Γράφει ο Γεώργιος Χ. Γκλίνος, Προϊστάμενος ΚΕ.Δ.Δ.Υ. (Κέντρο Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης, Υποστήριξης) Λακωνίας

Το ερώτημα που απασχολεί έντονα τους γονείς, είναι αυτό της οργάνωσης και απασχόλησης, με δημιουργικό τρόπο, του ελεύθερου χρόνου των παιδιών τους, στα πλαίσια λειτουργίας ενός νέου τύπου γονέα που διακατέχεται από την νοοτροπία του υπέρ-γονεϊσμού. Σήμερα πλέον είναι ορατό ότι τα παιδιά «υποφέρουν» όλο και πιο πολύ από το άγχος και τις παρεμβάσεις των ενηλίκων, που σε κάθε περίπτωση θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους.

Tα περισσότερα παιδιά είναι απασχολημένα με μαθήματα ξένων γλωσσών, μουσικής, αθλητικών δραστηριοτήτων και άλλων οργανωμένων, από τους γονείς, απασχολήσεων. Μπορούμε να μιλήσουμε για απαγωγή από τους ενήλικες των παιδικών χρόνων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να χάνουν τα πράγματα που δίνουν ουσία και νόημα σε αυτή ηλικία – τις μικρές περιπέτειες, τα μυστικά ταξίδια, τις αναποδιές και τις ατυχίες, την απολαυστικότατη αναρχία, τις μοναχικές στιγμές, ακόμα και τις ώρες της πλήξης. Έτσι ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνουν τα σημερινά παιδιά, παραπέμπει σε μια άγευστη παιδική ηλικία, γεμάτη δραστηριότητες, επιτεύγματα και κατανάλωση, και παρ’ όλα αυτά, κενή και εξωπραγματική.

Σκοπός του γονέα μπορεί να είναι να κοπάσει την ανησυχία με την οποία περιβάλει τα παιδιά του και την ανάγκη του να έχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω σε αυτά. Καθώς η οικογένεια γίνεται όλο και πιο παιδοκεντρική, οι γονείς στρέφονται στα παιδιά τους για να εκπληρώσουν ακόμα περισσότερες συναισθηματικές τους ανάγκες, με δεδομένο ότι οι μισοί σχεδόν γάμοι στα αστικά κέντρα καταλήγουν σε διαζύγιο και η μόνη σχέση που θα κρατήσει ως το τέλος είναι αυτή με τα παιδιά. Το γεγονός ότι ζούμε σε περίοδο οικονομικής ανασφάλειας οδηγεί τους γονείς να επενδύουν ακόμα περισσότερο στα παιδιά τους.

Βασικό μέλημα των γονέων σήμερα είναι η παροχή όσων περισσότερων ερεθισμάτων στα παιδιά τους ώστε αυτά να αναπτυχθούν ταχύτερα και πιο ολοκληρωμένα. Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι, η άποψη ότι στον εγκέφαλο του παιδιού μπορεί κάποιος να αναπτύξει περισσότερες συνάψεις παρέχοντάς του περισσότερα ερεθίσματα, στερείται επιστημονικής βάσης. Επίσης νήπια που ακολούθησαν ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα π.χ. μέθοδος Berliz για εκμάθηση ξένης γλώσσας, υπήρξαν απογοητευτικά. Για να μάθουν τα παιδιά χρειάζονται άμεση προσωπική επαφή και αλληλεπίδραση με ανθρώπους και όχι σκηνοθετημένα ερεθίσματα. Οι ειδικοί συμφωνούν πως ο ισχυρός δεσμός με έναν ή περισσότερους κηδεμόνες, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην εξέλιξη του παιδιού και μπορεί να το ανοσοποιήσει κατά του στρες για όλη του τη ζωή.

Ο ζωγράφος Ανρί Ματίς παρατήρησε ότι τα πιο δημιουργικά άτομα χαρακτηρίζονται πάντα από «ένα απίστευτο πνεύμα περιπέτειας και αγάπης για το παιχνίδι». Ο Αϊνστάιν είπε «για να διεγείρεις τη δημιουργικότητα πρέπει να καλλιεργείς την παιδιάστικη προδιάθεση για παιχνίδι και την επιθυμία για αναγνώριση». Για να αποκτήσει το παιδί επαρκείς γνώσεις στη γλώσσα και την αριθμητική, πρέπει πρώτα να κατανοήσει ότι τα νούμερα και τα γράμματα είναι σύμβολα που υποδηλώνουν ποσότητες και ήχους, γνώση που δεν αποκτιέται με το ξεπατίκωμα γραμμάτων από φορητούς υπολογιστές, αλλά από το παιχνίδι και την κοινωνική αλληλεπίδραση που αυτό συνεπάγεται. Το βασικότερο μειονέκτημα με το παιχνίδι, είναι ότι από την μεριά των ενηλίκων μοιάζει με χάσιμο χρόνου, έτσι αρκετοί γονείς μετατρέπουν την παιδική ηλικία σε ακαδημαϊκό αγώνα δρόμου για τα παιδιά τους, πέφτοντας θύματα της ανυπόμονης και εξαιρετικά ανταγωνιστικής κουλτούρας από την οποία διακατεχόμαστε.

Η καλύτερη προετοιμασία για το σχολείο για ένα μαθητή είναι να φτάσει σε αυτό όχι γνωρίζοντας τα γράμματα και τους αριθμούς, αλλά να είναι κοινωνικά επιδέξιος, να ξέρει να μοιράζεται, να κατανοεί τους άλλους και να ακολουθεί οδηγίες, έτσι έχει περισσότερες ευκαιρίες να κατακτήσει στην πορεία την γραφή, την ανάγνωση και την αριθμητική. Η ψυχολογική και συναισθηματική ετοιμότητα είναι προϋπόθεση της καλής εκπαιδευτικής πορείας.

Η άποψη ότι οι ενήλικες πρέπει να καθοδηγούν και να παρέχουν ερεθίσματα στα παιδιά (για να φτάσουν στα στάνταρ που οι ενήλικες θέτουν) έχει αντικατασταθεί από την πίστη ότι η ανάμειξη των μεγάλων πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο, έτσι ώστε τα παιδιά να αποκτήσουν τις δικές τους γνώσεις και σχέσεις.

Οι τέχνες, που ανυψώνουν το πνεύμα και διεγείρουν τη φαντασία, θεωρούνται το φυσικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιούν τα παιδιά για να εξερευνήσουν, να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο, και όχι προαιρετικό μάθημα ή αφετηρία για μια λαμπρή καριέρα.

Σχολεία όπως το Lakeside στη Ζυρίχη, προκειμένου να βοηθήσει τους μαθητές του να αποκτήσουν κινητικές δεξιότητες, να μάθουν να παίρνουν πρωτοβουλίες και να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, ανάπτυξε προγράμματα επιστροφής στη φύση. Έτσι οι μαθητές δύο φορές την εβδομάδα, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, πηγαίνουν στο δάσος χωρίς πρόγραμμα και επιλέγουν τι θα παρατηρήσουν ή τι θα εξερευνήσουν.

Η κλασική εκπαίδευση μπορεί να περιμένει, το ελεύθερο παιχνίδι μέσα από την επαφή με την φύση και την τέχνη, είναι βασικό συστατικό της πρώιμης παιδικής ηλικίας.

Σε αντιδιαστολή με το ελεύθερο παιχνίδι βρίσκουμε τα έτοιμα παιχνίδια κυρίως μέσω Η/Υ. Όσο περισσότερη εξυπνάδα και φαντασία έβαλε ο κατασκευαστής σε ένα παιχνίδι, τόσο λιγότερες είναι οι ευκαιρίες που έχει το παιδί, να χρησιμοποιήσει τη δική του φαντασία και δημιουργικότητα. Σύμφωνα με τον Μαξ Φρις, τεχνολογία είναι η ικανότητα να ρυθμίζεις έτσι τον κόσμο ώστε να μην χρειάζεται να τον γευτείς.

Τα παιδιά χρειάζονται παιχνίδια που τους επιτρέπουν να παραμείνουν παιδιά και αυτά είναι τα παιχνίδια που επινοεί και φτιάχνει το παιδί και οι φίλοι του. Η ανελέητη πίεση και ο έλεγχος προς τα παιδιά καταστρέφουν τη δημιουργικότητα, αφού αντί να ρισκάρουν και να δοκιμάζουν τα όριά τους, ενεργούν εκ του ασφαλούς φοβούμενα την κριτική και απόρριψη των ενηλίκων.

Στο πιο επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης, το Φιλανδικό, σύμφωνα με έγκυρες μετρήσεις, οι μαθητές ξεκινούν την εκπαίδευση τους στα 7 χρόνια τους, έως τότε φοιτούν σε νηπιαγωγεία όπου κυριαρχεί το παιχνίδι. Όταν πάνε στο δημοτικό σχολείο οι μαθητές, οι ώρες είναι λίγες, οι διακοπές πολυήμερες και τα μαθήματα μουσικής, τεχνών και αθλημάτων άφθονα. Η βαθμολογία μπαίνει μετά το 13ο έτος (εκτός και αν την ζητήσουν οι γονείς) ενώ δεν υπάρχουν εξετάσεις και ανταγωνισμός, υπάρχει αυτοαξιολόγηση των μαθητών. Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου προσέγγισης, είναι ότι η Φιλανδία που αδιαφορεί για τον ανταγωνισμό και τις εξετάσεις, για τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά μαθήματα, συνήθως καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, στις ανταγωνιστικές εξετάσεις PISA. H εξήγηση είναι ότι η χώρα αυτή βάζει τις ανάγκες των παιδιών μπροστά από τις επιθυμίες των γονιών και του εκπαιδευτικού συστήματος.

Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες (νοητική ανεπάρκεια, διάχυτη εξελικτική διαταραχή κ.α.) είναι χρήσιμο να εντάσσονται σε ομάδες συνομηλίκων, ώστε να αλληλεπιδρούν και να μάθουν να σχετίζονται μέσα από το ομαδικό παιχνίδι και τη συναναστροφή. Ο προβληματισμός των γονιών έχει να κάνει με τα αν μπορούν «φυσιολογικά παιδιά» να παίζουν με παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι επιβάλλεται, γιατί αποτελεί μάθημα και δεξιότητα ζωής να μπορέσει να σχετιστεί το παιδί τους με ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, μαθαίνει να αποδέχεται τη διαφορετικότητα και να λειτουργεί υποστηρικτικά. Έτσι οι γονείς έχουν «συμφέρον» να έχουν ένα παιδί που όταν και αυτοί γεράσουν ή καταπέσουν, θα τους υποστηρίξει, αφού από μικρό θα έχει διδαχθεί (και θα έχει ως αξία) να λειτουργεί υποστηρικτικά απέναντι στη διαφορετικότητα, όπως στην αναπηρία ή τα γηρατειά. Τα παιδιά (με και χωρίς ειδικές ανάγκες) αν βρεθούν μακριά από τις λογικές των ενηλίκων με τις προκαταλήψεις και τα αρνητικά στερεότυπα, έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν και να βρουν ισορροπίες, αρκεί να τα εμπιστευτούμε και να τους δώσουμε χώρο και χρόνο.

Τέλος, για τα παιδιά το λιγότερο μπορεί να είναι υπεραρκετό ή όπως είπε η Μαρία Μοντεσόρι δουλειά των παιδιών είναι να παίζουν.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr