ΛΑΚΩΝΙΑ. Από τις αρχές του 20ού αιώνα και με σημείο κορύφωσης τη δεκαετία του 1960 οι μεταναστευτικές ιστορίες των ανθρώπων που έκαναν την υπερατλαντική μετακίνηση είναι ιστορίες γεμάτες πόνο, αγώνα για την επιβίωση και νοσταλγία για την πατρίδα.

Σε ηλικία μόλις 10 ετών, η Jenny Saunders από τη Σπάρτη έφτασε με ένα εβραϊκό πλοίο στον Καναδά. Από πολύ μικρή ηλικία, η Jenny βίωσε τις δυσκολίες της μετανάστευσης, ταξιδεύοντας μαζί με μερικά από τα αδέρφια της και τον πατέρα της χωρίς να διαθέτουν καν τα απαραίτητα. Όμως, όπως ισχυρίζεται η ίδια, η ιστορία της δεν είναι τίποτα μπροστά σε άλλες.

Ήταν 1958 όταν ο Παναγιώτης Λουμάκης κατέβαινε από το τρένο στο Κεμπέκ. Εκεί τον υποδέχθηκε ένας Έλληνας και πήγαν μαζί σε ένα εστιατόριο. Εκεί συνάντησε μια γυναίκα που καθόταν μόνη της μαζί με ένα μπουκάλι Μεταξά. «Ήρθες και εσύ τώρα να καζαντίσεις…» του είπε. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τον Καναδά για τον κ. Παναγιώτη.

Εκείνο το βράδυ θυμάται ο κ. Παναγιώτης, το πέρασε σε ένα μικρό κρεβάτι μέσα σε μια αποπνικτική αποθήκη. Ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα υπόγειο με έναν ηλικιωμένο χασάπη και η αμοιβή του ήταν πέντε δολάρια, τα οποία έφταναν ακριβώς για να πληρώνει το δωμάτιό του. Έπρεπε να περάσουν μήνες για να συνειδητοποιήσει ότι τον εκμεταλλευόταν και αποφάσισε να φύγει από το Κεμπέκ, και να πάει στο Μόντρεαλ μαζί με έναν Γάλλο. «Η μητέρα μου η φουκαριάρα μου είχε δώσει ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα, κουβέρτες, παπούτσια. Έπρεπε να τα πάρω μαζί μου και το τρένο ήταν 2-3 χιλιόμετρα μακριά.»

omogeneis8.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Παρά την ευκατάστατη ζωή που είχαν χτίσει στο Τορόντο ο Παναγιώτης Λουμάκης και η γυναίκα του, το 1972 αποφάσισαν να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα. Πούλησαν τα πάντα: σπίτι και αμάξια, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους. Είχαν βάλει στόχο να χτίσουν μια πολυκατοικία στη Σπάρτη, στον τόπο καταγωγής του ίδιου και της γυναίκας του. Εκείνη την περίοδο όμως, οι ρυθμοί της ζωής στην Ελλάδα δεν έμοιαζαν καθόλου με εκείνους του Καναδά. «Στον Καναδά μέσα σε 2-3 μήνες φτιάχνουν πολυώροφα κτίρια. Στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να πάρουμε καν την άδεια». Προσπάθησε να κάνει μια νέα αρχή με την οικογένειά του στην Ελλάδα αλλά η ελληνική νοοτροπία ήταν πλέον εκ διαμέτρου αντίθετη συγκριτικά με τη δική τους.

omogeneis6.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Έτσι, αποφάσισαν να επιστρέψουν στον Καναδά, όπου ο κ. Παναγιώτης επέστρεψε στην εστίαση που δούλευε και παλιότερα, και λίγο αργότερα άνοιξε με τη βοήθεια της γυναίκας του ένα κέντρο διασκέδασης. Η αγορά νέου σπιτιού και η ανάγκη χρηματικής υποστήριξης της υπό κατασκευής πολυκατοικίας και της μικρής του κόρης που ζούσε προσωρινά στην Ελλάδα, τον οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο. Αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του, όμως η στήριξη από Έλληνα συγγενή του τον βοήθησε να ορθοποδήσει και να καταφέρει να ανοίξει μετά από χρόνια το δικό του εστιατόριο. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες επενδύσεις για τον κ. Παναγιώτη, επιτρέποντάς τον να αποκτήσει την οικονομική άνεση που έχει σήμερα για αυτόν και την οικογένειά του. Έτσι, άφησε σιγά σιγά τον χώρο της εστίασης για να ζήσει μια πιο ήσυχη ζωή στο Richmond Hill του Οντάριο.

«Ως παιδί στην Σπάρτη, δεν είχα παράπονο με τίποτα αλλά ήθελα να φύγω για να σπουδάσω. Αν ήξερα όμως τι θα περάσω δεν θα ερχόμουν». Πλέον έχει την ευκαιρία να επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ελλάδα, την οποία λατρεύει. «Δύο χρόνια δεν πήγα στην Ελλάδα και νομίζω έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου» λέει και συγκινείται.

Ο Πίτερ Στρατηγέας ζει σήμερα σε μια μεγάλη εξοχική κατοικία στο Loretto, μια πόλη που βρίσκεται έξω από το Τορόντο, στο αποκαλούμενο από τον ίδιο “cottage”. Για τον Πίτερ, η μετανάστευση ξεκίνησε ως μια «παιδική παρόρμηση». Αν και ήταν πολύ καλός μαθητής στο σχολείο, ο πατέρας του ήθελε να τον πείσει να ασχοληθεί με την γεωργική παραγωγή στο χωριό της Τρύπης, όπου και διέμεναν. Για να αποφύγει τα σχέδια των γονιών του, και παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 9 ετών, ο Πίτερ αποφάσισε να βρει δουλειά στη Σπάρτη. Για τους ίδιους λόγους στη συνέχεια αποφάσισε να πάει στην Αθήνα. Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στην Αθήνα, στα 14 του χρόνια, έγραψε ένα γράμμα στη θεία του που έμενε στον Καναδά για να μπορέσει να τον πάρει μαζί της. Τελικά, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, βρέθηκαν και οι δύο στον Καναδά. Πατέρας και γιος δούλεψαν μαζί στο Τορόντο για κάποια χρόνια μέχρι να μπορέσουν να αγοράσουν σπίτι και να μεταφέρουν όλη την οικογένεια εκεί.

omogeneis4.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Σε ηλικία μόλις 18 ετών, ο Πίτερ Στρατηγέας άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο στο κέντρο του Τορόντο με έναν συνομήλικο φίλο του. Αφού συμπληρώθηκαν δύο χρόνια λειτουργίας του εστιατορίου, μετέτρεψαν τον δεύτερο όροφο του μαγαζιού στο Athenian Room, ένα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. «Φέραμε τα μπουζούκια από την Ελλάδα και είχαμε ουρές». Αργότερα, αξιοποίησαν και τον τρίτο όροφο φτιάχνοντας ένα Sky Hall. Η επιτυχία που είχε το μαγαζί οφειλόταν στο ότι «βρίσκονταν πάρα πολλοί Έλληνες του Καναδά εκείνη την περίοδο και ήταν το μόνο μέρος που παρείχε ελληνική διασκέδαση, μπουζούκια».

Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Peter και ο φίλος του δεν μπορούσαν λόγω της νεαρής ηλικίας τους να εκδώσουν νόμιμη άδεια πώλησης αλκοολούχων ποτών για το κέντρο διασκέδασης τους οδήγησε μετά από κάποιο διάστημα να κλείσουν την, κατά τα άλλα πολύ επιτυχημένη, επιχείρηση. Από εκεί ο Peter κατέφυγε στον Έλληνα θείο του στο Σικάγο, όπου και εργάστηκε στη φάρμα του. Όταν τελικά τον συνέλαβαν γιατί δεν διέθετε πράσινη κάρτα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Τορόντο. Γνώρισε και παντρεύτηκε την γυναίκα του, η οποία ήταν και εκείνη από την Σπάρτη, και με την βοήθεια της ξεχρέωσε όσα όφειλε σε γνωστούς και φίλους. Δανείστηκε ξανά και άνοιξε το επόμενο εστιατόριο, το Strait’s. «Μετά δανείστηκα ξανά και άνοιξα και το επόμενο εστιατόριο». Ακολούθησαν άλλα 7 εστιατόρια. Κανένα από τα εστιατόρια που είχε ο Peter δεν ήταν ελληνικό πέρα από τα μπουζούκια του Τορόντο: «Μετά από την επιτυχία του Athenian Room άνοιξαν άλλα δεκαπέντε μαγαζιά σαν αυτό».

Σήμερα μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες ο Peter τα έχει πουλήσει όλα και έχει επιλέξει μια ήσυχη και άνετη αγροτική ζωή σαν εκείνη που απέφυγε, όταν το έσκασε από το σπίτι του. Όσο για την σχέση του με την Ελλάδα, την έχει γυρίσει οδικώς δυο φορές και έχει εξασφαλίσει την δυνατότητα στα παιδιά του και στα εγγόνια του να κάνουν το ίδιο. Ο ίδιος όμως δεν θέλει πλέον να την επισκέπτεται. «In Greece I didn’t find these people very friendly» λέει χαρακτηριστικά. «Ακόμη και στο χωριό μου οι συγγενείς μου με προσκαλούσαν σε τραπέζια και άκουγα να συζητούν μεταξύ τους και να λένε: άσε αυτόν να πληρώσει». Ο Peter δεν έχει οικογένεια πλέον στην Ελλάδα και δεν είναι χαρούμενος εκεί. «Αγαπώ την Ελλάδα και αγαπώ να περνάω χρόνο με Έλληνες εδώ στον Καναδά» αναφέρει, «Είμαι κουμπάρος είκοσι πέντε Ελλήνων του Καναδά και έχω βαφτίσει είκοσι οκτώ ελληνόπουλα. Έχω χτίσει μια ελληνική εκκλησία που έχει και σχολείο».

omogeneis3.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Η Danforth είναι μεγάλη οδός στην πόλη του Τορόντο, την οποία η ελληνική κοινότητα άρχισε να αναζωογονεί πολιτιστικά με μια σειρά από επιχειρήσεις ήδη από την δεκαετία του 1970. Πέρα από αυτό, όμως, η Greektown on the Danforth, όπως μετέπειτα ονομάστηκε, είναι και ένα μέρος που αποτέλεσε παρηγοριά για τους ανθρώπους που έφυγαν από τις πατρίδες του. Η πλειοψηφία των μεταναστών που έφτασε στο Καναδά μετά το 1950 δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα, ούτε είχε διασυνδέσεις με τους καναδούς πολίτες. Έτσι, η ύπαρξη μιας γειτονιάς που θα συναντούσαν ανθρώπους που μπορούσαν να μιλήσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους ήταν κάτι πολύ ανακουφιστικό. Αυτό διηγείται ο Τάκης Γαλιάτσος, ο οποίος υπήρξε εξωτερικός συνεργάτης της EΡΤ και πραγματοποιούσε ανταποκρίσεις για την ελληνική ομογένεια του Καναδά.

8_greektown4.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Η ιστορία του ξεκινά όταν έφτασε στον Καναδά το 1965. Κίνητρό του: οι σπουδές. Οι συνθήκες που συνάντησε με τη άφιξή του ήταν διαφορετικές σε σχέση με αυτές που περίμενε: «Όταν ήρθα δεκαέξι χρόνων, νόμισα ότι ήρθα στη Γη της Επαγγελίας. Αντίθετα, εδώ γνώρισα την φτώχεια. Όλοι ζούσαν σε συνθήκες δύσκολες. Δεν είχα εικοσιπέντε cents για να πάρω το βράδυ ένα hamburger. Ζούσα σε ένα δωματιάκι και τα βράδια καθόμουν στο παγκάκι και περίμενα να κοιμηθεί ο ιδιοκτήτης, διότι δεν είχα χρήματα να του πληρώσω το νοίκι». Τελικά δούλεψε χρόνια σε εργοστάσια, έβγαλε κάποια χρήματα και κατάφερε να εξειδικευτεί στην μηχανολογία.

«Πάντα έλεγα εδώ δεν είμαι μόνιμος» αναφέρει ο κύριος Γαλιάτσος. Αρκετά χρόνια μετά την άφιξή του στον Κανάδα και αφότου έκανε οικογένεια εκεί, επέστρεψε συνειδητά πίσω στην Ελλάδα. Κάτι, όμως, τον τραβούσε στον Καναδά. «Έτσι είναι αν γνωρίσεις δυο πατρίδες είσαι για πάντα χωρισμένος στα δυο» προσθέτει.

Για την τρίτη γενιά δεν είναι βεβαία πάντοτε τα συναισθήματα τόσο έντονα. Η ελληνική κοινότητα του Τορόντο μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχει στους Έλληνες ομογενείς, διαθέτει και ελληνικό σχολείο για τα παιδιά. «Τα παιδιά στην πλειοψηφία τους δεν είναι μεγαλωμένα, έχοντας συγχρόνως και ελληνική ταυτότητα πέρα από την καναδική. Υπάρχουν, ωστόσο, παιδιά που έχουν αναπτύξει από τις οικογένειες τους αυτή την αίσθηση. Αυτά είναι τα παιδιά που αγαπάνε πάρα πολύ την Ελλάδα και είναι χαρούμενα που έρχονται στο ελληνικό σχολείο» αναφέρει η Βασιλική Κετεντζιάν, η δασκάλα του σχολείου της Ελληνικής Κοινότητας του Τορόντο.

omogeneis2.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Ο Θύμιος, κάτοικος στην γειτονιά Greentown, διηγείται ότι ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό, διότι άκουσε, όπως λέει ότι «ο Καναδάς είναι μια πλούσια χώρα». Για ένα διάστημα και, παρά τις πρώτες δυσκολίες, κατάφερε να ζήσει με άνεση στον Καναδά, όμως λίγο αργότερα αυτή η οικονομική ευχέρεια χάθηκε. Σήμερα καθισμένος παρέα με τους Έλληνες φίλους του στο καφέ της οδού Danforth λέει: «Είμαστε τυχεροί και που ζούμε σήμερα αλλά οφείλουμε στον Καναδά ένα ευχαριστώ γιατί μας στήριξε».

Σε όλες τις ιστορίες εκφράζεται η εκτίμηση που τρέφουν οι Έλληνες ομογενείς για τον Καναδά. Παρά τις δυσκολίες και παρά το γεγονός ότι ο Καναδάς τους χώριζε από την πατρίδα τους, που τόσο νοσταλγούν, ο Τάκης Γαλιάτσος λέει: «Ο Καναδάς μας στήριξε ως μετανάστες. Όταν ήρθαμε, μας έδινε εικοσιπέντε δολάρια την εβδομάδα. Είμαι πολύ ευγνώμων».

9_greektown2.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Ο Jimmy Vavaroutsos είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία χωρίς γονείς. Μπήκε από πολύ νωρίς στην εργασία και η μετανάστευση στον Καναδά προέκυψε ως η καλύτερη λύση. Μόλις έφτασε στον Καναδά εργάστηκε ως busboy και στη συνέχεια ως παρκαδόρος. Μάζεψε ένα μικρό κεφαλαίο, με το οποίο αγόρασε ένα Ice cream Truck. Η ιδιαίτερη αυτή επιλογή επένδυσης ήταν απροσδόκητα κερδοφόρα. Τα trucks του στο Τορόντο πολλαπλασιάστηκαν. Από τότε και στο εξής μένει έξι μήνες στο Καναδά και έξι μήνες στην Ελλάδα. «Νομίζω πως η Ελλάδα είναι το καλύτερο κράτος του κόσμου» λέει και χαμογελάει. Ωστόσο, σε ένα από τα πρώτα του ταξίδια πίσω στην Ελλάδα, αφότου είχε αποκτήσει την οικονομική άνεση που έχει σήμερα, ένας φίλος του ζήτησε να του αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Ο Jimmy αρνήθηκε και η απάντηση του φίλου ήταν: «Εσείς οι Πιατάδες είστε φθηνοί». Ο χαρακτηρισμός «Πιατάς» ήταν μια έκφραση που ακολουθούσε για πολλές δεκαετίες τους ομογενείς που επέστρεφαν στην πατρίδα. Χρησιμοποιούνταν υποτιμητικά και πλήγωνε τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν να επιβιώσουν και να κατακτήσουν όσα έχουν σήμερα.

omogeneis1.jpg
Φωτογραφία: athensvoice.gr

Καμία αρνητική εμπειρία που βίωσαν, κανένας μειωτικός χαρακτηρισμός, ούτε καν η εικόνα της σκληρής στιγμής που εγκατέλειψαν την Ελλάδα για να αποκτήσουν μια καλύτερη ζωή δεν είναι αρκετά για να αποδυναμώσουν το συναίσθημά τους.

Και είπε ο κύριος Γαλιάτσος: «Αν πας στα νεκροταφεία της Greektown θα δεις τις ελληνικές σημαίες πάνω στα μνήματα να συμβολίζουν πως κάποιοι από μας δεν επέστρεψαν ποτέ, ενώ ήθελαν. Εγώ θα πάω στη Σπάρτη εκεί είναι η ψυχή μου, εκεί θα πεθάνω».

Πηγή: Athens Voice

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις