Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Όταν γκρεμίσαμε το σπίτι μας το πατρικό, «θάψαμε» μέσα σε μπαούλα και κουτιά όλα τα παλιά: Λάμπες πετρελαίου, εικόνες Αγίων, ξυπνητήρια, φωτογραφίες, καθρέφτες, φοντανιέρες, μπιμπελό, τασάκια, ανθοδοχεία, κάδρα με κεντήματα …

Βλέπετε, στο νέο σπίτι δεν … ταίριαζαν !!! Μαζί τους, όμως, (ως άφρονες και αλήσμονες) «θάψαμε» και τις μνήμες μιας ζωής, ένα μεγάλο κομμάτι (ίσως το πιο όμορφο) απ’ την ψυχή μας .

Εκεί στο υπόγειο που βρίσκονται τώρα, κοιτάζω – από καιρού εις καιρόν - τα παλιά μπαούλα και τα κουτιά, ξέρω τι έχουν μέσα, μα ποτέ δεν τ’ ανοίγω . Φοβάμαι ν’ αντικρύσω την αλήθεια . Μοιάζει σαν να στέκω μπροστά σ’ έναν τάφο , να κοιτάζω τα μάρμαρα , τον Σταυρό , τη φωτογραφία , τα λουλούδια … ν’ ανάβω το καντήλι και να μην το χωρά ο νους μου πώς ο άνθρωπός μου είναι τόσο κοντά μα και τόσο απίστευτα μακριά μου .

Μα να ! Ένα μεσημέρι ,κατεβαίνοντας στο υπόγειο την είδα ! Κρεμασμένη σ’ ένα καρφί του τοίχου ! Κάποιος του σπιτιού είχε ανοίξει το μπαούλο , την είδε , τη «λυπήθηκε» και την έβγαλε έξω στο φως , ύστερα από τόσα χρόνια :

Μια «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» του παλιού καιρού ! Ξέρετε : Εκείνους τους μικρούς καθρέφτες του τοίχου , που είχαν πάνω τους διάφορες ζωγραφιές (συνήθως λουλούδια και πουλιά) και γραμμένη , φαρδιά – πλατιά κι εγκάρδια , με χρωματιστά καλλιγραφικά γράμματα , τη λέξη «Καλημέρα» .

Όλες αυτές οι παλιές «Καλημέρες» είχαν από κάτω τους μιαν οριζόντια ξύλινη κρεμαστρούλα , για να κρεμάς την πετσέτα του προσώπου ενώ μερικές είχαν κι ένα μικρό ξύλινο ραφάκι, πάνω από την κρεμάστρα, που σ’ αυτό – συνήθως - έβρισκες ακουμπισμένες τις χτένες και μια βούρτσα ξεσκονίσματος των ρούχων. Γιατί η «Καλημέρα» ήταν ακριβώς αυτό που έλεγε το όνομά της: Η πρώτη «καλημέρα» που εισέπραττε ο νοικοκύρης και η νοικοκυρά όταν σηκώνονταν το πρωί από το κρεβάτι για να πάνε στις δουλειές τους, νίβονταν στον νιπτήρα κι ύστερα στέκονταν μπροστά στην «Καλημέρα» του τοίχου για να σκουπιστούνε με την πετσέτα, να χτενίσουνε τα μαλλιά τους με τις χτένες της και να ξεσκονίσουνε τα ρούχα τους με τη βούρτσα. Κι ήτανε σαν να σε καλημέριζε, πρωί – πρωί, ένας πολύ δικός σου και πολύ αγαπημένος σου άνθρωπος και κάτι μέσα σου άλλαζε κι ένιωθες χαρούμενος, γεμάτος αισιοδοξία και δύναμη, για να τα βγάλεις πέρα στον αγώνα της ζωής και να παλέψεις τις δυσκολίες, που σε περίμεναν εκεί απόξω από την πόρτα του σπιτιού σου .

Η δικιά μας η «Καλημέρα» είχε πάνω της ζωγραφισμένα δυο πουλιά : Ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Αντικριστά. Δυο πουλιά που εγώ τα είχα χαραγμένα στο μυαλό μου μ’ έναν ασυνείδητο φόβο από τα πρώτα μου βιώματα μέσα στο σπίτι μου το πατρικό. Ήταν ένας φόβος που πήγαζε από το γεγονός ότι δεν αναγνώριζα (ακόμα κι όταν μεγάλωσα λιγάκι) τι πουλιά ήτανε αυτά ! Ίσως , πάλι, να ήταν μόνο μια ιδέα μου. Δεν ξέρω… Πάντως τα πουλιά αυτά της «Καλημέρας» μας, έφερναν ανάμεσα σε παπαγάλο και κοράκι και αϊτό και σπουργίτι και καρακάξα και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Είχαν λοφίο σαν του κατσουλιέρη, ράμφος χοντρό και γαμψό σαν του αϊτού, πόδια μαύρα με αρπακτικά δάχτυλα όπως το κοράκι, στρογγυλά κόκκινα μάτια, μακριά ουρά όπως της καρακάξας και τα φτερά τους ήτανε κόκκινα και γαλάζια . Στέκονταν γαντζωμένα σ’ ένα κλαδί με πράσινα , μεγάλα φύλλα και μικρούς στρογγυλούς καρπούς. Αυτό το ζωγραφικό ανακάτεμα στη μορφή των πουλιών με τρόμαζε . Κι έτσι όπως στέκονταν τα πουλιά γαντζωμένα πάνω στα κλαδιά , νόμιζα (μικρό παιδάκι ακόμα) πως με κοίταζαν άγρια και αρπακτικά και καρτέραγαν πότε θα κοιμηθώ για να … με φάνε !!!

