Διεθνές Δίκαιο και Συνθήκες στα Ελληνοτουρκικά
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και το Συμβούλιο Ασφαλείας του, δεν είναι διεθνής κυβέρνηση. Σε αντίθεση με το εσωτερικό των κρατών, όπου υπάρχει μια συντεταγμένη κυβέρνηση, σαφώς καθορισμένες εξουσίες, σύνταγμα και εντεταλμένα κρατικά όργανα, στον διεθνή χώρο δεν υπάρχει διεθνής κυβέρνηση. Τα κράτη είναι κυρίαρχα, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν καμία εξουσία πάνω απ’ αυτά ,σε αντίθεση με τα άτομα στο εσωτερικό των κρατών, τα οποία υπόκεινται στην κρατική εξουσία. Η λογική που επικρατεί στον διεθνή χώρο, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη που επικρατεί στο εσωτερικό των κρατών. Το διεθνές δίκαιο έχει πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή λειτουργεί όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι συσχετισμοί ισχύος και συμφερόντων. Εάν δεν έχεις την απαιτούμενη ισχύ ή αν δεν υπάρχουν επαρκή συμφέροντα ώστε να κινητοποιηθεί η απαιτούμενη ισχύς, τότε το διεθνές δίκαιο παραμένει νεκρό γράμμα. Οταν ανακύπτει κάποιο διεθνές ζήτημα, τα κράτη δεν εξετάζουν γενικά και αφηρημένα «τι λέει το διεθνές δίκαιο», αλλά το ποιοι εμπλέκονται και το τι συμφέροντα διακυβεύονται στο εν λόγω ζήτημα. Ακόμη και τα διεθνή δικαστήρια διαφέρουν στη λειτουργία τους από τα εσωτερικά. Ενώ στο εσωτερικό ενός κράτους, αρκεί μια απλή μήνυση για να βρεθείς στο δικαστήριο, στον διεθνή χώρο, κανένα κράτος δεν μπορεί να συρθεί σε δίκη εάν προηγουμένως το ίδιο το κράτος δεν έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Τα ίδια τα αντίδικα κράτη θα πρέπει να συμφωνήσουν ως προς τους συγκεκριμένους κανόνες βάσει των οποίων θα κρίνει το δικαστήριο, προ της προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο. Η ελληνική πλευρά βεβαίως έχει κάθε λόγο να επιζητεί την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας από την εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Τουρκία όμως παγίως αρνείται να υπογράψει το απαραίτητο συνυποσχετικό που θεωρεί ως επίδικο αντικείμενο αποκλειστικά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Η μόνη περίπτωση δικαστικής επίλυσης θα ήταν αν οι δύο χώρες είχαν προαποφασίσει τις γραμμές πάνω στις οποίες θα επιλύονταν οι ελληνοτουρκικές διαφορές και στη συνέχεια το Διεθνές Δικαστήριο απλώς επικύρωνε την επιτευχθείσα συμφωνία, απαλλάσσοντας τις ηγεσίες των δύο χωρών από το όποιο πολιτικό κόστος. Η Ελλάδα, ως χώρα που επιθυμεί τη διατήρηση του status quo, έχει σίγουρα συμφέρον να υφίσταται ένα διεθνές περιβάλλον όπου το διεθνές δίκαιο τηρείται απαρεγκλίτως. Η Ελλάδα ως κράτος μέλος της Ευρωπαΐκής ένωσης, διαθέτει εθνικά- ευρωπαΐκά σύνορα ( σύνορα της ευρώπης), σε μία ευρώπη χωρίς ευρωστρατό. Στο Διεθνές δίκαιο, πρακτικά, καθοριστικό ρόλο παίζουν οι συμμαχίες. Το Διεθνές Δίκαιο, ιδίως το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), αποτελεί τη βάση για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, με την Ελλάδα να επιδιώκει τη Χάγη (Διεθνές Δικαστήριο) για ζητήματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, καθώς η Τουρκία το αποφεύγει. Η Ελλάδα στηρίζεται στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου για να διεκδικήσει κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ η Τουρκία αμφισβητεί την αρμοδιότητα διεθνών δικαστηρίων, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρκής ένταση και η ανάγκη για διαπραγματεύσεις με σεβασμό στο δίκαιο. Η Ελλάδα επιδιώκει την παραπομπή των διαφορών στη Χάγη (Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης) και την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Οι διαφορές των δύο χωρών αφορούν κυρίως την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και ζητήματα όπως αποστρατικοποίηση νησιών και εναέρια κυριαρχία.
Σκοπός της προσφυγής, είναι να παρέχει πλαίσιο για ειρηνική επίλυση, διασφαλίζοντας κυριαρχία και δικαιώματα βάσει διεθνών κανόνων. Συνοπτικά, το Διεθνές Δίκαιο είναι το «όπλο» της Ελλάδας για να προωθήσει τις θέσεις της, ενώ η Τουρκία προσπαθεί να το παρακάμψει, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να χαρακτηρίζονται από αυτή τη διαρκή νομική και πολιτική αντιπαράθεση. Χωρίς όμως , την προηγούμενη υπογραφή συνυποσχετικού μεταξύ των δύο χωρών, δεν επιτρέπεται προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο.
Πάμπολλα είναι τα ψηφίσματα για την παράνομη κατοχή της Κύπρου, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα.
Μετά την ένταξη της Κύπρου στην ευρωπαΐκή ένωση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανατόνιζε στα συμπεράσματά του, τη στήριξή του στις προσπάθειες λύσης μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Παράλληλα καταδίκασε προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας τόσο επί του εδάφους όσο και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα πιο πρόσφατα συμπεράσματά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις πρόσφατες επανειλημμένες ενέργειες και δηλώσεις της Τουρκίας και καταδικάζει την Τουρκική κατοχή. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών , υιοθέτησε ομόφωνα την ημέρα της εισβολής, κατά τη 1781η συνεδρία του, το ψήφισμα 353 (1974) με το οποίο αποδοκίμαζε έντονα την έκρηξη βίας και τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία, καλώντας όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Ακολούθησαν τα ψηφίσματα 354, 355, 357, 358 , 359, 360 με κύριο αίτημα την άμεση κατάπαυση του πυρός. Κατόπιν, η Γενική Συνέλευση κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Δημοκρατίας της Kύπρου και να απέχουν από οποιαδήποτε πράξη και επέμβαση που στρέφονται εναντίον της.
Το ευρωπαΐκό κοινοβούλιο και η ευρωπαΐκή επιτροπή, έχουν θέσει το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ως θέμα στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, πιέζοντας για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ευρωπαΐκή ένωση έχει εντάξει το θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στις απαιτήσεις της προς την Τουρκία, θέλοντας την πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την επαναλειτουργία της σχολής ως σύμβολο θρησκευτικής ελευθερίας. Η UNESCO, το Ευρωπαΐκό Κοινοβούλιο, η ελληνική κυβέρνηση, το υπουργείο εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, η Γαλλική κυβέρνηση, η Γερμανική κυβέρνηση, το Οικουμενικό πατριαρχείο, το Βατικανό: αντέδρασαν έντονα στην αιφνιδιαστική μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί. Εκφράστηκαν ανησυχίες για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Η UNESCO εξέφρασε προβληματισμό για την αλλαγή της καθεστωτικής της κατάστασης.
Αντιδράσεις υπήρξαν και από τον Αραβικό και Μουσουλμανικό Κόσμο, καθώς κάποιοι είδαν την κίνηση ως πολιτική φιλοδοξία του Ερντογάν και όχι θρησκευτική ανάγκη, ενώ άλλοι υποστήριξαν την απόφαση. Η Ελλάδα και η Ορθόδοξη Εκκλησία, καταδίκασαν την απόφαση ως προσβολή, θρησκευτικό φανατισμό, και χτύπημα στη χριστιανική κληρονομιά. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες και πολυεπίπεδες, αναδεικνύοντας την Αγία Σοφία ως σύμβολο, όχι μόνο θρησκευτικής, αλλά και πολιτικής διαμάχης, με την Τουρκία να τη χρησιμοποιεί ως εργαλείο εξουσίας και οικουμενικής επιρροής. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, προκάλεσε οργή και καταδίκη από την Ελλάδα, την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Ευρώπη , τις ΗΠΑ και μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας, με αντιδράσεις που περιλάμβαναν από την καταδίκη του «θρησκευτικού φανατισμού» και «πολιτικού Ισλάμ», μέχρι εκκλήσεις για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ( UNESCO ).
Η Τουρκία δεν εφάρμοσε ποτέ την Συνθήκη της Λωζάνης, ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων που διαμένουν στην Τουρκία ( π.χ. στην Κωνσταντινούπολη), ούτε ως προς το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας. Το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, καθώς η χώρα χαρακτηρίζεται «χώρα ιδιαίτερης ανησυχίας» από διεθνείς φορείς, με συστηματικές διώξεις και έλλειψη νομικού καθεστώτος για θρησκευτικές μειονότητες (όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και περιορισμούς, όπως η μετατροπή ιστορικών χώρων σε Τζαμιά ( Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφία Αδριανούπολης).
Από την ίδια την διατύπωση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης προκύπτει, με αδιαμφισβήτητη ευκρίνεια, ότι στην μεν περίπτωση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης πρόκειται περί αμιγώς «Θρησκευτικής Μειονότητας», δηλαδή Μουσουλμανική μειονότητα και όχι Τουρκική. Ενώ, στην περίπτωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, πρόκειται για αμιγώς «Εθνική Μειονότητα», δηλαδή Ελληνική.
Με βάση την Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία υποχρεούται να προστατεύει την ελληνική μειονότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα τους, στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο. Η Τουρκία έχει δε παραβιάσει κατάφορα άρθρα της Συνθήκης που έχουν να κάνουν με τη ζωή της πολυπληθούς τότε και ισχνής σήμερα ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και την Ίμβρο και την Τένεδο. Οι οποίες, κατά τη Συνθήκη, έπρεπε να χαίρουν αυτόνομου διοικητικού καθεστώτος, που θα προέρχεται από το ντόπιο στοιχείο, μέχρι και οι χωροφύλακες θα έπρεπε να ήταν ντόπιοι. Οι υπερπτήσεις, επίσης απαγορευμένες, είναι καθημερινό φαινόμενο . Σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία υποχρεούται να σέβεται την θρησκεία , τις ιδιοκτησίες και την γλώσσα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο και την διοικητική τους αυτονομία ως ελληνική μειονότητα. Διατάξεις τις οποίες παραβιάζει κατάφορα η Τουρκία, με τους διωγμούς Ελλήνων, την κατεδάφιση ορθοδόξων εκκλησιών, την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τους διωγμούς ορθοδόξων ιερέων στο παρελθόν, το Τουρκικό κτηματολόγιο που δεν αναγνωρίζει νόμιμους τίτλους Ελλήνων, τον αναγκαστικό νόμο για την δήμευση της Μεγάλης του γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη(η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο), τους αναγκαστικούς Τουρκικούς νόμους που αποσκοπούν στην διακοπή λειτουργίας των εκεί ελληνικών σχολείων , τα νομικά εμπόδια στην ίδρυση ελληνικών συλλόγων, η υπερφορολογηση Ελλήνων κ.α..
Ήταν Φεβρουάριος του 1947 όταν υπογραφόταν στο Παρίσι, η ΕλληνοΙταλικη Συνθήκη, η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων Δυνάμεων και της Ιταλίας.
Σύμφωνα με την ιστορική συμφωνία «η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριότητα τα νησιά της Δωδεκανήσου , ήτοι: Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος,Λέρος, Πάτμος, Λίψον, Σύμη, Κως και Καστελόριζο ως και τας παρακειμένας νησίδας».
Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, κατά την υπογραφή, ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνται οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Η Συνθήκη των Παρισίων (ΕλληνοΙταλικη συμφωνία) προβλέπει ύπαρξη στα Δωδεκάνησα στρατού και στρατοχωροφυλακής, σε αντίθεση με τη ρητορική της Τουρκίας περί του αντιθέτου..
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δεν προσυπέγραψε, ούτε παρακολούθησε ως ενδιαφερόμενη χώρα τη διαδικασία υπογραφής της Συνθήκης με την οποία παραχωρούνταν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 4 της Συνθήκης της Βιέννης που αναφέρεται στην ισχύ των Διεθνών Συνθηκών, η Τουρκία σε κάθε περίπτωση, δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται ως μη προσυπογράφουσα, τη Συνθήκη των Παρισίων και τα επιμέρους άρθρα αυτής, καθώς δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος κατά την υπογραφή της συνθήκης. .Η παρουσία Ελλήνων στα Δωδεκάνησα μαρτυρείται στην Ιλιάδα (Β 653-680) του Ομήρου, στον κατάλογο των ελληνικών πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Παρά την κατοχή από διάφορους κατακτητές (Οθωμανούς, Ενετούς, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς, Βρετανούς), οι κάτοικοι διατήρησαν την ελληνική ταυτότητά τους. Δωδεκανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Καστελοριζιοί, συμμετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων τόσο για την απελευθέρωση άλλων περιοχών της Ελλάδας όσο και για την ένωση του τόπου τους με τη μητέρα-πατρίδα. Οι προσπάθειές τους ευοδώθηκαν το 1947.
Η συμφωνία συνυπογραφόταν, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, από άλλα είκοσι κράτη που είχαν πολεμήσει τον ιταλικό φασισμό. Η Τουρκία ούτε θέση, ούτε λόγο είχε σ’ αυτήν.
Τα Δωδεκάνησα αποδίδονταν στη μητέρα-πατρίδα κατά την κλασική έκφραση της εποχής με καθυστέρηση περίπου δύο χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ένωση των νησιών αναβλήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, επί τρεισήμισι δεκαετίες από μια άτυχη συγκυρία. Είχαν μεταβιβαστεί στην Ιταλία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Μάιο του 1912, μετά τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο. Έτσι, κατά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ιταλοκρατούνταν.
Συνθήκη της Λωζάνης
ΑΡΘΡΟ 40:
Οι Τούρκοι υπήκοοι, που ανήκουν σε μη μουσουλμανικές μειονότητες, θα απολαμβάνουν νομικώς και πραγματικά της ίδιας προστασίας και των ίδιων εγγυήσεων, τις οποίες απολαμβάνουν και οι λοιποί Τούρκοι υπήκοοι, θα έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν, διευθύνουν και εποπτεύουν, με δικές τους δαπάνες, όλων των ειδών τα φιλαθνρωπικά, θρησκευτικά και ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια, με το δικαίωμα να κάνουν ελεύθερη χρήση σε αυτά της γλώσσας τους και να εκτελούν ελεύθερα τη θρησκεία τους.
ΑΡΘΡΟ 41:
Στις πόλεις και περιφέρειες, όπου διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη μουσουλμάνων, η Τουρκική Κυβέρνηση θα παρέχει ως προς τη δημόσια εκπαίδευση τις αρμόζουσες διευκολύνσεις για την εξασφάλιση της παροχής της γλώσσας τους στα δημοτικά σχολεία, της διδασκαλίας στα παιδιά των εν λόγω Τούρκων υπηκόων. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την Τουρκική Κυβέρνηση να καταστήσει υποχρεωτική τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα προαναφερόμενα σχολεία.
Στις πόλεις και περιφέρειες, όπου υπάρχει σημαντική αναλογία Τούρκων υπηκόων που ανήκουν σε μη μουσουλμανικές μειονότητες, θα εξασφαλιστεί σ’ αυτές τις μειονότητες δίκαιη συμμετοχή στη διάθεση των χρηματικών ποσών, τα οποία θα χορηγούνται από του δημοσίου χρήματος από τον προϋπολογισμό του κράτους ή των δημοτικών και άλλων προϋπολογισμών για εκπαιδευτικό, θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό σκοπό.
Τα ποσά αυτά θα καταβάλλονται στους αρμόδιους αντιπροσώπους των ενδιαφερόμενων καθιδρυμάτων και οργανισμών.
ΑΡΘΡΟ 42:
Η Τουρκική Κυβέρνηση δέχεται να αναλάβει τα κατάλληλα μέτρα απέναντι στις μη μουσουλμανικές μειονότητες, όσον αφορά την οικογενειακή ή προσωπική τους κατάσταση, ώστε τα ζητήματα αυτά να κανονίζονται σύμφωνα προς τα έθιμα αυτών των μειονοτήτων.
Αυτά τα μέτρα θα τα επεξεργαστούν ειδικές επιτροπές, που θα αποτελούνται από ίσον αριθμό αντιπροσώπων της Τουρκικής Κυβέρνησης και καθεμιάς από τις ενδιαφερόμενες μειονότητες. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τουρκική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θα διορίσουν, από κοινού, επιδιαιτητή, που θα εκλεγεί μεταξύ των Ευρωπαίων νομομαθών.
Η Τουρκική Κυβέρνηση υποχρεούται να παρέχει κάθε προστασία στις εκκλησίες, συναγωγές, νεκροταφεία και λοιπά θρησκευτικά ιδρύματα των προαναφερόμενων μειονοτήτων. Στα ευαγή ιδρύματα, αλλά και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των μειονοτήτων, θα παρέχονται όλες οι ευκολίες και οι άδειες, η δε Τουρκική Κυβέρνηση, σε περίπτωση ίδρυσης νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δεν θα αρνηθεί καμία από τις αναγκαίες διευκολύνσεις, οι οποίες έχουν εξασφαλιστεί στα λοιπά ιδιωτικά ιδρύματα όμοιας φύσης.
ΑΡΘΡΟ 43:
Οι Τούρκοι υπήκοοι που ανήκουν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν πράξεις, οι οποίες αποτελούν παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων, ούτε θα περιέρχονται σε κάποια ανικανότητα σε περίπτωση που αρνούνται να παραστούν ενώπιον των δικαστηρίων .
Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες και θα υπάρχει πλήρης σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα τους και στην αυτονομία τους. Το 1926 μονομερώς κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης, η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη. Για την τροποποίηση μίας Συνθήκης, απαιτείται να συμπράξουν πάλι, όλα τα μέρη και οι μονομερείς πράξεις, είναι άκυρες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό Διεθνές νομικό καθεστώς, ως Οικουμενικό.Υφίσταται ως η «πρώτη μεταξύ ίσων» στην τάξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών διεθνώς (Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με έδρα τη Νέα Υόρκη, Αρχιεπισκοπες στην Ευρώπη, στην Αφρική, Επαρχίες στην Τουρκία, Αρχιεπισκοπή Τιράνων, Αρχιεπισκοπή Κρήτης Ελλάδος, Μητροπόλεις Δωδεκανήσων Ελλάδος, Μητροπόλεις των Νέων χωρών Ελλάδος - Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Νησιά Βορείου Αιγαίου, Μητρόπολη Γαλλίας, Μητρόπολη Γερμανίας , Μητρόπολη Αυστρίας, Μητρόπολη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυΐας, Μητρόπολη Βελγίου, Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας, Μητρόπολη Ελβετίας, Μητρόπολη Ιταλίας, Μητρόπολη Μπουένος Άιρες, Μητρόπολη Μεξικού, Μητρόπολη Χονγκ Κονγκ , Μητρόπολη Ισπανίας και Πορτογαλίας, Μητρόπολη Κορέας, Μητρόπολη Σιγκαπούρης, Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, Αρχιεπισκοπή Καναδά, Αρχιεπισκοπή Μεγάλης Βρετανίας κ.α.).
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση («μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως») κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Επιτρέπεται στρατοτοχωροφυλακη. Επιτρέπεται, η ευρωπαϊκή Φρόντεξ για την προστασία των Ευρωπαϊκών συνόρων. Οργανισμός που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005. Η Frontex ή Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακης, είναι υπεύθυνος για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών συνοριοφυλάκων και των συνοριοφυλάκων των κρατών μελών.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.
Η παράνομη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί
Η απόφαση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση τους όρους της Συνθήκης της UNESCO για την προστασία των μνημείων και περιοχών παγκόσμιας κληρονομιάς (1981), που έχει υπογράψει μεταξύ άλλων και η Τουρκία, η οποία ορίζει ρητά πως για κάθε φυσική παρέμβαση και λειτουργικές αλλαγές στα καταγεγραμμένα κτίρια και τοποθεσίες θα πρέπει να υπάρχει η σχετική αδειοδότηση του Συμβουλίου Διατήρησης UNESCO. Που σημαίνει, πως πριν από την παραμικρή παρέμβαση σε ανάλογους χώρους, είναι υποχρεωτικό να αποστέλλεται έγγραφο αίτημα στην UNESCO η οποία προετοιμάζει και συγκαλεί την διακυβερνητική Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς, που καλείται, με τη σειρά της, να εξετάσει την εκάστοτε περίπτωση με βασικό κριτήριο, πάντα, την διατήρηση της αξίας και του οικουμενικού πολιτιστικού χαρακτήρα του μνημείου. Να σημειώσουμε εδώ μέχρι σήμερα η επιτροπή έχει απορρίψει αρκετά εθνικά αιτήματα τα οποία αφορούν σε παρεμβάσεις ή αλλαγή χρήσης αντίστοιχων χώρων.
Η Αγία Σοφία συμπεριλαμβάνεται, από το 1985, στις ιστορικές εκείνες ζώνες της Κωνσταντινούπολης που είναι εγγεγραμμένες στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως έργο εξαιρετικής οικουμενικής αξίας. Η μετατροπή της σε τζαμί λοιπόν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προϋποθέσεις της κήρυξής της ως Παγκόσμιου Μνημείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς και συνεπάγεται την άμεση έξοδό της από τον σχετικό κατάλογο. Τέλος, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας, δεν θεωρείται πλέον, ανεξάρτητη δικαστική αρχή, μετά τις απολύσεις και φυλακίσεις Τούρκων δικαστών, λόγω πολιτικών φρονημάτων. Άρα και οι αποφάσεις του, δεν είναι ανεξάρτητες, αυτόνομες.
(*) Δικηγόρος Αθηνών, Συνταγματολόγος