, για τις ΗΠΑ: η δημοκρατία πράγματι κινδυνεύει, γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν πολιτικοποιήσει την πανδημία. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επανεκλεγούν και ξέρουν πολύ καλά ότι μια βαριά πληγωμένη οικονομία θα θέσει σε κίνδυνο τις φιλοδοξίες τους. Γι’ αυτό σκέφτονται να «ανοίξουν» ξανά τη χώρα, χωρίς να υπολογίζουν ότι έτσι ρισκάρουν την υγεία των πολιτών.

– Εσείς φοβάστε τον ιό;

– Οχι. Τον σέβομαι, όμως. Λαμβάνω κάθε δυνατή προφύλαξη, καθώς προσπαθώ να μένω υγιής, από μέρα σε μέρα.

– Αλήθεια, πώς περνούν οι ημέρες σας στην καραντίνα;

– Εχω μια ρουτίνα και την τηρώ ευλαβικά. Περπατάω καθημερινά στο δάσος, κάμποσα χιλιόμετρα. Δουλεύω στο γραφείο μου, στο υπόγειο του σπιτιού μας. Διαβάζω αρκετά βιβλία και τα βράδια πίνω ένα-δυο ποτηράκια κρασί, βλέποντας φιλμ νουάρ και γουέστερν. Και ναι, τρώω πολύ. Το Πάσχα, ένας φίλος μάς έφερε παστίτσιο. Το άφησε στο κατώφλι κι έφυγε? είπαμε, προσέχουμε. Ηταν πεντανόστιμο.

– Πιστεύετε ότι θα μας αλλάξει η πανδημία; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

– Είμαι πάντα αισιόδοξος. Θεωρώ πως όσοι άνθρωποι καταφέρουν να βγουν αλώβητοι από αυτήν τη δοκιμασία θα σέβονται στο εξής περισσότερο την ύπαρξή τους.

– Τι μαρτυρεί την ελληνικότητά σας στις συνήθειες, ίσως και στη νοοτροπία σας;

– Οπως ίσως γνωρίζετε, ο πατέρας μου, ο οποίος ήρθε στην Αμερική τη δεκαετία του 1920, γεννήθηκε στη Σπάρτη, από εκεί καταγόταν και η μητέρα μου – είμαι 100% Σπαρτιάτης, δηλαδή. Από τους γονείς μου έμαθα τη σημασία της οικογένειας αλλά και της ηθικής σε θέματα δουλειάς. Μου κληροδότησαν αρκετά ελληνικά «τελετουργικά», την αγάπη για το φαγητό και πολλά άλλα που διαμόρφωσαν την ελληνική μου ταυτότητα. Μεγάλωσα στην Αγία Σοφία, όπου η μητέρα μου έκανε μάθημα στα Ελληνόπουλα κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, επί είκοσι πέντε χρόνια. Στον περίβολο αυτής της εκκλησίας απέκτησα φίλους με τους οποίους ακόμη συμπορευόμαστε. Δεν υποκρίνομαι ότι είμαι περισσότερο Ελληνας από όσο πραγματικά είμαι? στις ΗΠΑ γεννήθηκα, Αμερικανός είμαι. Αλλά ανατράφηκα ως Ελληνοαμερικανός κι είμαι υπερήφανος γι’ αυτό.

– Μπορείτε να μου περιγράψετε τον τρόπο που μια ιδέα περνάει στη σελίδα, γίνεται λέξεις, βιβλίο ή σενάριο; Υπήρξαν φορές που απλώς... μπλοκάρατε;

– Μου παίρνει αρκετό χρόνο για να σκεφτώ μια ιδέα. Αυτό είναι για μένα το δύσκολο κομμάτι. Από εκεί και πέρα, αφού ολοκληρώσω την απαιτούμενη έρευνα και αρχίσω το γράψιμο, θα «κυλήσει». Το βλέπω σαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά, που πρέπει κάθε μέρα να προχωράει. Και, ειλικρινά, ποτέ δεν έχω μπλοκάρει. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα από τη στιγμή που θα καθίσω μπροστά στο χαρτί ή στον υπολογιστή. Ισως γιατί έχω αποδεχθεί ότι δεν είναι ανάγκη να είναι σπουδαίο εξαρχής ό,τι γράψω. Θα το ξαναδώ, θα κάνω αλλαγές, θα το επεξεργαστώ ξανά και ξανά. Με λίγα λόγια, λέω στον εαυτό μου: δουλειά είναι, κάνε την!

– Οπως ο Τζέιμς Ελρόι με το Λος Αντζελες και ο Ιαν Ράνκιν με το Εδιμβούργο, φιλοτεχνείτε στα βιβλία σας το πορτρέτο μιας πόλης. Τι αγαπάτε περισσότερο στην Ουάσιγκτον;

– Είναι το ισόβιο σπίτι μου, υπάρχει προδιάθεση σε αυτή την αγάπη. Εδώ είναι η ιστορία μου, όπως και των γονιών, και των παππούδων μου. Ειδικά αυτή την περίοδο, εν μέσω της πανδημίας, βγαίνω καμιά φορά να περπατήσω στους άδειους δρόμους και είναι σαν να βλέπω τον πατέρα μου και τη μητέρα μου να βαδίζουν δίπλα μου. Εχω ζήσει και σε άλλες πόλεις, κυρίως σε περιόδους γυρισμάτων κάποιας ταινίας ή τηλεοπτικής σειράς, και, πράγματι, πάντα κάτι καλό μπορεί να βρει κανείς σε καθεμία. Η Νέα Υόρκη έχει καλύτερα εστιατόρια, η Νέα Ορλεάνη υπέροχη μουσική κ.ο.κ. Ομως, για μένα καμιά δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ουάσιγκτον: από τη μια με στοιχειώνει, αλλά από την άλλη με κάνει να νιώθω μιαν απίστευτη ψυχική ανάταση.

Η επιτυχία είναι μαραθώνιος, όχι σπριντ, ξεκίνα από χαμηλά...

– Υπάρχουν άλλες επιρροές στα έργα σας, εκτός από αυτές για τις οποίες συχνά μιλάτε, δηλαδή τον Ντάσιελ Χάμετ και τον Τζον Στάινμπεκ;

– Οι ταινίες που αγαπώ και οι σκηνοθέτες τους με έχουν επηρεάσει όσο και οι αγαπημένοι μου λογοτέχνες και τα βιβλία τους. Πολλοί συνάδελφοί μου δεν θα παραδέχονταν κάτι τέτοιο, αλλά εγώ δεν έχω απολύτως κανένα πρόβλημα να το πω: δεν αποφάσισα να γίνω συγγραφέας επειδή διάβασα κάποιο βιβλίο που με σημάδεψε. Το... λαμπάκι άναψε μέσα μου αφού είδα φιλμ όπως «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» (The Magnificent Seven), «Και οι δώδεκα ήταν καθάρματα» (The Dirty Dozen), «Αγρια συμμορία» (The Wild Bunch), «Κάποτε στη Δύση» (Once Upon A Time In The West) και «Ο νονός» (The Godfather). Πολύ αργότερα μπήκε το διάβασμα στη ζωή μου. Και ήταν άλλη μία σπίθα για να ανάψει η φωτιά...

– Πώς τροφοδοτείτε τη φαντασία και τη δημιουργικότητά σας;

– Παραμένοντας σε επαφή με τον κόσμο. Περπατώντας, χρησιμοποιώντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς, διαβάζοντας, πίνοντας ένα ποτό σε κάποιο μπαρ. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολύ ζωηρή φαντασία. Πρέπει να βγω εκεί έξω και να «γευτώ» εμπειρίες, για να μπορέσω στη συνέχεια να γράψω.

– Το νέο σας μυθιστόρημα, «The Man Who Came Uptown», θα κυκλοφορήσει σύντομα και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πατάκη. Σας μοιάζει ο ήρωάς του, ο Μάικλ Χάντσον;

– Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Ο Μάικλ ανακαλύπτει τα βιβλία κι αυτά τού δείχνουν έναν καινούργιο δρόμο, πολύ καλύτερο από όσους είχε πάρει μέχρι τότε. Ετσι ήμουν κι εγώ στα είκοσί μου χρόνια. Το διάβασμα μου άλλαξε τη ζωή. Αυτό τα λέει όλα.

– Τι θα λέγατε σε έναν νέο συγγραφέα, που ονειρεύεται μια καριέρα όπως η δική σας;

– Η επιτυχία είναι μαραθώνιος, όχι σπριντ. Μη ζοριστείς, μην προσπαθήσεις περισσότερο από όσο αντέχεις και υπερβολικά νωρίς. Αν θέλεις να γίνεις σκηνοθέτης, πιάσε δουλειά σε ένα κινηματογραφικό συνεργείο, ξεκίνησε από το πιο χαμηλό σημείο της ιεραρχίας. Ετσι θα μάθεις τα πάντα και θα αρχίσεις να ανεβαίνεις. Αν θέλεις να γίνεις συγγραφέας, διάβαζε ό,τι πέσει στα χέρια σου και θυμήσου να ζεις μια πλήρη ζωή.

– Ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνετε μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων;

– Ε, δεν θα είναι και σαν να βγαίνω από τη φυλακή! Η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι σταδιακή. Μου αρέσουν τα καλά μπαρ και εστιατόρια. Λαχταρώ, λοιπόν, μια βραδινή έξοδο έπειτα από τόσο καιρό.

– «Πάντα να σκέφτεσαι τι είδους άνθρωπος θέλεις να είσαι», λέει στον Σπίρο Λούκας, ήρωα αρκετών βιβλίων σας, ο πατριός του. Εσείς τι είδους άνθρωπος θέλετε να είστε, κύριε Πελεκάνος;

– Πάντα ήθελα να μοιάσω στον πατέρα μου και στη μητέρα μου, ελπίζω να έχω κληρονομήσει τα καλύτερα στοιχεία τους. Είχα, βλέπετε, την ευλογία να μεγαλώσω με τέτοια πρότυπα...