Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Αν κανείς εξετάσει προσεκτικά τα βήματα της Ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες, θα καταλάβει και θα συμπεράνει ότι η πορεία της δεν ήταν η αναμενόμενη. Οι μεγάλες προσδοκίες που γεννήθηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά, ο αντιφασισμός, τα λαϊκά κινήματα, ο αέρας της ελευθερίας και η θεμελίωση της δημοκρατίας, που είχαν βρει την έκφρασή τους σε σχετικά υψηλό επίπεδο, άρχισαν σιγά-σιγά να εξασθενούν και να υποτάσσονται στις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες.

Η μεγάλη ώθηση του ’81, με αιχμή του δόρατος την ιδεολογία του σοσιαλισμού, την ισοκατανομή της παραγόμενης πίτας, τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου των μεγάλων εισοδημάτων και τη βοήθεια των ασθενέστερων είχε μεγάλη απήχηση, αλλά μικρή πραγματική εφαρμογή, με τον προσεγμένο, προσαρμοσμένο και ανατρεπτικό λόγο να είναι ο κατ’ εξοχήν μοχλός επιρροής και επηρεασμού των λαϊκών στρωμάτων. Τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) και τα πακέτα Ντελόρ που κατέκλυσαν τη χώρα, τις επιδοτήσεις και τις κάθε είδους ενισχύσεις κ.λπ. χειρίστηκαν και καρπώθηκαν με διάφορους τρόπους, κυρίως οι λίγοι και εκλεκτοί και τα περισσεύματα οι λαϊκές συνοικίες. Η θεσμοθέτηση του ακηδεμόνευτου, αλλά στην πραγματικότητα απόλυτα κομματικού συνδικαλισμού και ο εφοδιασμός του με δυνάμεις αυταρχισμού και εξουσίας, η δυνατότητα παρέμβασής του παντού και η μετωπική του ρήξη με την εργοδοσία συντέλεσαν αρχικά στην αναστολή των εργασιών και τελικά στο κλείσιμο πολλών υγιών επιχειρήσεων, με το κράτος να χάνει σταδιακά βασικά στηρίγματά του και να αποδομείται. Δηλ. αντί τα χρήματα να δοθούν για τη στήριξη και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στις δομές της πραγματικής οικονομίας σκορπίστηκαν και καταναλώθηκαν από δω και από κει, για ντόλτσε βίτα, κυρίως κολλητών και παρατρεχάμενων, οι οποίοι θεώρησαν ότι ήλθε η ώρα της αμοιβής των … αγώνων τους, την οποία απολάμβαναν ικανοποιημένοι και δικαιωμένοι.

Οι παραφυάδες της κομματικής νομενκλατούρας καθιερώθηκαν και επικράτησαν για τα καλά σε όλους τους τομείς της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής δραστηριότητας, με την αναξιοκρατία να κυριαρχεί και να γεμίζει η κρατική μηχανή από εγκάθετους ανάλογα κάθε φορά με το χρώμα της ταυτότητάς τους. Η κατάσταση αυτή δουλεμένη αρκετά εγκαταστάθηκε στις συνειδήσεις των πολιτών, οι οποίοι κατέκλυσαν τα κομματικά άντρα απεμπολώντας κάθε ίχνος ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας, ανεξαρτησίας, σκέψης και πρωτοβουλίας διευρύνοντας και παγιώνοντας τη δουλοπρεπή συμπεριφορά της ταπείνωσης, της απόλυτης υποτακτικότητας. Η ελεγχόμενη, μέχρι σκλαβική αυτή υπακοή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, «κατακτήθηκε» από τους εργαζόμενους, έκοψε τους δεσμούς τους με τις διεκδικήσεις και τους αγώνες τους, με αποτέλεσμα να σέρνονται μέχρι σήμερα, πίσω από τις πολιτικές μαριονέτες, με αυξανόμενους τους ρυθμούς υποταγής, του ελέγχου και της εξάρτησης.

Ταυτόχρονα, στην κορυφή της πυραμίδας της πολιτικής ηγεσίας αναρριχήθηκαν κατά καιρούς άτομα ασήμαντα, υποτακτικά και δουλικά στις ΗΠΑ και την Ε.Ε., αφού δεν είχαν δικές τους δυνάμεις, τα οποία ευτέλισαν την κοινωνία παραδίνοντάς την διαδοχικά σε ολοένα πιο υπάκουα και υποτελή υποκείμενα, κάτι που επαληθεύεται και σήμερα. «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα» (Γιάννης Κάτρης), τα ίμια, το χρηματιστήριο, τα θαλασσοδάνεια με αέρα, δανεικά και αγύριστα, το καταστροφικό PSI, τα μνημόνια, οι «πατριωτικές» και θρησκευτικές εξάρσεις, με σημαίες, λάβαρα και φουστανέλες για τη συμφωνία με την γείτονα, που σήμερα όλοι αποδέχονται αποτελούν μερικά από τα εκατοντάδες εγκλήματα που έχουν συντελεστεί στη μοιραία και απροστάτευτη αυτή χώρα. Η Τουρκία, παρακολουθώντας την αδυναμία και την ανικανότητα της πολιτικής ηγεσίας – έρμαιο ξένων συμφερόντων και σκοπιμοτήτων – να προστατεύσει και να υπερασπίσει σθεναρά την πατρίδα, δεν χάνει την ευκαιρία να διεκδικεί, να αλωνίζει και να κάνει έρευνες μέσα στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, να μη δίνει σημασία στις άτολμες και άσφαιρες λεκτικές αναφορές, με το θερμό επεισόδιο να είναι πλέον σκόπιμα αναπόφευκτο προκειμένου να σύρει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης. Επιχειρεί να θεμελιώσει δικαιώματα που ουδέποτε είχε, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις και το δίκαιο της θάλασσας.

Η οικονομική κατάσταση, μετά και την ανεξέλεγκτη επέλαση του θανατηφόρου ιού επιδεινώνεται συνεχώς με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, με τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας να ανασαίνει δύσκολα και ένα μεγάλο μέρος της να έχει γύρει ή να οδεύει προς τα παγκάκια και τα πεζοδρόμια. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και κλείνουν η μια κατόπιν της άλλης, με την ύφεση να έχει περάσει σε διψήφια νούμερα και η ανεργία να τραβάει την ανηφόρα. Οι διαχειριστές της κατάστασης είναι σε πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την οικονομική και κοινωνική επιδημία. Με αλλοπρόσαλλες και ασύνδετες αποφάσεις βάζουν τη μια μάσκα πάνω στην άλλη, μπερδεμένοι στις δικές τους αυταπάτες και τις ανύπαρκτες ικανότητες τραυλίζουν προσπαθώντας να πείσουν, χωρίς βέβαια να τα καταφέρνουν. Το καράβι, χωρίς συγκεκριμένη και σταθερή πορεία οδηγείται στα βράχια.

Παρά τα κάποια θετικά βήματα που έγιναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αυτή είναι επιγραμματικά η σχετικά πρόσφατη πορεία της Ελληνικής κοινωνίας, που έχει καταγραφεί. Για όλα αυτά δεν φταίει κανείς άλλος, παρά η ίδια η κοινωνία, η οποία δημοκρατικά και ελεύθερα αποφασίζει. Το κόστος-τίμημα των επιλογών της το πληρώνει η ίδια, αλλά και το μεγαλύτερο που έρχεται η ίδια θα κληθεί να το πληρώσει. Η κοινωνία έχει αποτύχει. Αν δεν ανησυχήσει, δεν αλαφιαστεί, δεν σοβαρευτεί, δεν αναπροσανατολιστεί και δεν αλλάξει ρότα, πολύ γρήγορα θα βρεθεί σε ακόμη δυσμενέστερη θέση. Ίσως η κατάσταση τότε να είναι μη αναστρέψιμη.

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί έκλεισαν τα βιβλιοπωλεία.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr