Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Όσο και αν προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει την ψυχολογία, την εσωτερική παρόρμηση, την τόλμη και την αποφασιστικότητα κάποιων ανθρώπων, σίγουρα δεν θα μπορέσει να εισέλθει στα ενδότερα της ύπαρξης και της συγκρότησής τους, να αποτυπώσει και να καταγράψει σε όλες τους τις διαστάσεις τις ακραίες στιγμές φιλοπατρίας, ελευθερίας και γενναιότητας. Ο αληθινός μάρτυρας της ανδρείας και της αυτοθυσίας είναι η ιστορία, της οποίας οι πτυχές είναι χαραγμένες από ξεχωριστές πράξεις ανιδιοτέλειας και ψυχικής έπαρσης.

Σήμερα, με αφορμή μια ακόμη επέτειο του Πολυτεχνείου αξίζει η αναφορά σε έναν νέο και μια νέα τότε, που εκείνη τη νύχτα της Παρασκευής της 16ης προς τη 17η του Νοέμβρη του 1973, δε δείλιασαν ούτε στιγμή, ύψωσαν τη φωνή τους προτάσσοντας τα στήθη τους στα όπλα του φασιστικού καθεστώτος, με το αδούλωτο φρόνημα της ελευθερίας να εκτοξεύεται και να γιγαντώνεται. Είναι εκείνοι που δε λύγισαν στην εμφάνιση των αρμάτων, οι ερπύστριες των οποίων κροτάλιζαν στην άσφαλτο και παρέμειναν σταθερά όρθιοι απέναντι στις κάνες των πυροβόλων και στο εκτυφλωτικό φως των προβολέων τους. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκαν να αποχωρήσουν από τις επάλξεις της αντίστασης και να υποστείλουν τον αγώνα, παρά τις προειδοποιήσεις και τις απειλές από τα μεγάφωνα των χουντικών, ότι θα εισβάλουν και θα τους συντρίψουν.

Στον νέο, που όρθιος πάνω στην κολώνα της κεντρικής πύλης, που έφερε το σύνθημα ΕΞΩ αι ΗΠΑ, με την εικόνα του να είναι εμβληματική, να έχει καθιερωθεί και να χαρακτηρίζει έκτοτε την αντίσταση, την εξέγερση της νεολαίας. Πρόκειται για τον 19χρονο Γιώργο Κηρύκου, ο οποίος εκείνη τη μεγάλη νύχτα, με το ένα χέρι ανέμιζε την ελληνική σημαία και με τα δάχτυλα του άλλου χεριού σχημάτιζε το σήμα της νίκης. Ήταν ένα από τα πέντε παιδιά φτωχής οικογένειας από την Ικαρία. Επέζησε μετά από το ξώφαλτσο χτύπημα της ερπύστριας, αλλά συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας. Όμως, ποτέ δεν διατυμπάνισε τα πάθη του, και πολύ περισσότερο δεν τα εξαργύρωσε, αλλά αντίθετα αποσύρθηκε, σιώπησε. Ώσπου το καλοκαίρι του 1993, 39χρονος τότε, στη φονική πυρκαγιά που ξέσπασε στο νησί κάηκε/θυσιάστηκε στην προσπάθειά του να απεγκλωβίσει από τον πύρινο κλοιό μια γερόντισσα που κουβαλούσε στους ώμους του. Στον τόπο της θυσίας η πλάκα γράφει. Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑΧΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΤΕΛΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ.

Στην νέα, την Πέπη Ρηγοπούλου, η οποία ήταν πάνω στη σιδερένια πόρτα κατά την εισβολή του τανκς και τραυματίστηκε σοβαρά κινδυνεύοντας να χάσει τη ζωή της. Τελικά επέζησε με αρκετά προβλήματα υγείας. Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της «Θάλαμος ανανήψεως» (Εκδόσεις Ταξιδευτής) είναι χαρακτηριστικά. «[…]Τα συνθήματα συμφιλίωσης συνεχίζονταν: “Αδέρφια μας φαντάροι” ήταν το κυρίαρχο. Είχε πονέσει ο λαιμός μου από τις φωνές. Ένιωθα μια μεγάλη δύναμη μέσα μου. Ήλπιζα την ύστατη εκείνη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εισβολή. Δεν μπορεί να μπουν, σκεφτόμουνα. Δεν είναι δυνατόν να το κάνουν. Πρέπει να αντέξουμε ως το πρωί. Ξαφνικά κατάλαβα ότι έμεινα μόνη μου μπροστά στην πύλη. Πότε έφυγαν οι άλλοι που ήταν δίπλα μου; Γύρισα το κεφάλι μου να δω, δεν υπήρχε κανένας. […] Η απόλυτη σιγή που έπεσε ξαφνικά ήταν που με έκανε να γυρίσω και να καταλάβω ότι είχα μείνει μόνη πίσω από την πύλη. Πόση ώρα είχε περάσει από τα τελευταία συνθήματα; Πριν από πόσα λεπτά είχαν σβήσει οι τελευταίοι στίχοι από τον εθνικό ύμνο; Πού τον είχαμε πει όλοι μαζί; Είχε δημιουργηθεί για λίγο ένα κενό ήχου. Φώναζα μόνη μου, αλλά μπορεί και να μη με άκουγε κανείς. Σαν στο όνειρο. Μόνο που δεν ένιωσα την αγωνία που συνοδεύει συνήθως το όνειρο. Γιατί η αγωνία του ονείρου έχει να κάνει με το μπλοκάρισμα της φωνής. Θέλεις να μιλήσεις, μιλάς ίσως, αλλά δεν βγαίνει η φωνή σου. Ενώ εγώ την άκουγα να βγαίνει προς τα έξω. […] Και ενώ ήμουνα στριμωγμένη ανάμεσα στα κάγκελα και το πρώτο αυτοκίνητο* είχα την αίσθηση ότι μου έμενε χρόνος για μια τελευταία κραυγή. “Σας αγαπάω” φώναξα σκαρφαλωμένη στην πόρτα, με τα χέρια και το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα. Ήταν οι τελευταίες λέξεις. Η τελευταία προσπάθεια να τους σταματήσω. […] Το τανκς είχε φτάσει, είχε παραβιάσει την πύλη […]».

Το συνταρακτικό εκείνο γεγονός, η μνήμη του οποίου δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παίρνει ολοένα και περισσότερο πανηγυρικό χαρακτήρα, ήταν η αποκάλυψη της βαθιάς πίστης της νεολαίας των Πανεπιστημίων στις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Όσον αφορά την απόφαση της Κυβέρνησης για τετραήμερη απαγόρευση των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων θεωρεί ότι η γενική απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη την Επικράτεια βρίσκεται εκτός Συνταγματικού πλαισίου και θα πρέπει άμεσα να ανακληθεί.

Όμως, οι φετινές εκδηλώσεις, ας προσαρμοστούν στο πλαίσιο που η πραγματική πανδημία επιβάλλει, παρότι η λαίλαπα της κατεδάφισης και της κατάργησης των ηθικών, πνευματικών και υλικών κατακτήσεων δεν έχει σταματημό. «Όσο βαρύ και αν είναι το συμβολικό φορτίο της επετείου, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την περιφρούρηση της ανθρώπινης ζωής». (Δημήτρης Ψαρράς, δημοσιογράφος).

* Στην αυλή του Πολυτεχνείου πίσω από την κεντρική καγκελόπορτα είχαν τοποθετηθεί δυο πολυτελή αυτοκίνητα, τα οποία το τεθωρακισμένο όχημα ισοπέδωσε.

Πατρίδα που ξεχνάει τα Πολυτεχνεία της δεν έχει μέλλον.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr