ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Τα ποιοτικά ελαιόλαδα κρατάνε τα 2,50 ευρώ ανά κιλό τις τελευταίες εβδοµάδες, µε τη ροή στο εµπόριο να διατηρεί µια ζωηρότητα στα παραγωγικά κέντρα, όσο η αγορά περιµένει ένα επόµενο υψηλό κύµα ζήτησης από την τυποποίηση προκειµένου να απορροφηθούν το δυνατόν περισσότερες ποσότητες πριν την έναρξη της επόµενης εµπορικής περιόδου.

Σε αυτό το περιβάλλον και στην τρέχουσα συγκυρία, οι εκτιµήσεις για την τιµή παραγωγού το προσεχές διάστηµα θέλουν σε κάθε περίπτωση την αγορά να κρατάει τουλάχιστον τα 2,50 ευρώ, µε τις πιθανότητες να συγκλίνουν σε µικρή ενίσχυση. Τουλάχιστον αυτό αναµένει µεγάλη µερίδα παραγωγών στη Λακωνία, σύµφωνα µε τα όσα εξηγεί στην Agrenda άνθρωπος που γνωρίζει καλά την εκεί αγορά.

∆ύο είναι οι παράγοντες που θα επηρεάσουν την εξέλιξη των τιµών τους καλοκαιρινούς µήνες: οι πρώτες εντυπώσεις για την επερχόµενη σοδειά, όπως αποτυπώνονται από την καρπόδεση και τη βαρύτητα την οποία θα δώσει η αγορά στα σενάρια ενός δεύτερου κύµατος της πανδηµίας από το φθινόπωρο. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις και τα δύο σενάρια θέλουν την τιµή παραγωγού να υποστηρίζεται από τα δεδοµένα που θα διαµορφωθούν σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν.


Σε ό,τι αφορά την καρπόδεση, οι ζηµιές που υπέστησαν οι ελαιώνες από τον βιαστικό καύσωνα του Μαΐου ψαλίδισαν τις αναµενόµενες ποσότητες, σε µια χρονιά που ούτως ή άλλως οι όγκοι δύσκολα θα έφταναν τα επίπεδα του 2019-2020. Από την άλλη, όσοι τελικά αποφασίσουν να «επενδύσουν» σε επιστροφή της πανδηµίας, συνεπάγεται ότι θα προχωρήσουν σε πωλήσεις για τη διαµόρφωση αποθεµάτων, ενισχύοντας έτσι τη ζήτηση.

Να σηµειωθεί ότι για ανοδικό κύκλο στις τιµές του ελαιολάδου στη χώρα µας, αλλά και διεθνώς, κάνει λόγο και το αµερικανικό υπουργείο Γεωργίας, ως αποτέλεσµα της τόνωσης της ζήτησης στην οποία οδηγούν οι νέες διατροφικές συνήθειες µετά την έλευση της πανδηµίας αλλά και της µείωσης που προβλέπεται στην παραγωγή των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, πιθανότατα πλην της Ισπανίας.

Ειδικότερα, το USDA εκτιµά ότι η παγκόσµια παραγωγή ελαιολάδου την περίοδο 2020-2021 θα µειωθεί σε 3,03 εκατ. τόνους, από 3,12 εκατ. τόνους που παρήχθησαν κατά το έτος συγκοµιδής 2019-2020. Τα δεδοµένα του USDA βασίζονται σε αναφορές από τις κύριες χώρες παραγωγής και σε πληροφορίες από άλλες δηµόσιες και ιδιωτικές πηγές.