Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

Η κρίση του 2009-2010 δημιούργησε ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, που έφθασε να περιλαμβάνει μία μεγάλη, αν και κυμαινόμενη, μάζα εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων, που στρέφονταν με αγανάκτηση εναντίον των συστημικών κομμάτων, ακόμα και των πολιτειακών θεσμών, μπροστά στην κοινωνική και οικονομική καταστροφή που προκάλεσε μία ελίτ ανίκανων και διεφθαρμένων πολιτικών και διανοουμένων.

Αυτό το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο έχει ήδη διανύσει μία δεκαετή διαδρομή και συνέχιζε να επιβιώνει μέχρι σήμερα, έστω και απομειούμενο. Αυτό αιμοδότησε κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή, οι ΑΝΕΛ ή, στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και μικρότερα ή μεγαλύτερα εξωκοινοβουλευτικά κινήματα, από τη «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη έως το ΕΠΑΜ, τις κινήσεις του Τζήμερου, ακόμα και το φαινόμενο Σώρρα ή Βελόπουλου.

Δημιουργήθηκε έτσι ένας ευρύτατος κοινωνικοπολιτικός χώρος ανθρώπων που διακήρυσσαν πως βρίσκονται «πέραν της αριστεράς και της δεξιάς». Και άλλοτε συναντιούνταν, όπως με τη «Σπίθα», άλλοτε διαφορίζονταν και άλλοτε υποστήριζαν κάποια κόμματα, έστω και παροδικά.

Αν και στο εσωτερικό του υπήρχαν πάντοτε πτέρυγες και τάσεις –ενίοτε έντονα ανταγωνιστικές–, τα γενικότερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του ήταν: η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης και των παγκοσμιοποιητικών θεσμών, το μίσος ενάντια στις ελίτ και το «σύστημα», η αποδοχή της Ορθοδοξίας, η άρνηση των μηχανισμών ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πίστη στη σημασία της εθνικής ταυτότητας κ.λπ. κ.λπ.

Πεδίο έκφρασης του κινήματος, εκτός από τις πλατείες, υπήρξαν ποικίλες πρωτοβουλίες, από τα κοινωνικά παντοπωλεία και την οργάνωση συσσιτίων, μέχρι το «Δεν πληρώνω» και, εσχάτως, οι μεγάλες κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό.

Στο εσωτερικό του η πλειοψηφία είχε δυστυχώς την τάση να ακολουθεί αστραπιαίες και «εύκολες» λύσεις για να θεραπεύσει τις καταστρεπτικές συνέπειες της κρίσης –είτε επρόκειτο για την «κατάργηση» των μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο», κατά Τσίπρα, είτε για την οικονομική ανασυγκρότηση μέσω της μετάβασης στη δραχμή, είτε για την επιστροφή των γερμανικών οφειλών.

Αντίθετα, πολύ λιγότερο εισακούονταν φωνές όπως οι δικές μας, που επισήμαιναν πως πρόκειται για την παροξυσμική κρίση μιας χώρας παρασιτικής και παρηκμασμένης – κρίση που δεν οφείλεται μόνο στη διαφθορά των ηγετικών ομάδων, αλλά στο ίδιο το κυρίαρχο μοντέλο. Κατά συνέπεια, θα απαιτούνταν ένα ευρύτερο κίνημα ανασυγκρότησης, ιδεολογικής, παιδευτικής και παραγωγικής, ώστε να μπορέσει η χώρα να σταθεί στα πόδια της και να μεταβάλει την πολιτική ηγεσία.

Έτσι, καταναλωνόταν υπερβολικά μεγάλος χρόνος και ενέργεια σε θαυματουργές λύσεις, του δραχμικού παραδείσου, της κατάργησης των μνημονίων, της άμεσης παραχώρησης των τριακοσίων δισεκατομμυρίων των απαράγραπτων και έτσι κι αλλιώς οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων, ή ακόμα και τα εξακόσια δισεκατομμύρια του Σώρρα(!). Και αυτό είχε δύο βασικές συνέπειες. Η πρώτη και κυριότερη ήταν η άρνηση των τεράστιων προσπαθειών που θα απαιτούσε η ανάταξη της χώρας – ιδεολογική, παιδευτική, παραγωγική, αμυντική. Η δεύτερη, εξαιτίας του αδιεξόδου, ήταν η προσφυγή στις ίδιες τις παλιές εξουσίες και κόμματα, από τον ΣΥΡΙΖΑ έως τη ΝΔ, με αποτέλεσμα τη βαθιά απογοήτευση των πλέον ειλικρινών ανθρώπων.

Κύκνειο άσμα αυτού του κινήματος υπήρξαν οι συγκεντρώσεις ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών, ενώνοντας για μία τελευταία φορά –έστω και πρόσκαιρα– τα διαφορετικά ρεύματα και τάσεις αυτού του χώρου.

Από τα μνημόνια στον κορωνοϊό

Σήμερα πλέον βιώνουμε την περίοδο της οριστικής διαίρεσης/διάλυσης αυτού του χώρου με αφορμή –όσο κι αν φαίνεται απίθανο– την αντιμετώπιση του κορωνoϊού και την τουρκική επιβουλή.

Όντως, εφέτος, συνέπεσαν δύο μεγάλες προκλήσεις, η μία υγειονομική –μια πανδημία με πλανητικές διαστάσεις– και η δεύτερη, η δραματική επιτάχυνση της υπαρξιακής σύγκρουσης του ελληνισμού με τον νεο-οθωμανισμό. Γεγονότα που από τη φύση τους θα έπρεπε να ενισχύσουν την εθνική συνοχή.

Η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, που πλέον απαιτεί την πλήρη υποταγή των Ελλήνων, αποτελεί ίσως την τελευταία ευκαιρία του ελληνισμού να ανακάμψει. Μπροστά σε μια υπαρξιακή απειλή, να πυροδοτήσει την ιδεολογική, παραγωγική, παιδευτική, δημογραφική ανόρθωση, που θα μας επιτρέψει να υπερβούμε την παρακμή και να αναβαθμιστούμε. Στριμωγμένοι στον τοίχο, να βαδίσουμε μπροστά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, και η πολιτική αντιπαράθεση θα μπορούσε να αποκτήσει ένα ουσιαστικό νόημα καθώς θα διεξάγεται γύρω από τις λυσιτελέστερες επιλογές της αντίστασης. Το ερώτημα δεν είναι πλέον οι εσωτερικές ψευδοδιαμάχες, αλλά ένα όραμα εθνικής ανόρθωσης. Και η όποια κριτική μας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να αφορά ακριβώς στα τεράστια ιδεολογικά και πραγματολογικά ελλείμματά της στην αντιμετώπιση αυτής της εθνικής απειλής.

Κατά τον ίδιο τρόπο και η αντιμετώπιση του κορωνοϊού πρέπει και μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα ενίσχυσης της εθνικής ενότητας, υπευθυνοποίησης των νέων και προσέγγισης του κράτους με τον πολίτη – μια και αυτό το κράτος είναι υποχρεωμένο, εκών άκων, να ενισχύει την κοινωνική συνοχή και να μειώνει τα βάσανα τόσο των ασθενών όσο και του συνόλου του πληθυσμού.

Αυτά τα δύο αυτά μεγάλα γεγονότα αποτελούν στοιχεία που μπορούν να συμβάλουν και στην υπέρβαση της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής της μεταπολίτευσης και να ανοίξουν τον δρόμο για τη συγκρότηση νέων πολιτικών υποκειμένων.

Αντ’ αυτού, όμως, το ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα, καθώς και κάποια υπολείμματα ενός μέρους των κάποτε αγανακτισμένων, δεν προτάσσουν τη λαϊκή κινητοποίηση για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, κριτικάροντας τις κυβερνητικές ολιγωρίες, αλλά αντίθετα προσπαθούν να διασπάσουν την απαραίτητη εθνική λαϊκή ενότητα. Έτσι στρέφουν τον λαό στην «κινητοποίηση κατά του κορωνοϊού» και το «αντιμασκικό κίνημα»! Οι άλλοτε –δραχμιστές στην πλειοψηφία τους– «αντιμνημονιακοί» τώρα έχουν γίνει «αντιτσιοδρικοί» και εκεί συναντούν τον… ΣΥΡΙΖΑ και τον Πολάκη. Αδιαφορούν για τις ζωές των συμπολιτών τους, για τις δουλειές που θα χάσουν, εξαιτίας και της προπαγάνδας τους (γιατί οι δουλειές που θα χαθούν δεν οφείλονται, όπως διατείνονται, τόσο στις απαγορεύσεις, όσο στην έξαρση του ιού που δημιουργεί η ανεύθυνη προσέγγιση του θέματος και η καθυστερημένη κάποιες φορές αντίδραση της κυβέρνηση). Τέλος αδιαφορούν και για το το κράτος, που θα πρέπει να χρεωθεί ακόμα περισσότερο, την ώρα που όλοι οι πόροι θα πρέπει να στραφούν στην άμυνα της χώρας. Έχοντας φτάσει στον έσχατο βαθμό της κατάπτωσης, σηματοδοτούν το οριστικό τέλος του αντιμνημονιακού χώρου.

Το τέλος ενός κάποτε κινήματος

Εμείς, παρότι αντιταχθήκαμε σθεναρά στη δραχμική πανάκεια και στην απάτη του δημοψηφίσματος και υποβάλαμε σε σαρωτική κριτική τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συμμετείχαμε ενεργά αλλά κριτικά σε αυτό το κίνημα από τη γέννησή του.

Γνωρίζαμε τη μεταβολή της πικρίας σε ανορθολογική και επιθετική συμπεριφορά, σε συμπαράταξη με φασιστοειδή, με τον τραμπισμό, τον Μπάνον και τον Ντούγκιν – παρά τις σχέσεις των τελευταίων με τον Ερντογάν. Γνωρίζαμε τον εκφυλισμό της αντιπολιτευτικής διάθεσης σε μια υβριστική φρασεολογία, όπου υπάρχουν μόνο «προδότες», «πουλημένοι», «σανοφάγοι», «ελληνόφωνοι». Αλλά δεν θέλαμε να εγκαταλείψουμε δίκαια αιτήματα, όπως το μεταναστευτικό, το δημογραφικό, το Μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, την καταδίκη του εθνομηδενισμού, στους χρυσαυγίτες ή τους χρυσαυγιτίζοντες.

Παρότι γνωρίζαμε αυτές τις αρνητικές όψεις, παλεύαμε για τον προσανατολισμό του σε θετική κατεύθυνση επειδή αντιπροσώπευε μια αυθεντική αγανάκτηση. Εξάλλου, η απόλυτη κυριαρχία των πολυπολιτισμικών εθνομηδενιστών έκανε πολλούς να υποκύπτουν στον πειρασμό μιας τέτοιας συμπεριφοράς.

Σήμερα όμως ο κύκλος έκλεισε και η όποια συμπόρευση έχει καταστεί αδύνατη, καθώς δεν πρόκειται για διαφορές πολιτικών εκτιμήσεων και προσανατολισμών, αλλά για αντιθέσεις αξιακού χαρακτήρα. Όποιοι συνηγορούν στην πιθανότητα θανάτου ακόμα και ενός συμπολίτη τους, προτάσσοντας έωλα επιχειρήματα κάθε είδους –ενίοτε πρόκειται και για «ορθοδόξους», ή ακόμα και ιερωμένους–, έχουν ριζικά διαφορετικά αξιακά πρότυπα από εμάς. Εξάλλου, γνωρίζουν πολύ καλά πως όσο λιγότερα μέτρα προφύλαξης λαμβάνονται, τόσο βαθύτερη θα είναι η υγειονομική και οικονομική κρίση – και όμως αδιαφορούν. Επιπλέον, αποπροσανατολίζουν ασύγγνωστα τους Έλληνες από το κεντρικό αίτημα της αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας, δημιουργώντας ένα ψευδές και αχρείαστο εμφυλιοπολεμικό κλίμα γύρω από τον κορωνοϊό. Συνεπώς, δεν υπάρχει πλέον επίπεδο συνεννόησης. Οι ίδιοι οι τραμπικοί αρνητές της μάσκας πήραν την πρωτοβουλία για να εξοντώσουν οποιοδήποτε στοιχείο ενότητας υπήρχε, μέχρι τουλάχιστον το Μακεδονικό.

Μια παρασιτική και παρακμιακή κοινωνία δεν μπορεί να δώσει και αυθεντικές προτάσεις και κινήματα. Θα δώσει παρασιτικές απαντήσεις. Τη Χρυσή Αυγή, τον Καμμένο, τον Σύριζα, τον Βελόπουλο, τον Βαρουφάκη…

Δυστυχώς , όπως διαπιστώσαμε in vivo απαιτούνταν η κατάρρευσή της για μια νέα αρχή. Και η κατάρρευση έχει επισυμβεί, ενώ η νέα αρχή αναζητείται ήδη σε ένα πανεθνικό κίνημα για την αντιμετώπιση πρωτίστως της τουρκικής αλλά και της υγειονομικής απειλής, όπως τη βιώνουν οι δημιουργικοί άνθρωποι και οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας. Και σε αυτή τη νέα αρχή οι άνθρωποι που βιώσαν με «αντιμνημονιακό» αλλά δημιουργικό ήθος την μνημονιακή θύελλα πρέπει να συμβάλουν αποφασιστικά.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr