Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Παρακολουθώντας, εξετάζοντας και αξιολογώντας τις αλλαγές και τις μεταβολές των οικονομικών μοντέλων και των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο, θα σταθούμε στην αρχή της δεκαετίας του ’90, μετά από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, την κυριαρχία των αγορών και την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, την αύξηση της παραγωγικότητας και της κατανάλωσης, την εκτίναξη της εμπορίας και της λαθρεμπορίας όπλων, τη θεοποίηση του χρήματος και την επικράτηση των κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι έκτοτε ρυθμίζουν και κατευθύνουν τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Η ζωή σαν αδιάκοπο κυνηγητό στην αιώνια διαδρομή, ένα περιπλανώμενο ον στην πνευματική αναζήτηση μέσα στο χώρο και τον χρόνο, συχνά εκτοπισμένο από τον εαυτό του αναζήτησε τη γη της επαγγελίας. Όμως, η βαθιά κρίση που έχει εισβάλει στην ανθρωπότητα έχει εξευτελίσει όλους τους προφήτες και ιερομάντεις, οι οποίοι μετά από την πτώση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης βγήκαν με αλαλαγμούς, τυμπανοκρουσίες και κωδωνοκρουσίες, με συναισθήματα χαράς και θριάμβου, από την έλευση μιας περίλαμπρης εποχής ειρήνης, ελευθερίας και ευημερίας.

Παρά την τεράστια τεχνολογική, επιστημονική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη που συγκεντρώνει διαρκώς το δυτικό υπόδειγμα κοινωνίας και ζωής αποδεικνύεται καθημερινά ολοένα και περισσότερο πόσο ανεπαρκές και ακατάλληλο είναι για να αντιμετωπίσει και να επιλύσει τα τεράστια προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται στο ανθρώπινο γένος. Η πρόβλεψη ότι αργά ή γρήγορα θα γίνουμε όλοι εύποροι, που εκφραζόταν με τόση πίστη και εμπιστοσύνη αποδείχθηκε συνειδητή απόκρυψη της πραγματικότητας. Το πρότυπο της φιλελεύθερης οικονομίας επικράτησε παντού, όπως και οι νεοφιλελεύθερες τάσεις και πρακτικές, με αναπόφευκτη την ασυδοσία και την εκμετάλλευση, με το κράτος έρμαιο της οικονομικής ολιγαρχίας να στηρίζει τις ανισότητες και τις επιλογές αυτές και να καταστέλλει τις όποιες λαϊκές αντιδράσεις και διεκδικήσεις.

Σήμερα, δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι μπορεί να ζήσει ήρεμα και ειρηνικά σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο σκληρός ανταγωνισμός, η συσσώρευση πλούτου και δύναμης και πολύ περισσότερο ότι ο δυτικός τρόπος ζωής μπορεί να ισχύσει για όλους, αφού στις περιφερειακές περιοχές της γης, αλλά και στις παραγκουπόλεις των μητροπόλεων οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και την εξαθλίωση. Και το κυριότερο, ότι δεν διαφαίνεται κάποιο φως για να αντιμετωπίσει έστω και κατ’ ελάχιστο τα δραματικά προβλήματα που μας βασανίζουν. Έτσι ο άνθρωπος, αποστεωμένος και αδύναμος, χωρίς προσδοκία και ελπίδα από τη θεμελιωμένη και επικρατούσα τάξη των πραγμάτων τραυλίζει διαμαρτυρόμενος, χωρίς να μπορεί να φτιάξει κάτι νέο, για να το τοποθετήσει στη θέση του απαξιωμένου, του αποτυχημένου, του χρεοκοπημένου. Μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων δεν εμπιστεύεται πια τίποτα και κανέναν, οι ίδιοι αγνοούν γιατί πραγματικά υπάρχουν και ζουν και παραμένουν άφωνοι και άναυδοι από αυτά που συμβαίνουν, εξασθενημένοι και χαμένοι στο τετραγωνικό μέτρο, το ασφυκτικό τεχνοκρατικό περιχαράκωμα που οι ίδιοι όρισαν, χωρίς να μπορούν να παρέμβουν. Και σαν να μην έφταναν αυτά αναπτύσσονται φαινόμενα κυνισμού, σκληρότητας και ηθικής αποκτήνωσης, από τσαρλατάνους και απατεώνες, με τις καταπιεσμένες και στριμωγμένες υπάρξεις να αναζητούν απεγνωσμένα μια ικμάδα ζωής, μια οδό σωτηρίας.

Τα συμπεράσματα δεν είναι τυχαία. Πέρα από την εξαπάτηση των δυτικών επιλογών που θα έφερναν ευτυχία και ευημερία, τα φαινόμενα αυτά είναι αποκυήματα της έλλειψης πνευματικής και ηθικής κουλτούρας του σύγχρονου κόσμου, μιας ολοένα και επιταχυνόμενης αποσύνθεσης των αρχών και των αξιών, μιας καταβαραθρωμένης και ανύπαρκτης αξιοπρέπειας, μιας περιορισμένης και ελεγχόμενης ελευθερίας, μιας στερητικής προσδοκίας και μιας υποκριτικής ηθικής περιβολής.

Μετά από ταξίδια που έκανε μια ομάδα από την Ελλάδα, στην οποία συμμετείχα, στο τέλος της δεκαετίας του ’70, την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, στις ανατολικές Ευρωπαϊκές χώρες – επιτρεπόταν ένα ταξίδι το χρόνο σε αυτές τις χώρες και με ειδική σήμανση στο διαβατήριο – είχαμε από τότε σχηματίσει την πεποίθηση ότι ένα ενδιάμεσο μοντέλο ανάπτυξης, θα άρμοζε και θα ήταν το καλύτερο για τη χώρα μας. Αντιγράφοντας δηλ. αυτά που ίσχυαν και είχαν δοκιμαστεί σε αυτές τις χώρες με θετικά αποτελέσματα – αν και δεν ακολουθούσαν όλες το ίδιο μοντέλο – και εφαρμόζοντας μια σταθερή οικονομική δημοσιονομική πρακτική, με πειθαρχία σε αρχές και κανόνες κοινούς για όλους, με συγκεκριμένους στόχους και επιλογές, που θα ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μας, τη νοοτροπία μας και τη γεωγραφική μας θέση και τα οποία τελικά θα απέβαιναν προς όφελος όλων και της χώρας μας γενικότερα. Δυστυχώς, δεν έγινε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Το στοίχημα είναι μπροστά. Θα μπορέσει η κοινωνία να δώσει πειστικές απαντήσεις στα δικά της ερωτήματα; Μπορεί να προτάξει τα συμφέροντά της, να αγωνιστεί γι’ αυτά και να επιφέρει κατ’ αρχήν κάποιας μορφής ισορροπία μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών; Να αντιτάξει το σθένος και την αποφασιστικότητα, τις πραγματικές αξίες απέναντι στη συνεχιζόμενη εξάντληση, θλίψη και εξαθλίωση; Να αναδείξει πολιτικούς εκφραστές ικανούς και μάχιμους για την αλλαγή της συμπεριφοράς; Θα μπορέσει η συσσωρευμένη απογοήτευση να γίνει διαχειρίσιμη; Όσο υπάρχουν άνθρωποι, που αναπνέουν, θα ελπίζουμε.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr