Γράφει ο Σάκης Λάζαρης

Τα τελευταία χρόνια, εξ αφορμής της κρίσης που τάραξε τα χρυσά νερά της χώρας μας και ώθησε τους νέους στη φυγή στα εξωτερικά, ακούγεται όλο και περισσότερο δια στόματος πανεπιστημιακών, πνευματικών, ανθρώπων που έχουν διαπρέψει στο εξωτερικό, πολιτικών, απλών, καθημερινών ανθρώπων, ότι οφείλει η νέα γενιά – σε ποιόν οφείλει πραγματικά μου είναι δύσκολο να το εντοπίσω- να δημιουργήσει, να καινοτομήσει, να παράγει έργο, να συμμετέχει ενεργά με επιμονή και υπομονή. Η ευθύνη ανοικοδόμησης της υπό διάλυσης Ελλαδίτσας, αρχίζει να μοιάζει ασήκωτο φορτίο στους ώμους μίας γενιάς που πληρώνει όσο πιο ακριβά γίνεται τα λάθη των προγενέστερων. Μία γενιά που τη γαλούχησαν με σάπια ιδεώδη, κούφια ιδανικά και αλλεπάλληλα ψέματα, καλείται τώρα περισσότερο από ποτέ να δώσει λύσεις και να φωτίσει έναν ορίζοντα που έχασε το φως του.

Δε θα ήθελα να ανατρέξω στο προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα που δε μερίμνησε να προετοιμάσει το έδαφος, στην πολιτική ηγεσία που δεν κατάφερε να λειτουργήσει παραδειγματικά, στην κοινωνία στο σύνολό της που λίγες φορές υπολόγισε στις δυνάμεις της νέας γενιάς με αποτέλεσμα τελικά όχι να την κινητοποιήσει αλλά να την ευνουχίσει. Δε είναι σκοπός μου να κατηγορήσω ή να κρίνω αρνητικά τις παλαιότερες γενιές για τα κατ’ εξακολούθηση λάθη τους και να ξεκινήσω ένα λογύδριο για τα πράγματα που έπρεπε να γίνουν ή τις αποφάσεις που θα έπρεπε να παρθούν προκειμένου να αποφύγουμε το τέλμα στο οποίο έχουμε οδηγηθεί. Τέλος, δεν έχω τη διάθεση να ξεχωρίσω διακριτά τις γενιές, θεοποιώντας τη νέα και ισοπεδώνοντας κάθε παλαιότερη, καθώς και πάλι κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε λύση αλλά διαιωνίζει τα εκάστοτε προβλήματα.

Περισσότερο με ενδιαφέρει, ως εκπρόσωπος ακόμη της νέας γενιάς, να υπογραμμίσω μία σειρά από προβληματικές που παραμένουν εμπόδιο στον απογαλακτισμό και στην ενεργό συμμετοχή. Επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ο παραλογισμός της ελληνικής κοινωνίας, η οποία προσκαλεί τη νέα γενιά να τη βγάλει από τη σήψη που έχει υποπέσει την ίδια στιγμή που την ακυρώνει κατηγορώντας την για έλλειψη ξεκάθαρων στόχων, για απουσία ιδανικών και αξιών, για μη παραγωγικότητα και την ονοματίζει γενιά του φραπέ και του τσιγάρου. Γενιά της ήσσονος προσπάθειας που έμαθε να απολαμβάνει προνόμια που κάποιοι άλλοι, κάπου, κάποτε κόπιασαν για να τα αποκτήσουν. Γενιά που έχει ξεχάσει τι σημαίνει σεβασμός, που δεν έχει μάθει να ανταποδίδει τα δώρα που της έχουν χαρίσει –δώρα παρεμπιπτόντως τα περισσότερα εκ των οποίων είναι υπεύθυνα για τη σημερινή κατάσταση-, γενιά που τελικά λες και διαμορφώθηκε από μόνη της και όχι με βάση όσα οι προγενέστερες γνώριζαν. Ας κρατήσουμε κατά νου ότι και η νέα γενιά έχει γαλουχηθεί με τις αξίες της διαφθοράς, της διαπλοκής, των πελατειακών σχέσεων, της γραφειοκρατίας και ότι άλλο χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα, ότι μεγάλωσε μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο και όχι έξω από αυτό, ότι εκπαιδεύτηκε στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, ότι μεγάλωσε ακολουθώντας το πρότυπο της καφετέριας και του ατέρμονου lifestyle, δεν τα δημιούργησε η νέα γενιά, τα παρέλαβε παρακαταθήκη. Και αναρωτιέμαι πώς είναι εφικτό να αποτιναχτεί εν μία νυχτί από αυτήν την ομηρία και αν πράγματι είναι τόσο εύκολο να το πράξει γιατί δεν είναι το ίδιο εύκολο και για τις προγενέστερες να αλλάξουν προσανατολισμό;

Ίσως πιστεύουμε ή βαθιά μέσα μας ελπίζουμε ότι δεν έχει προλάβει να διαποτιστεί με όλες αυτές τις αντι-αξίες και ότι παραμείνει ακόμα αγνή και ικανή να φέρει την αλλαγή – τι λέξη κι αυτή, με πόσους πολιτικούς και μη συνειρμούς-. Σεβαστό. Σε κάθε εποχή είχαμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι κάποιος άλλος θα έρθει να μας σώσει. Το μόνο που μένει βέβαια είναι να την αφήσουν ελεύθερη να το πράξει, να αράξουν σε μία πολυθρόνα και να παρακολουθήσουν χωρίς εμπλοκή, τα έργα που πρόκειται να χαράξει. Και εδώ εντοπίζεται το επόμενο εμπόδιο. Πώς είναι δυνατόν να αφήσουν οι προγενέστεροι τα ηνία; Πόσο τους αφήνει ο εγωισμός τους πιθανά, να παραδώσουν τη σκυτάλη στο νέο αίμα; Είναι εφικτό να αποδεχτούν την ήττα τους; Να αποδεχτούν ότι ο ρόλος τους έλαβε τέλος; Είναι διαθέσιμοι να ξεβολευτούν από όσα μέχρι σήμερα γνώριζαν και να προσαρμοστούν από την αρχή σε νέα δεδομένα; Και τελικά, είμαστε σίγουροι ότι πιστεύουν στις δυνάμεις της νέας γενιάς; Περισσότερο αποδεικνύεται ότι επιθυμούν την ενεργό συμμετοχή της νέας γενιάς με τους όρους που οι ίδιοι θέλουν να επιβάλλουν, με τους κανόνες που θα τους οδηγήσουν να μη χάσουν τη βολή τους και που θα τους επιτρέψουν μελλοντικά να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν προ κρίσης. Το άγρυπνο μάτι τους στέκεται σχεδόν απειλητικά πάνω στη νέα γενιά την οποία με την πρώτη ευκαιρία είναι έτοιμοι να την κρίνουν, να τη σχολιάσουν αρνητικά, να την αφορίσουν και τελικά να πειστούν ότι δεν είναι ακόμη έτοιμη να αναλάβει. Η καραμέλα για τη νέα γενιά που πρέπει να δράσει μοιάζει ουτοπία όπως ουτοπία μοιάζει και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Φαίνεται ότι οι προγενέστερες γενιές δεν είναι έτοιμες να θυσιαστούν για τη σωτηρία αυτού του τόπου και ότι η νέα, μπερδεμένη από τους πολλαπλούς ρόλους που καλείται να παίξει και μάλιστα με κακούς σκηνοθέτες, αδυνατεί να βρει το μονοπάτι που θα την οδηγήσει στην έξοδο από το λαβύρινθο. Μέσα σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο περιβάλλον, νιώθει ότι κάθε μέρα δίνει πανελλήνιες για να περάσει σε μία όποια σχολή, αγνοώντας που θέλει να φτάσει. Ίσως τελικά, κάτω από όλες αυτές τις συνθήκες, η νέα γενιά να μην είναι ο απομηχανής θεός που θα δώσει τη λύση. Ίσως, οφείλουμε να αναζητήσουμε νέες πιθανές λύσεις – δεδομένου ότι για την ώρα οι γενιές που συναποτελούν τον πληθυσμό της χώρας δεν μπορούν να συνεργαστούν-, να δώσουμε το ρόλο αυτό σε νέους ηθοποιούς και ας αφήσουμε χωρίς ενοχικά συμπλέγματα, τη νέα γενιά να ακολουθήσει το δρόμο της φυγής. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να συνειδητοποιήσουμε ειλικρινά την αξία της και να είμαστε έτοιμοι μελλοντικά να την υποδεχτούμε ως τον ήρωα που ήρθε και θα μείνει.

Ως τότε ας χαζέψουμε την αβάσταχτη ελαφρότητα της Νέας Γενιάς.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr