Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έχει καταδικάσει την Τουρκία, για την παράνομη κράτηση δημοσιογράφων. Το ΕΔΑΔ είχε καταδικάσει την Άγκυρα τον Νοέμβριο για «παρεμβάσεις» στην ελευθερία της έκφρασης και για την κράτηση πολλών δημοσιογράφων της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Cumhuriyet λίγους μήνες μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ραγίπ Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016.Η απαγόρευση της χρήσης οποιασδήποτε άλλης γλώσσας πλην της τουρκικής κατά την διάρκεια προεκλογικών εκστρατειών συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταδικάζοντας την Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο παρελθόν, ενέκρινε ψηφίσματα κατά της Τουρκίας, με αφορμή την σύλληψη, καθαίρεση δημάρχων σε περιοχές με Κουρδικό πληθυσμό. Το Ευρωπαΐκό κοινοβούλιο πολλές φορές, με ψηφισματά του, στρέφεται κατά της Τουρκίας, κυρίως όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναφορά στα Κατεχόμενα είχε το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου στις 12/03/2025, καθώς στο πλαίσιο του ψηφίσματος, το ευρωπαΐκό κοινοβούλιο «επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Τουρκική Δημοκρατία, κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ κι υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να τηρήσει το Διεθνές Δίκαιο, να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να τερματίσει αμέσως την κατοχή και να αποσύρει τα στρατεύματά της από το νησί της Κύπρου». Η ετήσια έκθεση της Ευρωπαΐκής Επιτροπής στις 4 Νοεμβρίου 2025, εμβαθύνει σε όλα τα μέτωπα των ελληνοτουρκικών, στο θέμα της Κύπρου, καθώς και στο μεταναστευτικό ζήτημα. Την ανησυχητική οπισθοδρόμηση της Τουρκίας στον τομέα του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που αποτελούν «αναπόσπαστο κομμάτι για την πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων», υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ετήσια έκθεση της για την ενταξιακή πορεία της χώρας στην ΕΕ, που δόθηκε στη δημοσιότητα. Η Τουρκία παραμένει υποψήφια χώρα και βασικός εταίρος για την ΕΕ», όμως, «οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις παραμένουν σε στασιμότητα από το 2018», τονίζει η έκθεση της Επιτροπής. Παράλληλα, υπογραμμίζεται «το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ για ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο και για την ανάπτυξη μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία» με σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο. Από οικονομικής άποψης, η Τουρκία παραμένει ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ το 2024, με το εμπόριο να φτάνει σε ιστορικό υψηλό άνω των 210 δισ. ευρώ. Η Επιτροπή επισημαίνει τις «σοβαρές ανησυχίες της ΕΕ» για την απομάκρυνση της Τουρκίας από τις δημοκρατικές αξίες, ιδίως μετά τις συλλήψεις και τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον αιρετών αξιωματούχων, προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, πολιτικών ακτιβιστών, εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών και επιχειρήσεων, δημοσιογράφων και άλλων από τις αρχές του 2025. «Η συνεχιζόμενη επιδείνωση των δημοκρατικών προτύπων, του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων εξακολουθεί να αποτελεί θέμα σημαντικής ανησυχίας», επισημαίνεται. Επίσης, γίνεται ειδική αναφορά στη σύλληψη, το Μάρτιο του 2025, του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και υποψήφιου της αντιπολίτευσης, Εκρέμ Ιμάμογλου, μαζί με άλλους δημάρχους του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και ανώτερων δημοτικών αξιωματούχων με κατηγορίες για φερόμενη διαφθορά, καθώς και στην ακύρωση του διπλώματος του Ιμάμογλου - απόφαση που τον εμποδίζει από το να θέσει υποψηφιότητα για Πρόεδρος. Για τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η Επιτροπή καταγράφει τη συνέχιση του «θετικού κλίματος» και «επανασύνδεσης», μέσα από μια σειρά συναντήσεων σε υπουργικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ηγετών. Καταγράφεται ότι μετά τη «Διακήρυξη των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023 για τις Φιλικές Σχέσεις και την Καλή Γειτονία» που υπέγραψαν οι δύο ηγέτες, οι τουρκικές και ελληνικές αντιπροσωπείες συναντήθηκαν αρκετές φορές για να συζητήσουν μέτρα οικοδόμησης στρατιωτικής εμπιστοσύνης.

Ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει ότι «παρά το θετικό κλίμα και τον συνεχιζόμενο διάλογο, η ανεπίλυτη διαμάχη σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες συνέχισε να επιβαρύνει τις διμερείς σχέσεις». Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται ότι τον Απρίλιο του 2025, η Τουρκία απέρριψε τη δημοσίευση του Ελληνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδίου, το οποίο η Ελλάδα πρέπει να καταρτίσει και να εφαρμόσει βάσει της σχετικής Οδηγίας. Επίσης, τον Ιούνιο του 2025, η Τουρκία παρουσίασε τον θαλάσσιο χωροταξικό της σχεδιασμό, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία της Ελλάδας, ενώ τον Αύγουστο του 2025, ανακοίνωσε την ίδρυση δύο θαλάσσιων πάρκων που εκτείνονται σε περιοχές υπό ελληνική δικαιοδοσία.

Αναφέρεται, επίσης, ότι η Τουρκία αντιτάχθηκε στην ίδρυση τριών θαλάσσιων πάρκων από την Ελλάδα, εξ ολοκλήρου εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Παράλληλα, η Άγκυρα συνέχισε να εκδίδει με το πρόσχημα των αεροναυτικών ασκήσεων, μια σειρά γενικών προειδοποιήσεων ναυσιπλοΐας, ζητώντας την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που ανήκουν στην Ελλάδα βάσει διεθνών συνθηκών και αμφισβητώντας έμμεσα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

«Αιτία ανησυχίας» αποτελεί και η συμπερίληψη του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα τουρκικά σχολικά εγχειρίδια.

Η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει ότι η πιθανή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο Πέλαγος, συνέχισε να επηρεάζει τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, ενώ υπενθυμίζεται ότι εξακολουθεί να ισχύει η διακήρυξη του 1995 ότι οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων θα θεωρούνταν casus belli.

Η έκθεση αναφέρεται στις συνεχιζόμενες τουρκικές παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων, «με αισθητή αύξηση των περιστατικών» σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ προσθέτει ότι έχουν αναφερθεί και παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.

Επισημαίνεται, επίσης, ότι η Τουρκία συνέχισε να παρεμποδίζει τις ερευνητικές δραστηριότητες για το υποθαλάσσιο καλώδιο «Great Sea Interconnector» που είναι «έργο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος», επιμένοντας στα σχέδιά της για μια διασύνδεση ηλεκτρικής ενέργειας με τη διεθνώς μη αναγνωρισμένη, «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».

Η Επιτροπή τονίζει ότι δεν ελήφθησαν μέτρα για την επαναλειτουργία της Ελληνορθόδοξης Σχολής της Χάλκης, η οποία είναι κλειστή από το 1971 και υπογραμμίζει ότι οι ανησυχίες της UNESCO σχετικά με τη μετατροπή των μουσείων της Αγίας Σοφίας και της Χώρας σε τζαμιά παρέμειναν ανεπίλυτες.

Σημειώνεται, επίσης, ότι συνεχίστηκαν οι πράξεις βανδαλισμού και η καταστροφή χώρων λατρείας των μειονοτήτων και τονίζεται ότι τα εγκλήματα μίσους κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων πρέπει να διερευνηθούν αποτελεσματικά. Η έκθεση τονίζει ότι η ΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην επανέναρξη και την πρόοδο των συνομιλιών για τη διευθέτηση του Κυπριακού για την περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας ΕΕ-Τουρκίας. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι «η Τουρκία συνεχίζει να αρνείται να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και υποστηρίζει μια λύση δύο κρατών στην Κύπρο, σε αντίθεση με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».

«Είναι πλέον ύψιστης σημασίας η Τουρκία να δεσμευτεί και να συμβάλει ενεργά σε μια δίκαιη, συνολική και βιώσιμη διευθέτηση του Κυπριακού εντός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών, στη βάση μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα και σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, καθώς και σύμφωνα με το κεκτημένο της ΕΕ και τις αρχές στις οποίες βασίζεται η ΕΕ», τονίζει η Επιτροπή.

Προσθέτει, επίσης, ότι «η Τουρκία πρέπει επειγόντως να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να εφαρμόσει πλήρως το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας και να σημειώσει πρόοδο προς την εξομάλυνση των σχέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία». Θα πρέπει ακόμα να ανακαλέσει αμέσως όλες τις ενέργειες και τα βήματα που έχει λάβει από το 2020 σχετικά με τα Βαρώσια που αντιβαίνουν στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Σημειώνεται, τέλος, ότι δεν υπήρξαν μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες γεώτρησης από την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την περίοδο αναφοράς. Ωστόσο, οι στρατιωτικές ασκήσεις της Τουρκίας στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου συνεχίστηκαν. Οι πτήσεις τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην περιοχή πληροφοριών πτήσης και στον εθνικό εναέριο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίστηκαν επίσης αμείωτες. Η έκθεση τονίζει ότι η Τουρκία δεν ευθυγραμμίζεται με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ και επιδεικνύει ελάχιστη πολιτική βούληση να βελτιωθεί - γεγονός που «αντιβαίνει με το στρατηγικό στόχο της Άγκυρας για ένταξη στην ΕΕ».

Η Τουρκία έχει επίσης επιβάλει μια ολοένα και πιο ενεργή και πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική. Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις υπογράμμισαν τον στρατηγικό περιφερειακό της ρόλο, ιδίως σε σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία, την Ουκρανία, τη Γάζα και τον Νότιο Καύκασο.

Όσον αφορά στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η Τουρκία συνέχισε να τονίζει τον ρόλο της ως πιθανού διαμεσολαβητή, όπως υποστηρίζεται από τη διοργάνωση άμεσων συνομιλιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο του 2025. Η Τουρκία δεν ευθυγραμμίζεται συστηματικά με τα περιοριστικά μέτρα της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Ωστόσο, έχει λάβει μέτρα για να αποτρέψει την παράκαμψη των κυρώσεων κατά της Ρωσίας μέσω τουρκικού εδάφους, επιτυγχάνοντας ορισμένα αποτελέσματα.

Όσον αφορά στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία ευθυγραμμίζεται με τη θέση της ΕΕ σχετικά με την ανάγκη επανεκκίνησης της πολιτικής διαδικασίας, προκειμένου να εφαρμοστεί η λύση των δύο κρατών και συμμετέχει στον «Παγκόσμιο Συνασπισμό» για την εφαρμογή της. Η τουρκική θέση σε ορισμένα ζητήματα -όπως η Χαμάς, η οποία θεωρείται νόμιμος πολιτικός συνομιλητής από την Άγκυρα - δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη θέση της ΕΕ, η οποία σαφώς χαρακτηρίζει τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση. Η Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του 2016 συνέχισε να αποφέρει αποτελέσματα και παρέμεινε το βασικό πλαίσιο για τη συνεργασία στον τομέα της μετανάστευσης. Η Τουρκία συνέχισε τις αξιοσημείωτες προσπάθειές της να φιλοξενήσει 2,7 εκατομμύρια πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων Σύρων υπό προσωρινή προστασία.

Η ΕΕ έχει κινητοποιήσει 12,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την υποστήριξη των προσφύγων και των κοινοτήτων υποδοχής από το 2011. Η ΕΕ συνέχισε να παρέχει βοήθεια σε τομείς, όπως οι βασικές ανάγκες, η διαχείριση των συνόρων, η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, η προστασία και η κοινωνικοοικονομική στήριξη.Ο Ταγιπ Ερντογάν διακήρυξε το 2009 την πρόθεσή του να «διορθώσει» τις αδικίες έναντι των Κούρδων με το σχέδιο «εθνικής Ενότητας και Αδελφοσύνης», βασισμένο στη θρησκεία όμως και όχι στην ιδιότητα του πολίτη, άρα έχουμε πάλι μια θρησκευτική ανάγνωση, όχι πολιτικό δικαίωμα. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνιστούσαν μια ρήξη με το κεμαλικό παρελθόν, ωστόσο σχετικά σύντομα αποδείχθηκαν μια κίνηση τακτικής του Ερντογάν, αφού, μετά και τη διαφωνία του με το Τζεμαάτ, και αφού το αριστερό φιλοκουρδικό HDP με μόλις 3 χρόνια ζωής πήρε 15% στις εκλογές του 2015, επέλεξε να τελειώσει τις διαπραγματεύσεις και να στραφεί εναντίον του HDP με κάθε ευκαιρία, φυλακίζοντας τους αρχηγούς του, απολύοντας υποστηρικτές του, διώκοντας με κάθε τρόπο κόμμα, μέλη και στελέχη. Στον ένοπλο αγώνα του ΡΚΚ το Τουρκικό κράτος απάντησε με άγρια καταστολή. Η κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης φτάνει στη σύλληψη του Οτζαλάν, οπότε το ΡΚΚ μεταλλάσσεται και πάλι, μέσα από τον προβληματισμό του αρχηγού του που μιλάει πλέον για «ελεύθερο Κουρδιστάν» και όχι για «ελεύθερο και ανεξάρτητο Κουρδιστάν». Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει σε ισχύ νόμους που θεωρούνται αντιδημοκρατικοί ή αυταρχικοί, όπως η απαγόρευση στις μειονότητες να έχουν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην μητρική τους γλώσσα. Η μεγαλύτερη μειονοτική ομάδα της χώρας, οι Κούρδοι, που αποτελούν το 15% του πληθυσμού, δεν έχει πρόσβαση στην αυτοδιάθεση παρόλο που η Τουρκία έχει υπογράψει το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR). Τον Μάρτιο 2017, τα Ηνωμένα Έθνη κατηγόρησαν την τουρκική κυβέρνηση για "μαζική καταστροφή, δολοφονίες και άλλες παραβιάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα" κατά της κουρδικής μειονότητας. Το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης παραμένει επίσης στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ασκήσει σημαντική πίεση στην Άγκυρα, αναδεικνύοντας το αίτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διπλωματικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι το αίτημα επαναλειτουργίας ενισχύεται διαρκώς στις επαφές των ΗΠΑ με την Άγκυρα, ενώ αναγνωρίζεται και από άλλες χώρες της Δύσης ως μια κίνηση που θα μπορούσε να αναδείξει τη θετική εικόνα της Τουρκίας διεθνώς

Παρά τη θετική διάθεση που εκφράζουν δημόσια οι δύο πλευρές, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια. Το κυριότερο από αυτά είναι η εναρμόνιση της επαναλειτουργίας με την τουρκική νομοθεσία. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση πιο γρήγορες διαδικασίες για τη δημιουργία ενός νομικού μοντέλου που θα διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της σχολής. Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ιδρυθείσα το 1844, αποτέλεσε περισσότερο από έναν αιώνα ένα από τα πιο σημαντικά εκπαιδευτικά κέντρα της Ορθοδοξίας, παρέχοντας ανώτερη θεολογική κατάρτιση σε κληρικούς απ’ όλο τον κόσμο. Η απόφαση των τουρκικών αρχών να την κλείσουν το 1971, εξαιτίας ενός νόμου που ψηφίστηκε εκείνη την εποχή και απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, αποτέλεσε σημείο τριβής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αντικείμενο διεθνούς κριτικής, με τη Δύση να ζητά επανειλημμένα τη συμμόρφωση της Τουρκίας στις διεθνείς συνθήκες περί θρησκευτικής ελευθερίας.

Η σχολή δεν είναι απλώς ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά ένα σύμβολο πνευματικής καλλιέργειας και θρησκευτικής ανεκτικότητας. Η πιθανή επαναλειτουργία της, υπό το πρίσμα της σημερινής γεωπολιτικής συγκυρίας, θα μπορούσε να αποτελέσει, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, γέφυρα συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της διεθνούς κοινότητας. Η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια σύνθετη στάση απέναντι στο ζήτημα, επιχειρώντας να το παρουσιάσει ως ανεξάρτητο από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο τούρκος υπουργός Παιδείας Γιουσούφ Τεκίν, σε πρόσφατες δηλώσεις του έπειτα από την επιθεώρηση των εργασιών στη Χάλκη, ανέφερε ότι «θα ήθελε να δει τη Σχολή ανοιχτή». Ωστόσο, προσπάθησε να αποσυνδέσει την επαναλειτουργία της από την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρουσιάζοντάς την ως μια πράξη καλής θέλησης προς τη χριστιανική κοινότητα και τη Δύση.

(*) Δικηγόρος- συνταγματολόγος