Στη μέση της «Καλημέρας» μας ο καθρέφτης δεν ήταν ζωγραφισμένος. Άφηνε ένα κενό σε σχήμα οβάλ, «κεντημένο» γύρω – γύρω με μια γαλάζια ζωγραφιστή γιρλάντα και από πάνω ήταν γραμμένη η λέξη «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» με μεγάλα κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα.

Η παλιά αυτή «Καλημέρα» του πατρικού μου σπιτιού ήτανε κορνιζαρισμένη με μια ξύλινη κορνίζα σε χρώμα χρυσαφί, μαυρισμένη από την κάπνα του τζακιού που έκαιγε στο «χειμωνιάτικο». Από πάνω της ένα κόκκινο στριφτό κορδόνι χρησίμευε για να κρέμεται η «Καλημέρα» στο καρφί του τοίχου. Μπροστά και κάτω, πριν γίνει κάδρο, είχε μια κινητή , λεπτή , ξύλινη κρεμάστρα για την πετσέτα του προσώπου.

Την «Καλημέρα» αυτή την είχαμε κρεμασμένη στο μικρό χωλ της εισόδου. Έτσι, όποιος έμπαινε μέσα στο σπίτι, με την πρώτη ματιά, «άκουγε» μια χαρούμενη, κόκκινη «καλημέρα» είτε ήτανε πρωί είτε μεσημέρι είτε απόγευμα είτε βράδυ:

-«Καλημέρα» στη μάνα που σηκωνότανε αχάραγα για να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο και τον άντρα για τη δουλειά .

-«Καλημέρα» στον πατέρα που σηκωνότανε για το πικρό το μεροκάματο .

-«Καλημέρα» στα παιδιά , που φορτωμένα τις σάκες στον ώμο έφευγαν τρεχάτα για το σχολείο .

-«Καλημέρα» στις γειτόνισσες που έρχονταν στο σπίτι να πιούνε καφέ με τη μάνα μου και να κουβεντιάσουνε τα νέα της γειτονιάς.

-«Καλημέρα» στους επισκέπτες που έρχονταν να «χαιρετήσουν» στις γιορτές.

-«Καλημέρα» στο φίλο που ερχότανε να παίξει και να διαβάσει μαζί μας.

-«Καλημέρα» στο φαντάρο που έπαιρνε άδεια.

-«Καλημέρα» στο νέο εγγόνι που αυγάτιζε τη φαμελιά.

-«Καλημέρα» στον παππού που ερχότανε – σχεδόν κάθε μέρα - να δει τα εγγόνια με τις τσέπες γεμάτες καραμέλες.

-«Καλημέρα» στο θείο και γείτονα που ερχότανε κάθε Κυριακή πρωί στο σπίτι μας να δοκιμάσει το «πρωτογιάχνι» της μάνας μας - αδερφής του .

-«Καλημέρα» στα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.

-«Καλημέρα» στους συγχωριανούς του πατέρα και της μάνας μας, που έρχονταν από το χωριό τους στη Σπάρτη για δουλειές, δεν είχανε πού να κοιμηθούν και κόπιαζαν στο φτωχικό μας , που ξέρανε πως θα το βρούνε πάντα ανοιχτό.

-«Καλημέρα» στον ζητιάνο που χτύπαγε την πόρτα μας για να γυρέψει το περίσσευμα της καρδιάς μας.

-«Καλημέρα» στο καθένα και την καθεμιά που μας έκανε την τιμή, για οποιονδήποτε λόγο, να διαβεί το κατώφλι του παλιού μας σπιτιού.

Κάθε πρωί, με τα μάτια φουσκωμένα ακόμα από τον ύπνο, τρέχαμε στον μικρό τενεκεδένιο νιπτήρα του νεροχύτη. Η μάνα τον είχε γεμίσει, πρωί – πρωί, με κρύο καθαρό νερό. Νίβαμε το πρόσωπο, σκουπίζαμε τις τσίμπλες και τις μύξες μας, καθαρίζαμε τ’ αυτιά μας , βρέχαμε τα μαλλιά μας και γραμμή για την «Καλημέρα» (κι ας φώναζε η μάνα μας που γεμίζαμε στη διαδρομή το πάτωμα με νερά) . Θέλαμε δε θέλαμε, λέγαμε από μέσα μας μια «καλημέρα» στα πουλιά, δεχόμαστε την κόκκινη «καλημέρα» τους, παίρναμε την πετσέτα κι αρχίζαμε να σκουπίζουμε σφιχτά τη μούρη μας, μέχρι που κοκκίνιζαν τα μάγουλα και γυάλιζε η μύτη μας. Ύστερα, με τη μεγάλη χτένα (πού πολυτέλειες, τότε, να έχει ο καθένας τη δική του) χτενίζαμε τα βρεγμένα μαλλιά μας, κάναμε από πάνω και το απαραίτητο «κοκοράκι», παίρναμε άλλη μια «καλημέρα» απ’ τον καθρέφτη, πίναμε στα όρθια το γάλα μας από το τσίγκινο κουπί και φεύγαμε «λακητοί» για το σχολείο.

Εκεί, μπροστά σ’ αυτήν την «Καλημέρα», εκτός των άλλων, διαπιστώναμε, εμείς τα παιδιά, χρόνο με το χρόνο, πώς μεγαλώναμε, αφού το μικρό παιδί που κάποτε έκανε ακροστασία για να κοιταχτεί στην «Καλημέρα», έφτανε μέρα που έσκυβε για να δει το μούτρο του στον καθρέφτη της.

Πόσα και πόσα δεν έζησε, δεν είδε και δεν άκουσε τούτη η παλιά «Καλημέρα» μέσα στο πατρογονικό μας σπιτάκι!!! Χαρές, πίκρες, πόνους, αγωνίες, ελπίδες, «πεσίματα» αλλά και «ανασηκώματα», γκρίνιες και τσακωμούς αλλά και αγάπη πολλή … ό,τι – τέλος πάντων – μπορεί να φυτρώσει στον κήπο της ζωής των απλών ανθρώπων . Τα έζησε, τα είδε και τα άκουσε ΟΛΑ η παλιά μας η «Καλημέρα», μα ποτέ δεν μαρτύρησε τίποτε σε κανέναν . Μόνο, όταν στεκόσουν μπροστά της, είχε έναν τρόπο να μεγαλώνει τη χαρά και να μικραίνει την πίκρα σου, χαϊδεύοντάς σου την ψυχή όπως σου χάιδευε το κοντοκουρεμένο κεφαλάκι σου η μάνα κι ο πατέρας σου . Τόσα χρόνια κοντά μας είχε γίνει - πια - μέλος της οικογένειας η «Καλημέρα», την αγαπήσαμε και μας αγάπησε κι αυτή.

Αυτά κι άλλα πολλά μου θύμισε η παλιά «Καλημέρα» εκεί στο έρημο υπόγειο. Όσα μάζευε στην ψυχή της τόσα χρόνια κλεισμένη στο σκοτεινό μπαούλο ξεχείλισαν σαν πίκρα και σαν παράπονο. Και όπως μια σκούνα τρικάταρτη και μεγαλόπρεπη, με φουσκωμένα όλα της τα πανιά, με πήρε η παλιά «Καλημέρα» και με πήγε ταξίδι στην απέραντη θάλασσα του «Χθες» και μου θύμισε, για μια φορά ακόμα (για να μην ξιπάζομαι), πως μια φτωχή καλύβα μπορεί να έχει τόπο για τόση ευτυχία, όση κι ένα παλάτι .

Δεν θέλησα να τη βάλω και πάλι την «Καλημέρα» στο μπαούλο. Είναι φρικτό να ζεις και να λες «καλημέρα» στα σκοτάδια. Εύκολα βρήκα ένα μέρος να τη βάλω στο σπίτι το σημερινό, να ομορφύνει μια γωνιά, να μου λέει «καλημέρα» κάθε πρωί όπως «τότε», να μου θυμίζει τους ανθρώπους που μαζί γνωρίσαμε κι έχουν «φύγει», να ζεσταίνει και να συντροφεύει κάθε στιγμή της ζωής μου.

Ελπίζω πως ΚΑΙ μετά από μας, θα βρεθούν κάποιοι απ’ την οικογένεια που θα θέλουν να ακούσουν τις ιστορίες της. Γιατί (τελικά) έτσι προχωράει η ζωή κι έτσι μόνο ο άνθρωπος γίνεται «αθάνατος» : Όταν αφήνει πίσω του σημάδια που μιλάνε, σημάδια που περνάνε, χέρι με χέρι, από γενιά σε γενιά και δένουν τους ανθρώπους με μια χρυσή κι αδιάσπαστη αλυσίδα μέσα στην αιωνιότητα .

Βλέπεις, σε κάθε ηλικία, υπάρχει ένα όνειρο που πεθαίνει ή ένα όνειρο που πάει να γεννηθεί.