Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Κρατάω στα χέρια μου και ξεφυλλίζω το φετινό πρόγραμμα των παραστάσεων στο Σαινοπούλειο Αμφιθέατρο. Ο αριθμός των παραστάσεων σαφώς μικρότερος από τα παλιά τα χρόνια. Η κρίση τα έχει βάλει όλα σε ένα καζάνι. Δεν χαρίστηκε ούτε στον Πολιτισμό.

Και μπορεί ο αριθμός των παραστάσεων να κόντυνε, η ποιότητα στέκει αγέρωχη στη θέση της. Βέβαια ένας θεός ξέρει για μια ακόμη φορά τι μας περιμένει ενδυματολογικά και σκηνικά με τα αριστουργήματα των αρχαίων κλασικών συγγραφέων που θα παρακολουθήσουμε, αλλά πλέον έχει γίνει καθεστώς η ..πρωτοπορία...

Ξεφυλλίζω λοιπόν το καλαίσθητο έντυπο και η καρδιά μου σταματάει στην 29η Ιουλίου. Δεν με γελούν τα μάτια μου. Ναι , στις 29 του μήνα θα έχουμε μαζί μας, κάτω από τη σκιά του Ταΰγετου, τη Μαρινέλλα και τον Κώστα Χατζή. Τον Κώστα Χατζή και τη Μαρινέλλα. Και μαζί τους θα κουβαλάνε για να μας δωρίσουν το <Ρεσιτάλ> και τραγούδια που αντιστάθηκαν και άντεξαν στο χρόνο. Και όχι μόνο άντεξαν αλλά εξακολουθούν να είναι δροσερά και αγαπησιάρικα.

Όσο το βλέμμα μένει καρφωμένο πάνω στη φωτογραφία των δυο διαλεχτών καλλιτεχνών, η μνήμη έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδρομή που την πισωγυρίζει στο 1975. Ένα χρόνο δηλαδή πριν τη περίφημη συναυλία, από την ηχογράφηση της οποίας προέκυψε ένας από τους πλέον σημαντικούς, καλλιτεχνικά και εμπορικά, δίσκους του προηγούμενου αιώνα, το <Ρεσιτάλ>. Η εικόνα στη διαδρομή του χρόνου μπορεί να ξεθώριασε, τα χρώματα να έγιναν μουντά και το χαρτί να κιτρίνισε, τα σχήματα όμως έμειναν στη θέση τους ατόφια, ζωντανά, υμνώντας την αιώνια νιότη.

Ήταν λίγο καιρό μετά την αποφοίτηση από το Γυμνάσιο, το περίφημο εξατάξιο <Γυμνάσιο Θηλέων Σπάρτης>, που ένα ζωηρό μπουκέτο κοριτσόπουλα, που άλλα σπούδαζαν και άλλα όχι, ανακαλύπταμε την Αθήνα. Μέσα στις περιηγήσεις μας αποφασίσαμε να απολαύσουμε στο Σκορπιό τον Κώστα Χατζή που είχαμε αγαπήσει ακόμη και από τα δισκάκια των γονιών μας. Θέλαμε να μας ταξιδεύσει με την κιθάρα του και τη βραχνή φωνή του στα μονοπάτια τα δικά του.

Κάποιο από τα κορίτσια είχε ακούσει πως χρειάζεται υπομονή και αντοχή για να εξασφαλίσει κάποιος μια θέση στο Σκορπιό, την πιο περιζήτητη (για το πρόγραμμα της) μπουάτ της Πλάκας. Η αναμονή μπορεί και να περνούσε τις 4-5 ώρες.
Οπλιστήκαμε με τον ενθουσιασμό της νιότης, ντυθήκαμε με τα λουλουδιαστά και τα λαχούρια μας, κρεμάσαμε στους ώμους τα ταγάρια μας και σύραμε τα πέδιλα μας μέχρι την Πλάκα. Ήταν δεν ήταν πέντε το απόγευμα σαν φτάσαμε έξω από τον Σκορπιό. Και εκεί που νομίζαμε πως πήγαμε νωρίς και θα είχαμε καλή θέση στην ουρά, βρεθήκαμε σε ένα πλήθος που φάνταζε ακόμη μεγαλύτερο στο στενό Πλακιώτικο δρομάκι.

Και εκεί που κάθε λογικός άνθρωπος θα τα μάζευε να φύγει, εμείς στρατοπεδεύσαμε σε μια γωνιά που μας δέχτηκε και τέσσερις και παραπάνω ώρες μιλούσαμε, γελούσαμε, πείραζε η μια την άλλη για να σκοτώσουμε την ώρα και να διεκδικήσουμε μια θέση στο <ναό> του Κώστα Χατζή.

Και η ώρα πέρασε και έφτασε η στιγμή που άνοιξε η πόρτα. Και τότε ήταν που άρχισε ο χαμός. Ο θάνατος σου η ζωή μου για μια καρέκλα ή έναν πάγκο ή στην χειρότερη περίπτωση για ένα κομματάκι φλοκάτης για να κάτσεις σταυροπόδι. Έτσι ήταν οι μπουάτ. Μικρός χώρος λιτός και απέριττος, ελαφρά ποτά και μυσταγωγία. Και πάνω από όλα ψυχαγωγία.

Στη μάχη για μια θέση απέναντι από τον Κώστα Χατζή ηττηθήκαμε κατά κράτος. Φάνηκε από την αρχή πως δεν είχαμε και πολλές ελπίδες, αλλά η νιότη δεν καταλαβαίνει από εμπόδια, άσχετα αν στο τέλος πέφτει πάνω τους και σπάει τα μούτρα της.
Μαζέψαμε λοιπόν με πόνο ψυχής τα λουλουδιαστά και τα λαχούρια μας, κρεμάσαμε στους ώμους τα ταγάρια μας και κατηφορίσαμε στο Μοναστηράκι για να πνίξουμε τον πόνο και την απογοήτευση μας στα σουβλάκια του Μπαϊρακτάρη.

Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια που έκανα για να παρακολουθήσω τον τροβαδούρο της καρδιάς μου, να τραγουδάει ζωντανά.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ευτύχισα να παρακολουθήσω τρείς συναυλίες με τον Χατζή (οι μπουάτ είχαν γίνει μουσειακό κομμάτι). Η μια από αυτές στη Σπάρτη, στο αλήστου μνήμης <Κινηματοθέατρον Φάρος> στην οδό Αγησιλάου. Κάθε χρόνος που περνούσε ήταν σα να πρόσθετε αξία στην ερμηνεία του ιδιαιτέρου καλλιτέχνη. Και όσο περνάει ο καιρός είναι σαν να μπερδεύονται άρρηκτα οι χορδές της φωνής του με τις χορδές της κιθάρας του για να μας οδηγήσουν στο δικό του Παράδεισο.

Όσο για την Μεγάλη Κυρία του τραγουδιού όπως αποκαλούν τη Μαρινέλλα και δεν έχουν άδικο, δεν έχω και την καλύτερη ανάμνηση. Την μοναδική φορά που την παρακολούθησα ήταν μαζί με τον Πάριο σε μεγάλο μαγαζί της Παραλιακής, τη δεκαετία του 80. Πάνω από 2000 άνθρωποι σε μια αίθουσα κακόγουστη να τρώνε, να πίνουν και να πετάνε στην πίστα από πιάτα μέχρι γαρύφαλλα. Τους λυπήθηκα τους καλλιτέχνες (αγαπημένοι μου και οι δυο από τους δίσκους τους) που προσπαθούσαν να επιβιώσουν σαυτό το αχαρακτήριστο περιβάλλον.

-Θα πας να τους δεις; με ρώτησε γνωστό μου άτομο όταν του μίλησα για την συναυλία.
-Και το ρωτάς; Πρώτη και καλύτερη θα είμαι στο Σαινοπούλειο.
-Τι να ακούσεις από δαύτους. Γέρασαν και δε λένε να τα παρατήσουν.

Δε συνέχισα τη συζήτηση για το θέμα. Άσκοπο θα ήταν. Που να του εξηγήσω τώρα και να καταλάβει.

Στο μυαλό μου έρχονται τα λόγια του σημαντικού Θρακιώτη ζωγράφου του Μητράκα από συνέντευξη του πριν από κάμποσα χρόνια. <Ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος όταν μεγαλώνει και μπορεί, ενεργοποιώντας το παρελθόν και την σοφία με το σήμερα να βγάλει πράγματα καταπληκτικά>.

Στο κάτω-κάτω και ο λαός μας έχει κάτι που ταιριάζει γάντι στην διαδρομή και την προσφορά των δυο υπέροχων αυτών καλλιτεχνών.

<ΚΑΙ ΝΑ ΓΕΡΑΣΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑ ΔΕΚΑ ΑΓΙΟΥΣ ΚΑΝΕΙ>.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr