Γράφει ο Παναγιώτης Η. Κομνηνός

Από το έργο «Ο κήπος του Προφήτη», του Λιβανέζου ποιητή Χαλίλ Γκιμπράν (1833 – 1931), ο λόγος των αναφορών και των συμβολισμών που ακολουθούν και που ίσως δώσουν και απάντηση στο ερώτημα του τίτλου:

«Το έθνος να λυπάστε, αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε. Ψωμί αν τρώει, αλλ’ όχι από τη σοδειά του. Κρασί αν πίνει, αλλ’ όχι από το πατητήρι του. Το έθνος να λυπάστε, που δεν υψώνει τη φωνή του παρά μονάχα στην πομπή της κηδείας. Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα στα ερείπιά του. Που δεν επαναστατεί, παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα. Το έθνος να λυπάστε, που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του. Το έθνος να λυπάστε, που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους».

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα έθνος και ένας λαός μέσα και γύρω – γύρω σε μια πατρίδα. Κάπου μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Εκεί που ανατέλλει και δύει ο ήλιος με τα διαφορετικά πρόσωπα κατά τόπο και χρόνο. Που η πατρίδα αυτή από χρόνια πολλά πριν είχε χαθεί στη σιωπή. Ώσπου κάποτε ανέλπιστα αλλά όχι απρόσμενα, άρχισε δειλά – δειλά να ξεπροβάλλει μέσα από μια προμηθεϊκή μάγισσα ιστορία, σπάζοντας τα δεσμά που την κρατούσαν δέσμια μιας βουβής λήθης αμέτρητων αιώνων χρόνου και πόνου.

Και κάποια στιγμή ‘’σαν έτοιμη από καιρό’’ ξεκίνησε να ακολουθεί τον προγονικό ήλιο. Τον ήλιο τον ηλιάτορα των χρόνων της δόξας. Που ανάλογα με όσα βλέπει να συμβαίνουν εδώ κάτω, άλλοτε χαίρεται και λάμπει και άλλοτε σκοτεινιάζει και χάνεται στον δικό του συμπαντικό κόσμο της διαρκούς αρμονίας. Και ακάθεκτη, βάλθηκε να προφτάσει στους άγνωστους δρόμους του μέλλοντός της όσους άλλους είχαν από πολύ πριν ξεκινήσει για εκεί.

Το πληγιασμένο όμως σύνδρομο της απουσίας της από τα δεσμά της προηγούμενης λήθης, της μάτωνε τα γυμνά πόδια του βηματισμού της. Αγκομαχώντας, αγωνιζόταν με τις ισχνές δυνάμεις της, όσο γινόταν. Έπεφτε κατά γης. Και πάλι σηκωνόταν ματωμένη. Ώσπου να κλείσει η μια πληγή άνοιγε άλλη. Και μετά άλλη.

Το δισάκι του ταξιδιού άδειασε κι αυτό απ’ ό,τι φτωχικό τής είχε απομείνει. Συνήθισε στα αποφάγια των μπροστινών. Και έτρεχε ξωπίσω τους περισσότερο για την επιβίωσή της και λιγότερο για το ταξίδι της. Συνήθισε έτσι. Και της άρεσε. Ήταν και αυτός ένας τρόπος για να συνεχίσει. Ήταν μια προσωρινή επιλογή. Που όμως δεν είχε τέλος.

Όπως και το παραμύθι μας, που ούτε κι αυτό έχει τέλος. Γιατί από ‘δω και κάτω γίνεται αληθινό. Και τούτο δεν είναι ασυνήθιστο. Πολλές φορές συμβαίνει κάποιες αλήθειες να φαίνονται παραμύθια και άλλοτε πάλι συμβαίνει το αντίθετο. Τα παραμύθια να φαντάζουν όπως χίλιες και μία αλήθειες. Αρκεί να μπορεί κανείς να ξεχωρίζει το ένα από το άλλο, την αλήθεια από το παραμύθι.

Γιατί, αν δεν συμβαίνει έτσι, τότε υπάρχει κίνδυνος ο καθένας να χαθεί μεσοπέλαγα. Κάπου μεταξύ αλήθειας και παραμυθιού, που ούτε το ένα θα υπάρχει ούτε το άλλο, αλλά το νοητικό και το, απείρως χειρότερο, υπαρκτό άγνωστο.

Μήπως κάπως έτσι δεν συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει με μας τους Έλληνες; Δεν μοιάζει να είμαστε εμείς ο λαός, η πατρίδα, το έθνος του παραμυθιού; Του παραμυθιού, που φαίνεται να βγαίνει αληθινό;

Δεν είναι αλήθεια πως κάποτε από τη λάμψη βρεθήκαμε στο σκοτάδι; Και πως όταν βγήκαμε πάνω, ακολουθώντας ένα καλά φυλαγμένο προγονικό κληροδότημα για τις ανάγκες της εθνικής μας ύπαρξης, δεν είναι αλήθεια πως κάναμε τρόπο ζωής το σύνδρομο της μακραίωνης απουσίας μας;

Δεν ξεχαστήκαμε μέσα μας, κλεισμένοι στον εθνικό και προσωπικό ατομικισμό μας; Δεν ζήσαμε την μοναξιά και την ένδεια και μάθαμε να εκλιπαρούμε για ψιχία; Δεν εγκαταλείψαμε τα χωριά μας, τα αμπέλια μας, τα χωράφια μας, τις αξίες μας και την πατρογονική σοφία; Δεν είναι αλήθεια πως τόσα χρόνια τώρα σιωπούσαν – με ελάχιστες εξαιρέσεις – οι πολιτικοί μας και οι σοφοί μας; Και οι οικονομολόγοι. Και οι άνθρωποι του πνεύματος. Και οι καλλιτέχνες. Και οι άνθρωποι των ΜΜΕ. Δεν υιοθετήσαμε, χωρίς κανένα δισταγμό, με έναν ανεξήγητο πρωτογονισμό, ξένες συνήθειες και συμπεριφορές;

Δεν διαπράξαμε το λάθος της χρήσης άγνωστων και επικίνδυνων συνταγών ομοιοπαθητικής θεραπείας των εθνικών μας παθήσεων; Δεν εμπλακήκαμε στην περιπέτεια της άμετρης ικανοποίησης των πλασματικά διογκωμένων αναγκών μας, με αποτέλεσμα να περιέλθουμε σε κατάσταση αφασίας; Και συνακόλουθα, μετά τα όσα τόσα, να προκύψει ένας νέου τύπου πολίτης αδιάφορος και αυτάρεσκος. Που δεν σέβεται τους νόμους. Που κάνει ό,τι θέλει, λέει ό,τι θέλει, όπως θέλει και όπου θέλει; Και στο τέλος - τέλος είναι και ό,τι δηλώνει ο ίδιος, όπως έλεγε κάποτε και ο μακαρίτης ο Γιάννης Τσαρούχης;

Και ακόμη, δεν είμαστε εμείς εκείνοι, που ως Πόντιοι Πιλάτοι προσπαθούμε να φορτώσουμε σε άλλους όλες τις αμαρτίες μας, ακόμη και τις αδικίες της κάθε ατυχίας μας; Άλλοτε στους Αμερικάνους. Άλλοτε στους Ευρωπαίους. Άλλοτε στους Εβραίους. Ακόμη και στους μασόνους. Και άλλοτε σε άλλους, καθ’ υπερβολή ή και κατά φαντασία εχθρούς μας; Eξακολουθώντας έτσι, να αναπαράγουμε και να προβάλουμε στο έπακρο την παλιά ιδέα του αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο – αδιάκοπα από την αρχαιότητα – αφού μεταβιβάζαμε τα ανομήματά μας, τον καθιστούσαμε έτσι φορέα αυτών, ήσυχοι κάθε φορά πως επιτελούσαμε έργο ηθικό ή εθνικό.

Όντως, αργήσαμε πολύ για να αρχίσουμε να μαθαίνουμε από τα παθήματά μας. Έστω όμως και έτσι. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Γιατί μετά από τόσα δεινά φαίνεται πως σιγά – σιγά έχουμε αρχίσει να εγγίζουμε την αλήθεια, που όλο και περισσότερο μοιάζει με κάτι που αμυδρά το θυμόμαστε, τη λογική. Τη λογική που τόσο μας έλειψε, γιατί την είχαμε εξοστρακίσει οι περισσότεροι από εμάς σε κάποια απόμακρη Σαλαμίνα.
Εδώ τελειώνει και το δικό μας αληθινό παραμύθι. Η ιστορία όμως η αληθινή συνεχίζεται, όσο κι αν μοιάζει με παραμύθι. Και για ένα λόγο ακόμη περισσότερο. Την χρειαζόμαστε την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, όχι για τις ανάγκες μιας ακόμη ιστορίας συμφορών, όπως γινόταν μέχρι τώρα, αλλά για να φτάσουμε όσο γίνεται πιο κοντά στη λογική.

Και μάλλον για τούτο το τελευταίο. Δηλαδή για τη διαχρονική αλήθεια της απλής λογικής ήθελε να μας πει και ο εκ της Ανατολής των ποιητών και των σοφών Λιβανέζος ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν, μέσα από τον δικό του κήπο των προφητειών, οι οποίες φαίνεται πως βγαίνουν αληθινές όταν και όπου συμβαίνει η λύπη να ταιριάζει στις περιστάσεις που παράγει η παραλογική.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr