ΑΡΓΟΛΙΔΑ. Από το στούντιο του π. Ηλία Γάτσιου στην Νέα Κίο Αργολίδας τελέσθηκε η Ακολουθία του Εσπερινού επί την εορτή του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου.

Δύο Ιερείς από την Μητρόπολη της Αργολίδας, πατέρας και γιος, ξεκίνησαν και πάλι να τελούν τις Ιερές Ακολουθίες από στούντιο που δημιούργησαν οι ίδιοι μέσα στο σπίτι τους στη Νέα Κίο Αργολίδας το καιρό του πρώτου lockdown που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού. Πρόκειται για τους Ιερείς, πρωτοπρεσβύτερο π. Δημοσθένη Γάτσιο και π. Ηλία Γάτσιο, εφημέριοι και οι δύο στους Ιερούς ναούς Αγίας Ειρήνης και Θεομάνας της Νέας Κίου του Δήμου Άργους Μυκηνών, μιας προσφυγικής κωμόπολης με όλους τους κατοίκους να έχουν καταγωγή από την Κίο της Μικράς Ασίας απόγονοι προσφύγων και οι ίδιοι. Μέσα από ένα στούντιο ηχοληψίας που έφτιαξε ο π. Ηλίας στο σπίτι που μένουν στη Νέα Κίο, μεταδίδουν τον εσπερινό και τις παρακλήσεις μέσω Ιντερνέτ στους ακροατές τους.

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από πλούσιους και ενάρετους γονείς, τους οποίους έχασε σε νεαρή ηλικία. Συγκεντρώνει όμως την προσοχή του στην μυστική θεωρία των μοναχών της ερήμου και στην φροντίδα της μικρής αδελφής του. Γρήγορα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αναχωρεί για την έρημο, αφού πρώτα τακτοποίησε την μικρότερη αδελφή του και μοίρασε την μεγάλη πατρική περιουσία στους φτωχούς της περιοχής του.

Στην έρημο παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του φθάνοντας στα ανώτατα όρια της άσκησης ώστε η ψυχή του αγίου μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Γίνεται το πρότυπο των ασκητών. Πολλοί εξ αυτών έφθαναν στην έρημο για να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν. Παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον μισθαποδότη Θεό σε ηλικία 105 ετών.

Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.