Γράφει ο Μιχάλης Αντωνόπουλος*

Δεν προλάβαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας και αλλάξαμε χρόνο στη μέση του δρόμου. Με τα προβλήματα της αγροτικής οικονομίας να διογκώνεται και να βαθαίνει το χάσμα της ανεπάρκειας.

Φέτος εκατοντάδες αγρότες θα αλλάξουν τον χρόνο στα μπλόκα, όχι από πείσμα, αλλά από ανάγκη. Η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης, με σοβαρές επιπτώσεις για την κοινωνία και την ίδια την επισιτιστική επάρκεια. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε άνιση αρνητική θέση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η μέση τιμή παραγωγού γεωργικών προϊόντων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 7,1% το πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 2,6% στον ίδιο χρόνο. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες με πτώση τιμών παραγωγού, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή τάση αύξησης.

Παράλληλα, για το δεύτερο τρίμηνο του 2025 η μέση τιμή των αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 5,6%, με ιδιαίτερα αυξήσεις για αυγά (+27,8%), φρούτα (+21,1%) και γάλα (+13,3%). Αντίθετα, στην Ελλάδα η τάση στις τιμές παραγωγού δεν ακολούθησε δυστυχώς την Ευρωπαϊκή πορεία.

Αυτά τα στοιχεία φανερώνουν ένα συστημικό και οικονομικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει στον Έλληνα παραγωγό να καρπωθεί δίκαιη τιμή για το προϊόν του. Ταυτόχρονα, η αγροτική παραγωγή στη χώρα δεν είναι ευκαταφρόνητη σε όγκο ή αξία.

Το 2023 η συνολική αξία της Ελληνικής γεωργικής παραγωγής άγγιξε περίπου 12,9 δισ. ευρώ, αν και η πραγματική αξία μειώθηκε κατά περίπου 16,1% σε σχέση με το 2022 λόγω των συνθηκών αγοράς.

Παρά αυτά τα δεδομένα, σύμφωνα με το παρατηρητήριο καινοτόμιας της Κρήτης, οι τιμές που λαμβάνουν οι παραγωγοί στην «πύλη» της εκμετάλλευσης συχνά δεν αντανακλούν ούτε το κόστος παραγωγής ούτε το τελικό επίπεδο τιμών στο ράφι, όπου ο καταναλωτής βλέπει την αξία των προϊόντων να εκτοξεύεται, χωρίς όφελος γιαυτον. Ένα από τα πιο ανησυχητικά στοιχεία αφορά την εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα.

Στο κλάδο του κρέατος για παράδειγμα η Ελλάδα σήμερα εισάγει πάνω από 250.000 τόνους κρέατος ετησίως, με το το εμπορικό έλλειμμα να ξεπερνά τα 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Αυτή η εξάρτηση αποτυπώνει την αδυναμία της εγχώριας παραγωγής να καλύψει την εγχώρια ζήτηση.

Η εικόνα αυτή δεν είναι τυχαία. Οι Έλληνες αγρότες και οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται υπό τεράστια πίεση.

Το υψηλό κόστος εισροών (λιπάσματα, ζωοτροφές, ενέργεια, κτηνιατρικές δαπάνες) που αυξάνονται συνεχώς.

Τον ανταγωνισμό κάτω του κόστους από εισαγόμενα προϊόντα.

Τα δομικά προβλήματα σε χρηματοδότηση και δίκαιη αμοιβή.

Το σύστημα επιδοτήσεων που επικεντρώνεται στις εκτάσεις καλλιέργειας και όχι στο παραγόμενο προϊόν ή στο εισόδημα των παραγωγών.

Παράλληλα, η Ελληνική γεωργία απασχολεί σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού, περίπου 12,4% του συνόλου των απασχολουμένων, με περίπου 600.000 ανθρώπους να εργάζονται στον πρωτογενή τομέα, ενώ συμβάλλει σημαντικά στο ΑΕΠ.

Το αποτέλεσμα είναι ένα μοναδικό για τα χρονικά παράδοξο. Σε διεθνές επίπεδο η παραγωγή τροφίμων αυξάνει και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. Στην Ελλάδα όμως, η μείωση τιμών παραγωγού, οι χαμηλές αμοιβές, η εξάρτηση από εισαγωγές και οι στρεβλώσεις στην αγορά δημιουργούν ασφυξία για τον παραγωγό.

Η πολιτική της κυβέρνησης που εφαρμόζεται σήμερα δεν στηρίζει πραγματικά τον Έλληνα παραγωγό. Αντί να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα, δημιουργεί συνθήκες που τον παρακρατούν καθηλωμένο σε χαμηλές τιμές και εξάρτηση από εισαγόμενα, ενώ μεταφέρει τα μεγαλύτερα κέρδη στις αλυσίδες εμπορίας και τους μεσάζοντες.

Η συνέχιση αυτού του μοντέλου όχι μόνο απειλεί τη βιωσιμότητα της Ελληνικής γεωργίας, αλλά και την ίδια την επισιτιστική και οικονομική ασφάλεια της χώρας.

Και για να ολοκληρώσουμε ας πούμε ότι μια χώρα θα είναι πραγματικά στο όριο της φτώχιας όταν συνεχώς μειώνει την πρωτογενή παραγωγή της, και προσπαθεί να εξαλείψει την αγροτική οικονομία.

(*) Γεωλόγος - Γεωτεχνικός Περιβάλλοντος M.Sc., Επιστημονικός σύμβουλος περιβαλλοντικών και τεχνικών έργων, πρ. Αντιπρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ Πελ. & Δ. Ελλάδος, Πρόεδρος ΑΣ Καλαμάτας