ΣΠΑΡΤΗ. Τεχνικό συνεργείο το πρωί της Τετάρτης 24/2 «ξήλωσε» το κεντρικό περίπτερο στην πλατεία της Σπάρτης. Μια σκηνή που σε κάποιους παλιούς έσκισε την καρδιά μιας και το περίπτερο είναι ταυτισμένο με την καθημερινότητα, με το μεράκι, με το πάθος, με την ανάγκη, με την τύχη, την εξυπηρέτηση, τη λιχουδιά και ότι άλλο...

Οδός Νέας Υόρκης (πεζόδρομος της πλατείας) και Λυκούργου. Το περίπτερο, ζευγάρι κάποτε με το Bebe Roze, κρατήθηκε εκεί δεκαετίες όρθιο. Και τι δεν είδε ο περιπτεράς που είχε γυρισμένη την πλάτη στο δρόμο για να βλέπει πλατεία.

Εδώ δειλά - δειλά οι κορασίδες της Σπάρτης ζητούσαν το Ρομάντσο ή την Κατερίνα και οι νεαροί τα πρώτα ξυραφάκια gillette. Eδω το «Σέρτικο», το «άρωμα», το «22», ο «άσσος» και τα «Καρέλια». Εδώ το κουτάκι με τα σπίρτα και τα γεμίσματα του αναπτήρα. Μπλέκ, Σεραφίνο, Μίκυ Μάους και αργότερα Αστερίξ και Λούκυ Λούκ. Εδώ οι πρώτες γεύσεις από την Δέλτα και την ΕΒΓΑ μόλις το καλοκαίρι της Σπάρτης έκαιγε τα μεσημέρια. Εδώ τα χαρτάκια με ποδοσφαιριστές για τη συλλογή, τσίχλες και σοκολάτες. Εδώ έρχεται για πρώτη φορά η γκοφρέτα και απ’ εδώ αγοράζουν μπαταρίες και αναπτήρες οι εξελιγμένοι. Οι πρώτες λευκές πλαστικές ξυριστικές μηχανές Βic βρήκαν τη θέση τους δίπλα στα στυλό με τα βασικά χρώματα. Εδώ και τα χρειαζούμενα για τα ραντεβού και φυσικά εδώ οι τσατσάρες για το τσεπάκι και τη φράντζα ή το μουστάκι. Εδώ το κάμελ εδώ και η ασπιρίνη…

Εδώ και το μαύρο τηλέφωνο, της Siemens, με το στριφτό καλώδιο για τα αναγκαία τηλεφωνήματα, που κάποια στιγμή έγινε γκρι και σύντομα κόκκινο «χοντρό» με κέρμα. Πόσα ραντεβού δεν έκλεισε αυτό το περίπτερο. Πόσα αχ και βαχ δεν άκουσε από αυτόν που ζητούσε το πακέτο με τα τσιγάρα να σπρώξει κάτω άλλο φαρμάκι.

Μπροστά σε αυτό το περίπτερο έγινε η πρώτη υπαίθρια επίδειξη για τα τρίχρωμα τζάμια που έμπαιναν μπροστά στις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις για να νομίζεις ότι είναι έγχρωμες. Εδώ γύρω λαχειοπώλες και καστανάδες, καλαμποκάδες και λούστροι, επαίτες και φαντάροι. Εδώ οι πολιτευτές της νεραντζιάς και γύρω από αυτό οι φίλαθλοι για το Φως…

Και ήρθε η εποχή που πλάι στα ψυγεία – βωμούς του παγωτού ήρθε και ο κόσμος των αναψυκτικών με ότι τραβά η καρδιά σου... Τόση ζήτηση είχε να δει το περίπτερο από την εποχή που κρέμασε γαριδάκια και πατατάκια… λαϊκό προσκύνημα!

Ο περιπτεράς, η περιπτερού, πότε με το μικρό τους όνομα, πότε με παρατσούκλια, επιθεωρητές και εξομολόγοι της περιοχής. Μάτι άγρυπνο και αυτί πλατύγυρο. Καρδιά μεγάλη και τσέπη μικρή…

Και αλλάξαν οι εποχές και βγήκαν τεράστιες ψηφιακές τηλεοράσεις στην πλατεία, οι νεραντζιές θέριεψαν, οι πρώτοι πελάτες άφησαν χρόνους και το περίπτερο εδώ, χειμώνα καλοκαίρι, σε επαναστάσεις, σε κρίσεις, σε μεγαλεία και σε γιορτές. Από μπροστά του πέρασαν Βασιλείς και Επίσκοποι, Πρωθυπουργοί και Στρατηγοί, όλη η νεολαία της πόλης για δεκαετίες… Χωροφύλακες και αφισσοκολλητές.

Πάνω απ’ όλα όμως το περίπτερο αυτό ήταν ο θεατής της πόλης που ξυπνούσε και κοιμόταν πότε παγωμένη και πότε ζεματισμένη, πότε υγρή και πότε μοσχομυρισμένη από τα άνθη της νεραντζιάς. Κριτής για όσα σημαντικά και όσα λάθη έγιναν, ενώπιος ενωπίω, με φανερές και κρυφές στιγμές, σκέψεις και όνειρα.

Τώρα που το ξεγύμνωσαν για να το απομακρύνουν λες και άνοιξε το σεντούκι της πόλης και σκορπίστηκαν γύρω χρώματα, αρώματα, φυσιογνωμίες, εποχές και φυσικά όλες οι «μάρκες» που πέρασαν κι ακούμπησαν στο φιλόξενο περίπτερο.