Πιάσε μια μπίρα
Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης / documentonews.gr
Ζούµε σε µια διεφθαρµένη χώρα. Την παραδοχή κάνουν οι πάντες, αλλά δίνοντας ο καθένας τη δική του ερµηνεία για το τι είναι η διαφθορά και ποιος τη δηµιουργεί. Το δόγµα Πάγκαλου, σύµφωνα µε το οποίο «όλοι µαζί τα φάγαµε», αφού χρησιµοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την οικονοµική κρίση και τις αιτίες της (βάζαµε όλοι το χέρι στο µέλι και γι’ αυτό άδειασε το βάζο), σήµερα επανέρχεται µε άλλη µορφή. Οι οικονοµικές ανισότητες, οι αδικίες, η κατάπτωση των θεσµών και ο εκφυλισµός της δηµοκρατίας σχετίζονται, σύµφωνα µε το νέο, πιο ανοιχτό δόγµα, µε την προσωπική ευθύνη του καθενός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαµβάνει το ίδιο µότο από την εποχή της πανδηµίας έως σήµερα. Η ευθύνη του κρατικού µηχανισµού, της κυβέρνησης, όλων αυτών που διαχειρίζονται τους φόρους µας για να υπάρχει κρατική οντότητα και ασφάλεια παραγράφεται για να αναδειχτεί η «προσωπική ευθύνη». Για την Covid-19 έφταιγε η συνεύρεση των νεαρών στα πάρκα, ενώ για τις φωτιές τα χόρτα στο πεζοδρόµιο και ο ιδιοκτήτης που δεν ασφάλισε το σπίτι.
Στο παιχνίδι αυτό του Μητσοτάκη συναίνεσε η αντιπολίτευση από το 2019, εκφυλίζοντας τον ρόλο της σε πολιτικολογική συνεύρεση γύρω από τη Βουλή, µε όρους συνοµολογούµενης αποδοχής και αδικαιολόγητης ανεκτικότητας.
Το αποτέλεσµα είναι η διαφθορά να αντιµετωπίζεται ως εγκυκλοπαιδικός όρος στον οποίο ο καθένας αποδίδει όποια ερµηνεία θέλει. Της προσωπικής ευθύνης ή του… δείπνου που περιέγραφε ο Πάγκαλος.
Η διαφθορά λοιπόν είναι κάτι κακό, αλλά δεν έχει ούτε πρωταγωνιστή ούτε διεύθυνση κατοικίας. Εκπορεύεται από παντού σαν το κακό µάτι και ως εκ τούτου θέλει πολιτικά ευχέλαια για να αντιµετωπιστεί. Οι βασικοί πυλώνες της διαφθοράς, που µέχρι πριν από µερικά χρόνια κατονοµάζονταν –οικονοµικές ελίτ, τράπεζες και µιντιακό σύστηµα– έχουν εξαφανιστεί ως αιτίες. Η διαφθορά κάνει rebranding, εµφανιζόµενη ως καιρικό φαινόµενο που απαιτεί εξορκισµό.
Η κανονικοποίηση αυτής της πραγµατικότητας αντικατοπτρίζεται σε όλες τις πλευρές της καθηµερινότητας, αλλά το µέγεθός της εντοπίζεται στην απώλεια του δηµόσιου χώρου. Αυτό που ανήκει σε όλους παύει να ανήκει και γίνεται αντικείµενο αγοραπωλησίας. Ιδιοκτήτες γίνονται πλέον οι διεφθαρµένοι χρηµατοδότες της εξουσίας.
Αυτό που συµβαίνει µε τις παραλίες και την κατοχή τους από «επιχειρηµατίες» είναι η χειρότερη έκφραση της διαφθοράς. Η θάλασσα, η άµµος, το βότσαλο και το κοχύλι µετατρέπονται από δηµόσια περιουσία/δηµόσιο αγαθό σε αντικείµενα προς ενοικίαση. Ταυτόχρονα, αυτή η συναλλαγή παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία του κοινωνικού στάτους και της υποτιθέµενης ανάπτυξης για να γίνει αποδεκτή. Ο όρος οργανωµένη παραλία δεν εκφράζει πλέον την εξασφάλιση υποδοµών για την ελεύθερη πρόσβαση του καθενός, αλλά µια ιδιοκτησιακή κατάσταση πλήρους επιβολής.
Στη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα παραδόθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή στην αντιπαροχή και την τσιµεντοποίηση για χάρη της ανάπτυξης. Η Αθήνα είναι η µοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα χωρίς επάρκεια σε πράσινο, κοινόχρηστους χώρους, πεζοδρόµια και χρηστικές πλατείες. Οι κάτοικοί της ζουν µέσα στο πυρωµένο µπετόν, αποφεύγοντας να κάνουν προβλέψεις για το εφιαλτικό µέλλον.
Ενώ φάνηκε ότι απέταξε το µοντέλο τσιµεντοποίησης Καραµανλή, η νέου τύπου ανάπτυξη έφερε το δικό της µοντέλο. Στον αντίποδα της φτωχοποίησης των τελευταίων δεκαετιών που ζει η Ελλάδα αναπτύχθηκε το µοντέλο της αστραφτερής παροχής υπηρεσιών στις οποίες θεωρητικά µπορεί να έχει ο καθένας πρόσβαση. Οσο πέφτει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων τόσο εµφανίζονται εικόνες πολυτελείας από τις οποίες οφείλει να δανειστεί ζωή και ευχαρίστηση ή να βγάλει φωτογραφίες για το Instagram.
Η «επένδυση του Ελληνικού» ήταν η πρώτη σκανδαλώδης άλωση του δηµόσιου χώρου. Το κράτος έδωσε δηµόσια γη για ένα κοµµάτι ψωµί σε έναν επιχειρηµατικό όµιλο προκειµένου να φέρει την ανάπτυξη, δανειοδότησε πρακτικά το ίδιο για την επένδυση, µε µοναδικό (µελλοντικό) αποτέλεσµα να δηµιουργηθεί στο παραλιακό µέτωπο ένας περίκλειστος χώρος για πλούσιους. Οι ιθαγενείς θα µπορούν να θαυµάσουν τους ουρανοξύστες, τις πολυτελείς κατοικίες και να αφεθούν στην ψευδαίσθηση ότι ζουν κι αυτοί στην περιρρέουσα χλιδή.
Το µοντέλο του Ελληνικού έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι παραλίες έχουν παραδοθεί σε ιδιωτικά χέρια για να εξευγενιστούν και να αναπτυχθούν κατά τα γούστα αυτών που πλέον τις κατέχουν. Αυτοκρατορικές ξαπλώστρες σε αυτοκρατορικές τιµές, κατασκευές που καταλαµβάνουν τις παραλίες και άνθρωποι που καταλήγουν να συµπεριφέρονται πανοµοιότυπα για να γίνονται αποδεκτοί. Οποιος διαµαρτύρεται για την κατάληψη της παραλίας χαρακτηρίζεται γκρινιάρης και τοξικός. Αυτός που υπερασπίζεται το δηµόσιο συµφέρον γίνεται δακτυλοδεικτούµενος, η µύγα µέσα στο γάλα ή ο γραφικός στην παραλία.
Οι υποτιθέµενες οριοθετήσεις του νόµου για τις δραστηριότητες στις παραλίες είναι υποκρισία πιο απέραντη και από το γαλάζιο της θάλασσας. Μαφιόζοι µε διάφορες εταιρείες εµφανίζονται να παίρνουν µέρος σε διαγωνισµούς και να αναλαµβάνουν την εκµετάλλευση των παραλιών. Επεκτείνονται όσο θέλουν µε την ανοχή των δηµοτικών και λιµενικών αρχών και, όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο, τότε κλείνουν τη µία εταιρεία για να αναλάβει η επόµενη το ίδιο έργο.
Κάθε καλοκαίρι, κάθε πολίτης αναγκάζεται να σφραγίσει µε την παρουσία, τη χρήση και τη σιωπή του την ανοχή απέναντι στη µαφία. Να τη νοµιµοποιήσει. Ποιος θα τολµήσει να απλώσει την πετσέτα του, ακόµη κι αν βρει µια πιθαµή παραλίας ελεύθερη, δίπλα στην κιτς, επιβεβληµένη πολυτέλεια; Ποιος θα τολµήσει να εµφανιστεί ως εκπρόσωπος του αναχρονισµού εκεί όπου η άµµος αστράφτει λιγότερο από τα γκλίτερ και τα χρυσά ωρολόγια που µαρτυρούν ανάπτυξη;
Σε λίγο η δηµόσια περιουσία θα είναι ανύπαρκτη έννοια. Σε λίγο και το νερό που αντιστέκεται στην προσπάθεια ιδιωτικοποίησης θα δοθεί σε ιδιώτες, δήθεν για να επενδύσουν και να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα της λειψυδρίας. Πίσω από κάθε ανάγκη που τεχνητά δεν ικανοποιεί το κράτος θα εµφανίζεται ένας σωτήρας της ιδιωτικής επένδυσης.
Ο τουρισµός, που φαίνεται να είναι η ισχυρή βιοµηχανία της χώρας, αποσυνδέεται από την αναγκαία σχέση του µε την εγχώρια παραγωγή (ντόπια γεωργία και κτηνοτροφία, τοπικά προϊόντα, προοπτική ανάπτυξης περιοχών) και γίνεται παροχή υπηρεσιών. Η Ελλάδα θα πουλάει γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού για να κερδίζουν κάποιοι µέχρι φυσικά να το καταστρέψουν και αυτό. Μέχρι να µην έχει λόγο κάποιος να έρχεται στην Ελλάδα, γιατί δεν θα έχει τίποτα διαφορετικό από την Ταϊλάνδη.
Το δόγµα που εφαρµόζει η µαφία µε την κατάληψη της παραλίας από άκρη σε άκρη δεν σχετίζεται µε καµιά ανάπτυξη. Είναι το δόγµα «πιάσε µια µπίρα, δούλε». Πρέπει να συνηθίσουµε να λέµε «στην υγειά σας».